Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα Παρασκευή, 19 Απριλίου, η Εκκλησία γιορτάζει τον Ακάθιστο ύμνο......

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Σήμερα 29 Αυγούστου γιορτάζει το ξωκλήσσι του Αϊ-Γιάννη, στις ανατολικές πλαγιές της Αγόριανης. Η οικογένεια του δάσκαλου και αντάρτη γερο-Νίκου Δημητρίου, πάντα εκεί, από τον Μάρτιο του 1944 και μετά!


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ - «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ»

[Μάρτιος 1944]
Ξάφνου έρχεται μια φοβερή διάδοση στην Κουκουβίστα. Ότι οι γερμανοί είχαν ανεβεί ξαφνικά, μπλοκάρανε την Αγόριανη, έτσι όπως το είχα προβλέψει στον πατέρα, κι έπιασαν ολόκληρη την οικογένειά μου......
Ότι έπιασαν και τον Καναβίδη. Λύθηκαν τα γόνατά μου. Τους σκέφτηκα όλους σφαγμένους κι ότι μέναμε ζωντανοί από ολόκληρη οικογένεια μόνο εγώ κι ο αδερφός μου (που αυτόν τον καιρό ήταν στη Ρεντίνα στη Σχολή Αξιωματικών).
Δε μπορούσα να ησυχάσω λεπτό. Αναλογιζόμουν λεπτομέρειες της ενδεχόμενης τραγωδίας, δεν ήξερα ποιον να πρωτοκλάψω. Έπρεπε να κρύβω κιόλας την οδύνη μου και την αγωνία μου. Με τον Καναβίδη πάλι «φουκαρά, έλεγα μοναχός μου, σε άφησα να μην τύχει και πάθεις κακό εκεί που πηγαίναμε. Τώρα, η κερατοτύχη – το κακό το έπαθες γιατί σ’ άφησα!». Οι συναγωνιστές με παρακολουθούσαν με κρυφή συμπόνια. Κάνανε ενθαρρυντικές προβλέψεις. Ότι αν τους είχαν σκοτώσει θα μαθευόταν αμέσως. Άρα δεν έχει συμβεί τίποτα... Κι άλλα παρόμοια... Πώς να ησυχάσεις όμως;
Πιάναμε να ρωτάμε όλους τους ταξιδιώτες από Γραβιά – Καστέλλια και δεν ήξεραν τίποτα. Ενθαρρυντικό αυτό. Έρχονταν μέρες όμως εκείνον τον καιρό, και Παρνασσός με Γκιώνα ήσαν δυο χωριστοί κόσμοι... Τελείως χωριστοί...
Επί τέλους ήρθαν και τα σίγουρα νέα. Ότι πράγματι τους είχαν πιάσει. Τον Καναβίδη τον πήραν μαζί τους. Τους δικούς μου λέει, τους άφησαν! Και ήσαν καλά! Ήταν τόσο αλλόκοτο, τόσο απίθανο το νέο αυτό, που δεν τολμούσα να το πιστέψω. Δηλαδή πώς τους έπιασαν κι ύστερα τους άφησαν; Κι ωστόσο έτσι είχε ακριβώς γίνει. Είχαμε μεγάλη τύχη, μια τύχη περίεργη. Και με ξανάπιασε το πρώτο σύγκρυο της Κουκουβίστας, όταν σε λίγο καιρό ξανασυναντήθηκα με τους δικούς μου κι άκουσα από το στόμα τους τι ακριβώς είχε τρέξει, τι φοβερό κίνδυνο πέρασαν.

Ο ξάδερφός μου, ο πιο στενός φίλος του Καναβίδη, θυμάται:
«― Είχε χιόνι πολύ. Ένας παληόκαιρος. Μας ειδοποίησε η οργάνωση από το Δαδί, ότι θ’ ανεβούνε γερμανοί. Αντάμωσα τον Καναβίδη στου Σπαθιά.
»― Έμαθες τίποτα; – τούπα. ― Έρχονται γερμανοί.
» ― Ναι, μωρέ! – μούπε κι αυτός. ― Πούθε θα πάμε;
» Είπαμε πρώτα για τη Χάρβαλη, αλλά βρήκαμε καλλίτερα να πάμε από τον Αϊ-Γιάννη, να πάρουμε και την οικογένεια του μπάρμπα μου (εννοεί τη δική μου) και να τραβηχτούμε ψηλότερα σε πιο σίγουρα μέρη.
» Στις έξη-εξήμισι βραδυάζοντας πήρα μεζόκρασο και πήγα στης αρρεβωνιαστικιάς του Θόδωρου, μεζετσίσαμε κι ήπιαμε κάμποση ώρα. Άρχισε να φεύγει ο κόσμος. Περνούσαν απόξω κι ακούγαμε τις φωνές. Πέρασε κι ο Κώστας ο Σούλιος με παρέα.
» ― Ελάτε! – τους φωνάξαμε – να πιούμε ένα κρασί!
» ― Όχι! Όχι! θα χασομερήσουμε! – είπαν και προχώρησαν.
» ― Άειντε, προχωράτε και σας φτάνουμε – τους είπαμε.
» Πήγαιναν στο ίδιο μέρος, στις Μαλλιαρόραχες.
» Καμμιά φορά, δέκα, δέκα και μισή τη νύχτα, φύγαμε κι εμείς. Όταν φτάσαμε στην καλύβα στη γούρνα, στο νερό αποπάνω, είπα να κατεβούμε στον Αϊ-Γιάννη να πάρουμε τα κορίτσια και να φεύγουμε. Ο Καναβίδης νύσταζε.
» ― Πού θα περπατάνε σκοτάδι τα κορίτσια! – είπε – ξυπνάμε μια ώρα νύχτα τα παίρνουμε και φεύγουμε.
» Έτσι κάμαμε. Πέσαμε, καπνίσαμε από ένα τσιγάρο και κοιμηθήκαμε. Ρούχα μπόλικα, από τρεις νοικοκυρές προικιά. Λέει μια στιγμή ο Καναβίδης:
» ― Α ρε, Παναγιώτη, πόσον καιρό είχαμε να κοιμηθούμε μαζί.
» Το πρωί, νύχτα βαθειά ακόμα, πετάχτηκα από ένα όνειρο. Είδα ότι έρχονταν γερμανοί, έξω απ’ την καλύβα κι ο τόπος σα νάταν από πάγο αναβατισμένος και τα πόδια των γερμανών βαρειά, και κραπ-κρουπ σπάζανε τον κρουστό πάγο και χώνονταν μέσα. Ξύπνησα κι έτρεμα ολόκληρος. Τέτοια ταραχή, που τον ξύπνησα και τον Καναβίδη. Με κατάλαβε και λέει:
» ― Βρε τι τρέμεις έτσι; Κρύωσες;
» Του αποκρίθηκα «ναι, κρύωσα λίγο». Δε μ’ έπαιρνε άλλο ο ύπνος. Σηκώθηκα και βγήκα έξω, να δω το μέρος. Έκαμα μια ολόκληρη βόλτα, από κει που ονειρεύτηκα τους γερμανούς να έρχονται. Ήταν ησυχία, άκρα ησυχία, μια ώρα νύχτα ακόμα.
» Γύρισα στην καλύβα κι άναψα φωτιά. Έφκιασα κι ένα τσιγάρο και κατόπιν λέω:
» ― Σήκω, Θόδωρε! Σήκω να φεύγουμε!
» Αυτός αναγυρίστηκε:
» ― Άσε με, ρε Παναγιώτη – μου λέει – κλείνουνε τα μάτια μου.
» Σε λιγάκι τον ξαναφορτώθηκα «σήκω!». Αυτός το ίδιο: «άσε με λιγάκι ακόμα, ράψανε τα μάτια μου». Και τρίτη φορά: «σήκω! σήκω! – του λέω. ― Θα μας πιάσουνε στα χέρια. Πού είναι το ρολόι σου να δω την ώρα;».
» Σηκώθηκα και πήγα στο χιτώνιό του. Η ώρα ήταν πέντε.
» ― Τι ώρα φέγγει; – τον ρώτησα. (Τον κουβέντιαζα επίτηδες).
» ― Δεν ξέρω! δεν ξέρω! άσε με! – μου κακιώθηκε.
»Τον σήκωσα με το ζόρι και πάλι αργούσε. Έφκιασε κι αυτός τσιγάρο κι ύστερα πήρε το χιτώνιο ανάρριχτα και πήγε για τη γούρνα να πλυθεί.
» Η φωτιά έκαιγε κι ο καπνός φαινόταν. Είχαν αρχίσει και τα κοκόρια στις καλύβες γύρω να λαλάνε. Εγώ βγήκα κοντά απ’ το Θόδωρο και πήγαινα χαζοτραγουδώντας πέρα-πέρα, δεξιά, να προσπεράσω ένα ελατάκι, να δω αγνάντια προς τ’ αμπέλια, αν έρχονται γερμανοίαπό κείνο το δρόμο. Και πριν προλάβω να βγω πέρα απ’ το ελατάκι ακούω πίσω μου μια άγρια φωνή σα γαύγισμα «ράους!». Κεραυνός να με χτυπούσε.Γύρισα παγωμένος. Πέντε-έξη μέτρα μπρος μου είδα έναν άνθρωπο, ντυμένον άσπρα, από πάνω ως κάτω, με σημάδευε. Γκούρλωσα τα μάτια μου κι έβλεπα την κάνη απ’ το όπλο του απάνω μου, τα μάτια του να γυαλίζουν σα λεπίδι και το καπέλλο του το γερμανικό. Λύθηκαν τα γόνατά μου, αλλά μου πέρασε και μια χαζή ιδέα μήπως είναι κάνας δικός μας και θέλει να κοροϊδευτεί μαζί μου. Το μάτι μου όμως πήρε κι άλλον έναν ίδιον παραπέρα, προς το μέρος της καλύβας. Κι αυτός στα πέντε-έξη μέτρα! Πέσανε τότε άψυχα τα χέρια στα πλευρά μου. Πάει, ήμουν χαμένος. Και ξάφνου ένοιωσα στις τσέπες μου τις σφαίρεςπούχα. Ηλεκτρίστηκα – «τώρα πάω χαμένος! είπα, αν με πιάσουν!». Κι αποφάσισα αστραπή, κάνω μια κωλοκαθιά απότομη, ύστερα μια τούμπα, κύλησα τον κατήφορο που βρέθηκε μπροστά μου, άκουσα τους πυροβολισμούς που μούρριχναν, βούιζαν τ’ αυτιά μου, γύριζε ο τόπος γύρω, χιμούσα ίσια απάνω στα έλατα και στα κέδρα, δούλευε άγρια το μυαλό μου κατακάθαρο ότι γλυτώνω, δεν μ’ έχουν βαρέσει, ίσια κάτω στο βραχάκι, και βγήκα από κάτω στα χωράφια στο ξέλακκο, φάτσα μου απέναντι ο Αϊ-Γιάννης. Λιγάκι δίστασα αυτού. Έτρεχα σκυφτός κι όλο σκεφτόμουν «πού αλλού νάναι, οι μπάσταρδοι; να μην είναι κι άλλοι στον Αϊ-Γιάννη;».
» Πήρα τον τοίχο-τοίχο στο χωράφι μου. Ύστερα στο ρεματάκι. «Σώθηκα! Σώθηκα!» χόρευε η καρδιά μου. Κι έτρεχα να κερδίζω δρόμο.
» Έλεγα να κατεβώ στα Τρία Ρέματα κι από κει να περάσω πέρα στη Βαμπακιά. Τότε, να μπροστά μου δεξιά, εκεί-δα, στον Κιτιό, βλέπω τη φωτοβολίδα. «Άλλοι από δω!» κρύωσα πάλι. Σφίχτηκα τον κατήφορο και χώθηκα σ’ ένα βράχο στους Καλτσάδες. Στον Κιτιό, τους έρριξε επίτηδες ο διερμηνέας, ήταν εαμίτης του Δαδιού. Όπως προχωρούσαν άκουσε ο καλός ο άνθρωπος σκυλιά ψηλότερα, στις Μαλλιαρόραχες, κατάλαβε ότι είναι κόσμος εκεί και είπε στους γερμανούς ότι ήταν γκρεμός από εκεί και τους πήγε στον πραγματικό γκρεμό.
» Σε λίγο ανέβαιναν, ακριβώς μπροστά στη δική μου την κρυψώνα, στην πέρα πλευρά της ρεματιάς. Μια βαθειά σκισμή μάς χώριζε, τόσο στενή χαράδρα, είναι αυτού. Περνούσαν ένας-ένας άκρη-άκρη στο γκρεμό. Εγώ έλεγα ότι είναι ένας, ο ίδιος, που χαζοπερπατούσε. Αυτοί περνούσαν φάλαγγα ολόκληρη.Δυο, οι μπάσταρδοι, ήρθαν και σταθήκανε στο βράχο, εντελώς καταμπροστά μου και κύτταζαν προς το μέρος μου, ακριβώς σε μένα. Ο ένας άρχισε να κατεβαίνει κιόλας. Κατέβηκε, κατέβηκε. Αυτός κατέβαινε κι εμένα ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι μου. Έλεγα: «πού πάει μωρέ ο κερατάς, θα με ιδεί!». Ήμουν χωμένος σε μια πατουλιά μέσα. Άρχισα να λογαριάζω τι να κάμω αν ερχόταν και με ανακάλυπτε. Δεν ήθελα να την πάθω τώρα. Γλύτωσα το μεγάλο κίνδυνο και να χαθώ έτσι-δα στα καλά καθούμενα! Κατέβηκε αυτός και παρακάτω. Μια στιγμή, λίγο ακόμα και θα γκρεμιζόταν στο γκρεμό.
» ― Αυτού που πάς, καλά σ’ έχω, άτιμε! – έτριζα με μανία τα δόντια μου.
» Τρόμαξε κι αυτός, γκούρλωσε τα μάτια και τραβήχτηκε, πιανόταν με τα χέρια του κι ανέβαινε. Ύστερα πήρε ένα μονοπατάκι, οχτώ μέτρα όλο κι όλο απέναντι σε μένα. Όλο στο δικό μου μέρος τήραγε. Άρχισα να μη με χωράει ο τόπος. «Τι διάολο, ο κερατάς, με είδε;» μ’ έπιασε ένα ρίγος. Έφτανε σ’ ένα ελατάκι. Από κει ήταν μέρος να με δει και δεν τη γλύτωνα πλέον. Πριν βγει όμως, βοήθησε πάλι η τύχη, ακούστηκε ένας πυροβολισμός και ρεκαλητά «πω-πω-πώωω!». «Γυναίκα! – λέω – τη βάρεσαν!». – Κράταγα την ανάσα μου να τη γνωρίσω. Ήταν η Φέγγω. Ο δικός μου ο γερμανός άκουσε τον πυροβολισμό και σφίχτηκε για πάνω, δεν ξανασχολήθηκε πια με το δικό μου μέρος. Ξανάσανα. Άκουγα τα ρεκαλητά κι έλεγα «πάει η γυναίκα. Άλλος πάει κι άλλος γλυτώνει με την ίδια ντουφεκιά».
» Σε λίγη ώρα ξετρύπωσα προφυλακτικά. Βγήκα παραπάνω. Είδα την καλύβα μου που καιγόταν. Αναρωτιόμουν τι νάγινε ο Καναβίδης. Με τσάκισε κρύος ιδρώτας, ότι πάει και η οικογένεια του μπαρμπα-Νίκου, όλη! Κατά το απόγευμα, είδα πούφευγαν οι γερμανοί κι αποφάσισα κι έκαμα τον ανήφορο. Μόνο τότε. Ανέβαινα, είχα πάντα και το νου μου, αλλά απελπισμένος. Βλέπω τότε αντίκρυ, στον Αϊ-Γιάννη, τη θεια μου.
» ― Ορέ, τινάχτηκα χαρούμενος, ζωντανοί είναι!
» Μ’ είδε κι αυτή και τη βλέπω αναστατώθηκε, μούκαμε με τρόπο με το χέρι της «κρύψου! - κρύψου!». Εβδομήντα μέτρα πάνω από μέναήσαν άλλοι γερμανοί. Και πήγαινα να πέσω ίσια απάνω τους. Διαολίστηκα ξανά τους βλαστημούσα. Αυτοί, εκείνη την ώρα τους ειδοποιήσανε και φεύγανε.
» Πήγα στον Αϊ-Γιάννη. «Τι νέα θεια;» ρώτησα. Και μούπε η θεια:
» ― Το μπάρμπα σου πιάσανε, Παναγιώτη μου!
» ― Τα παιδιά;
» ― Τα παιδιά φύγανε. Απάνω!
Και τη χόρευε ο τόπος, ότι πάει ο μπαρμπα-Νίκος!». ―

Οι δικοί μου θυμούνται:
« ― Εκείνη την ημέρα η Μάνα ήταν στην Κάτω Αγόριανη. Εμείς τα παιδιά, είχαμε βγει περίπατο στις Μαλλιαρόραχες, πιο πέρα από το εκκλησάκι τον Αϊ-Γιάννη που μέναμε. Είχε αρχίσει και ξεχιόνιζε η πλαγιά, μόνο τόπους-τόπους κρατούσε χιόνι στ’ απόσκια. Χαμηλότερα δεν είχε σχεδόν καθόλου πιο ψηλά όμως είχε ακόμα πολύ. Περπατήσαμε ωραία, πέσαμε απάνω σ’ ένα κοπάδι πέρδικες, οι πέρδικες ξαφτούρισαν ξαφνικά, και μας τρόμαξαν. Κατόπιν γυρίσαμε τραγουδώντας χαρούμενα. Είδαμε τότε τη μάνα, βγήκε ξαφνικά μπροστά μας ανάστατη και μας έκανε μουγγά νοήματα να βιαστούμε. Μας έπιασε μεγάλος φόβος κι εμάς, κάτι έτρεχε.
» ― Αχ! Το τραγούδι μας έλειπε – είπε μόλις τη ζυγώσαμε και χοροπατούσε ― κάμ’τε γρήγορα! γρήγορα! Θαρθούνε γερμανοί!
» Έφτασε υστερώτερα κι ο πατέραςαπό το χωριό. Μας είδε όλους αναστατωμένους κι άρχισε να γελάει. Πήραμε θάρρος απ’ αυτό τα παιδιά, αλλά η μάνα άρχισε να τον γκρινιάζει και τον φορτωνόταν να βιαστεί να φύγουμε.
» ― Πού να φύγουμε να πάμε; – έλεγε πειραχτικά ο πατέρας και πήγαινε με το πάσο του. Όλο γύρευε να την πειράζει τη μάνα κι αυτή τόσο ήθελε. Άκουσε τα νέα για τους γερμανούς κι ούτε έδωσε σημασία.
» ― Επίτηδες θα το κάνει! – λέγαμε.
» Αλλά στο τέλος είπε σοβαρά:
» ― Δεν έχουμε να πάμε πουθενά.
» Έμεινε σύξυλη η μάνα.

» Στ’ αλήθεια τόλεγε ο πατέρας, δε θα πηγαίναμε πουθενά. Ε, είπαμε, κάτι θα ξέρει αυτός και κάπως ησυχάσαμε.
» Μαζευτήκαμε στο εκκλησάκι μας, φάγαμε τη φάβα μας, καθήσαμε κάμποσο στη φωτιά κι ας μας στράβωνε ο καπνός. Κάτι μας κρατούσε να μη θέλουμε να κοιμηθούμε, θέλαμε όλοι συντροφιά. Έξω μας φαινόταν είχε αγριέψει το σκοτάδι. Όσο περνούσε η ώρα τόσο μας έτρωγε η ανησυχία. Μόνο ο πατέρας μιλούσε ήσυχα, σα να μην ήταν τίποτα. Πλαγιάσαμε κι άργησε να μας πάρει ο ύπνος, όλο ότι ακούμε πατήματα απ’ όξω μας φαινόταν.
» Πολύ πρωί την άλλη μέρα ξύπνησε πρώτα η μάνα. Δεν την εύρισκε ησυχία. Βγήκε έξω, ξαναμπήκε. Βγήκε κι ο μικρός αδερφός μας, πήγαινε κάθε πρωί παραπάνω απ’ το εκκλησάκι, κάτω απ’ τα μεγάλα δέντρα, έσκαβε κάτω απ’ τα πεσμένα φύλλα κι έβγαζε σκουλήκια για τ’ αγκίστρια για τις κυριαρίνες. Πήγαιναν όλος ο κόσμος – μικροί και μεγάλοι – στις ξίχιονες λάκκες και τις έπιαναν, που τις στράβωνε η πείνα.
» Ξάφνου, εκεί που ήταν ησυχία, ακούμε μια... δυο... ύστερα κι άλλες ντουφεκιές. Κοντά μας! «Κάου-κάου-οοο!» έσκαζαν σα φούσκες. Μας τσάκισε κρύος ιδρώτας.
» ― Πάει το παιδί! – έκαμε λαβατωμένη η μάνα κι όρμησε σκουντου-φλώντας έξω. Είδε το μικρόν πουρχότανε γερός.
» ― Παιδάκι μου! Παιδάκι μου! – έκαμε.
» ― Εσένα ντουφεκίσανε;
» ― Όχι – αποκρίθηκε αυτός αργά.
» Τάχε μισοχαμένα, αλλά ερχότανε σοβαρός-σοβαρός, κύτταζε και πίσω του και παραπατούσε – αστείος ήταν. Τον μάζεψε η μάνα μέσα και μπήκε κι αυτή τραβώντας τα μάγουλά της με τα νύχια της.
» ― Κακό που πάθαμε! Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! – έκανε πνιχτά και ρίχτηκε του πατέρα πούχε ανασηκωθεί στα ρούχα του ανάστατος κι αυτός και μετανοιωμένος, που τόχε πάρει τόσο αψήφιστατο πράγμα.
» Ώσπου να το πούμε, ακούσαμε απόξω βήματα και στο μικρό παραθυράκι από το βορεινό μέρος στο ξωκκλήσι είδαμε, πέρασαν ένα-δυο-τρία κεφάλια γερμανοί με κουκούλες άσπρες.
» ― Πάει, αυτό ήταν! – είπαμε τότε. Ότι τελειώνει έως εδώ η ζωή μας.
» Φάνηκαν στην πόρτα ένας-δυο γερμανοί, με τα όπλα τους έτοιμα μπροστά. Μπήκανε φωνάζοντας άγρια. Δεν έβλεπαν καλά μέσα στο σκοτεινό ξωκκλήσι, πολύ πρωί ακόμα. Εμείς, ζαρώσαμε στα ρούχα μας. Μπήκαν μέσα οι γερμανοί.
» ― Ο ένας ήρθε ίσια σε μένα – λέει η αρρεβωνιαστικιά μου. ― Κοιμόμουν πάνω σε δέματα ρούχα στο δεξί μέρος στο τέμπλο, μπροστά στον Αϊ-Γιώργη. Κρατούσα την κουβέρτα μου μπροστά στο πρόσωπό μου, μόνο τα μάτια μου φαίνονταν.
» ― Πέρασε μια στιγμή όλη η ζωή μου αστραπή μέσα στο μυαλό μου, σας θυμήθηκα όλους με μιας και ζάρωσα. Πάει, με σκοτώνει τώρα – είπα.
» Ο γερμανός όμως έπιασε την άκρη της κουβέρτας και την τράβηξε απότομα. Είδε που ήταν γυναίκα και γύρισε στον πατέρα. Του κακιωνόταν άγρια και τούκανε νοήματα, ότι τον θέλει, να σηκωθεί αμέσως από κάτω, ότι τον χρειάζονταν. Ο πατέρας πολύ ταραγμένος, ενεργούσε όμως γρήγορα και σταθερά, σα να είχε πάρει απόφαση να παλέψει, να τα παίξει όλα για όλα.
» ― Μη φωνάζεις έτσι! – του κακιώθηκε κι αυτός του γερμανού. ― Οικογένεια είμαστε! Είναι μικρά παιδιά, θα τους κόψεις το αίμα!
» Και τούδειχνε του γερμανού εμάς. Αυτός τότε τραβήχτηκε στην πόρτα μαζί με τον άλλον, χαμήλωσε τη φωνή του, αλλά πάλι κουνούσε θυμωμένα το όπλο τουνα κάμει πιο γρήγορα ο πατέρας.
» Τότε ο πατέρας, όπως ήταν ακόμα μέσα στα ρούχα του, άπλωσε και πήρε ζωηρά το παντελόνι του. Στη ζωστήρα όμως είχε περασμένο ένα μικρό πιστόλι. Τράβηξε γρήγορα τη ζωστήρα κι έβγαλε το πιστόλι.
» ― Μη πατέρα! – τρόμαξε πνιχτά η αρρεβωνιαστικιά μου – είναι κι άλλοι απ’ έξω! νομίζοντας ότι θάρριχνε σ’ αυτούς στην πόρτα ο πατέ-ρας.
» Αλλά ο πατέρας δεν τόβγαζε το πιστόλι για να πυροβολήσει. Τάρπαξε απ’ τη ζωστήρα με τη χερούκλα του και με μια επιτήδεια κίνηση τόχωσε κάτω απ’ τα λατσούδια πούχαμε για στρώμα. Ύστερα σηκώθηκε και φορούσε γρήγορα το παντελόνι του κάνοντας τάχα, ότι βιάζεται όπως τόθελαν οι γερμανοί.
» ― Λίγο, να πλυθώ! – γύρισε κατόπιν και είπε πάλι δυνατά, έκανε και νοήματα, με τη χούφτα του στο πρόσωπο.
» ― Νάιν! Νάιν! – αναπήδησαν αγριεμένοι οι γερμανοί και τον πήραν έξω.
» Εκεί τους λέει πάλι ο πατέρας, φώναζε πάντα κι έκανε και νοήματα.
» ― Πού θα πάμε; Να πάρω το παλτό μου!
» Και τον άφησαν να πάρει το παλτό του. Μας φάνηκε καλό σημάδι αυτό και ότι ο πατέρας προσπαθούσε να τους καταλάβει τι σκοπό είχαν.
» Ύστερα έσκυψε κι έδενε τα παπούτσια του. Η μάνα, λυμένα τα ήπατά της, καθόταν απόξω απάνω στις φτέρνες της. Είχαμε κι ένα μικρό σκυλάκι, χαριτωμένο και πανέξυπνο. Γαύγιζε στην αρχή τους γερμανούς, ύστερα κατάλαβε τον κίνδυνο κι αυτό κι είχε ζαρώσει τόσο-δα στην ποδιά της μάνας. Οι γερμανοί της έλεγαν «μαλάτο; μαλάτο;». Βρήκε τότε ευκαιρία η μεγάλη αδερφή μας (δεκαεφτά χρονών) μάζεψε τα δυο πιστόλια πούχαμε, τάβαλε κάτω από μια ζακέττα της, πέρασε ανάμεσα στους γερμανούς, πήγε παραπέρα και τα έκρυψε. Τους στράβωσε η καλή μας η τύχη.
» Ξέσκυψε ο πατέρας από τα παπούτσια του, τον πήρανε ανυπόμονοι και φύγανε. «Πού χωριό;» του λέγανε και είπαμε ότι θέλουν να τους δείξει το χωριό.
» Ούτε καταλάβαμε πότε γίνανε όλα αυτά. Τρεμουλιάξαμε βλέποντας τον πατέρα να τον παίρνουν.
» Τότε είδαμε αντίκρυ, στην πλαγιά που σκαπετάει για το χωριό, μια γυναίκα αλαφιασμένη ερχόταν τοίχο-τοίχο σ’ ένα πεζούλι σκυφτή και σκουντουφλώντας όλο αγωνία να περάσει το ανοιχτό μέρος.
» ― Η Φέγγω είναι αυτή – είπαμε. ― Παρακάτω μένανε κρυμμένες δυο άλλες γυναίκες, νέα κορίτσια. Τα γνωρίσαμε κι αυτά. Ξάφνου απάχαξε πάλι μια ντουφεκιά, μία, μοναχή, και βλέπουμε τη γυναίκα, τινάχτηκε, ολόκληρη σα να τη ζεμάτισαν, άρπαξε τα σωθικά της, ήρθε γύρω μια στροφή, σωρηάστηκε κι έφτασε στ’ αυτιά μας το ρεκαλητό της. Ύστερα γονατιστή πάλευε και σπαρταρούσε. Μια στιγμή φέρνει το κεφάλι της γύρω πού να βρει βοήθεια. Είδε τα δυο κορίτσια, κάτι τους έλεγε, κι αυτά, την είχαν δει που έπεσε, έκαναν να βγουν να τρέξουν, πάλι όμως ξαναζάρωναν πίσω, δέρνονταν και κακοπαθιόνταν, ότι δεν τολμούν να βγουν, χτυπούσαν με τις παλάμες τους, μια τα πόδια τους μια τα μάγουλά τους, σα να παίζανε μουγγά ένα θέατρο. Εμάς, μας είχε κοπεί η ανάσα. Τότε η χτυπημένη απελπίστηκε, ότι κάποιος θα τη βοηθούσε, αντρειώθηκε μοναχή της να σκίσει το μπολκάκι της και το πουκάμισό της από κάτω και πολέμαγε αντρίκια να δεθεί, έτρεμε στην αγωνία της να προλάβει τη φωτιά που της έκαιγε τα σωθικά της, κύτταζε τα χέρια της, «τα αίματά της θα κυττάζει» είπαμε εμείς. Ύστερα, γονάταγε πάλι, έπε-φτε, είπαμε παραδίνεται, έμεινε στο τέλος ένας άψυχος σωρός, πάει η θεια η Φέγγω.
» Η μάνα θρηνολογούσε. Εμείς τρέμαμε ζαρωμένα. Ύστερα συνήλ-θαμε. Κυττάξαμε τριγύρω, να μην είναι κι άλλοι γερμανοί. Ησυχία φαινόταν. Αν όμως έρχονταν κι άλλοι και μπαίνανε να ψάξουν; Είχαμε ακόμα μέσα ένα όπλο (κομμένο κι από την κάνη κι από το κοντάκι) – είχαμε και σφαίρες και φωτογραφίες αντάρτικες, τα παιδιά κι άλλους αντάρτες. Και τα δυο πιστόλια πρόχειρα τα είχε ρίξει η αδερφή μας παραπέρα. Πήγαμε μια-δυο στο ιερό απέξω. Οι άλλες μας τα δίνανε από μέσα, από τη στενή σκισμή, τα επικίνδυνα πράγματα. Κάναμε τάχα τις αδιάφορες, τα κρύβαμε κάτω από τα ρούχα μας και ύστερα ξεκινήσαμε πέρα, δίπλα-δίπλα στο χωράφι, κάναμε ότι χαζεύουμε, θέατρο παίζαμε κι εμείς, κατεβήκαμε στη ρεματιά, χωθήκαμε στο πυκνό και τα χώσαμε μέσα σε βαθειές σκισμές στα βράχια. Γυρίσαμε ξανά στο εκκλησάκι. Η μάνα όλο έτρεμε και κακοπαθιόταν.
» ― Εμείς – της λέμε τότε – θα φύγουμε, μάνα. Μπορεί να ξανάρθουν οι γερμανοί.
» ― Πού θα πάτε – έλεγε η μάνα – πού θα πάτε μικρά κορίτσια, λόγγος, ερημιά, χειμώνας καιρός... Αχ Παναγία μου!
» ― Όχι, θα φύγουμε! – είπαμε όλα.
» Και φύγαμε όπως είμασταν. Έμεινε η μάνα μοναχή με την πιο μικρή αδερφή μας. Εμείς φορέσαμε μαντήλια, παληομάντηλα, στο κεφάλι, λερώσαμε τα μούτρα μας, βάλαμε όλα τα παληόρουχα, πήραμε κι ένα-δυο σκοινάκια, τάχα ότι πάμε για ξύλα, και φύγαμε.
» Πηγαίναμε όλο ψηλότερα στο βουνό κι όλο μακρύτερα απ’ το χωριό. Όλο στεκόμασταν ν’ ακούμε και να βλέπουμε, λέγαμε να μην έχουν αφήσει κανένα κρυφό φυλάκιο πουθενά. Ήταν ησυχία και παίρναμε θάρρος. Κι έτσι μας πήρε το βράδυ. Είχαμε φτάσει στα ριζά στην πλαγιά της Φασούλας. Ριζώσαμε σ’ ένα βράχο να πάρουμε πάλι απόφαση τι θα κάμουμε. Τότε ακούμε κουβέντα πίσω απ’ το βράχο, κρυφοκουβέντα ψιθυριστή σα να μας παραφύλαγαν. Τα χρειαστήκαμε. Κρατούσαμε και την αναπνοή μας. Περιμέναμε, και τίποτα. Πέρασε έτσι κάμποση ώρα. Νύχτωνε κι είπαμε ό,τι και νάναι να φανερωθούμε. Αν ήσαν γερμανοί θα τους λέγαμε βγήκαμε να βρούμε τα πράματά μας.
» Ξετρυπώναμε εμείς, έβγαιναν κι οι άλλοι κρυφά-κρυφά να δουν. Κι ήρθαμε φάτσα με φάτσα, να γελάς. Ήσαν ο Θανάσης Μούκας, χωριανός μας κι ένα ξένο παιδί, αραχωβίτης, κατάξανθο.
» ― Βρε εσείς είσαστε! – είπε ο Θανάσης.
» Χαρήκαμε κι εμείς. Τόση ώρα, αυτοί φοβούνταν εμάς κι εμείς αυτούς. Λέει τότε η Ν. στο ξένο παιδί.
» ― Βρε παιδάκι μου!... αν σε βρίσκαμε μοναχό θα μέναμε! Σα γερμανός είσαι!
» ― Τώρα πρέπει να προχωρήσουμε – είπαν εκείνοι οι δυο – δεν είμαστε καλά εδώ. Να πέσουμε στους βορούς, εκεί θα μπορούσε ν’ ανάψουμε και φωτιά να περάσουμε τη νύχτα, αλλοιώς θα πεθάνουμε απόψε.
» Και πήγαμε και πήγαμε, μας δίνανε το χέρι τους οι δυο χωριανοί ν’ ανεβούμε στα δύσκολα μέρη και φτάσαμε καμμιά φορά ανάμεσα σε μεγάλα έλατα, φορτωμένα χιόνι ακόμα. Έκανε άγρια παγωτή και το καταλάβαμε όταν καθήσαμε λίγη ώρα και κρύωσε το κορμί μας. Οι δυο χωριανοί άρχισαν ψαχουλευτά κι εύρισκαν τα πρώτα κλωνάρια ποια ήσαν ξερά και λίγο στεγνά και τα τραβούσαν δυνατά κρακ-κρακ κόβονταν μια χαρά. Ύστερα άναψαν σπουδαία φωτιά. Συμμαζωχτήκαμε κοντά-κοντά και τα τέσσερα.
» ― Εσύ, αυτού! – κοντά στη θεια σου! – είπε ο Θανάσης στο μικρό αδερφό μας και πιάσαμε να γελάμε γιατί η θεια ήταν η νύφη μας. Τον πειράζαμε κι εμείς συνέχεια το μικρόν «εδώ εσύ κοντά στη θεια σου!» κι αυτός μούτρωνε νόμιζε ότι γελάμε τον ίδιον. Κι ο Θανάσης του αγρίευε ξανά.
» Και δώσ’ του γέλια εμείς. Ύστερα ξαφνικάμας πέρασε αυτό το γέλιο και μείναμε με την αγωνία μας. «Γελάμε!» – κάμαμε καταλαβαίνοντας τη δυστυχία μας. Ύστερα ο Θανάσης, ήταν θεόρατος, σηκώθηκε, πήγε παραπέρα και τον είδαμε, σήκωνε ψηλά τα χέρια στα έλατα, κάτι μάζευε με μεγάλες χειρονομίες και ύστερα τον ακούσαμε γρούπου-γρούπου, κάτι ροκάναγε και κάνανε τα δόντια του σα να άλεθαν τρόχαλα.
» ― Μαρίιι! – κάμαμε. ― Κρούσταλλα ροκανάει.
» Ήρθε κατόπιν κοντά στη φωτιά, έφερε ένα μάτσο κρούσταλλα στα χέρια του και ροκάνιζε συνέχεια.
» Έτσι στριμωχτά εμείς κοντά στη φωτιά περάσαμε τη νύχτα, τη μια μεριά καιγόμασταν, την άλλη παγώναμε. Είμασταν και βρεμένες. Το πρωί βγήκε ένας άρρωστος ήλιος, και τραβηχτήκαμε σ’ ένα αγνάντιο μήπως δούμε τι γίνεται. Αντίκρυ μακρυά φαινόταν η πλαγιά με τ’ αμπέλια, ο δρόμος.
» ― Χα! έκαμε ξαπετώντας ο Θανάσης ― νάτοι! Φεύγουν!
» Τους είδαμε όλοι χαρούμενοι, φεύγανε μια μακρυά σειρά στ’ αμπέλια. Από το χωριό σηκωνόταν εδώ κι εκεί καπνός. Κάτι είχαν κάψει πάλι. Αλλά τι χαιρόμασταν που φεύγανε;Ποια ήταν η τύχη του πατέρα; Ξανακρύωσε πάλι η καρδιά μας. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε, με προφύλαξη όμως πάντοτε. Κάποιον είδαμε πιο κάτω, ερχόταν σ’ ένα δρόμο. Τον γνώρισαν οι χωριανοί και του φώναξαν. Αυτός στάθηκε ξαφνιασμένος,ύστερα τεντώθηκε και φώναξε κι αυτός.
» ― Φύγανεε! Φύγανεεε!
» Όμορφα που αχολόγησε αυτό το νέο!...». ―

Ο Πατέρας θυμάται:
« ― Ζήτησα το παλτό μου από τη μάνα. Θύμωσε ο γερμανός ότι αργούσα. Μου άρπαξε το παλτό, τόψαξε και βρήκε σε μια τσέπη το κομπολόι μου. Μου το ξανάδωσε. Με ρώτησαν τότε αγριωποί:
» ― Άνω Αγόριανη, πού;
» ― Χα! – έκαμα ενθαρρυμένος, δεν είμαστε προδομένοι.
» Αλλά τι ωφελούσε; Θα μάθαιναν ποιος είμαι!
» Απόξω απ’ το εκκλησάκι έσκυψα κι έδενα τις αρβύλες μου στα ξύλα. Ακούω τότε δίπλα μου τη μεγάλη κόρη μου και μου πέταξε πνιχτά: «Πατέρα! Να τους φύγεις!».
» ― Καλό μου κορίτσι! – με κυρίεψε μαζί της ένα κύμα ευγνωμοσύνη, για το θάρρος της. Έτσι θαρραλέα ήταν πάντοτε στη σύντομη ζωή της... ώσπου να τη σκοτώσουν στο Γοργοπόταμο οι τίμιοι σύμμαχοιπου τρέχαμε να τους γλυτώσουμε...
» Ξέσκυψα απ’ τα παπούτσια και τους έδειξα το χαντάκι. Τους έκαμα με νόημα να μ’ αφήσουν να πλυθώ. Αυτοί ρίχτηκαν απάνω μου «όχι! όχι!» κάνουν άγρια. Τους είπα ότι έχει νερό εκεί.
» –«Νιξ νερό!» είπε ένας τους.
» Μ’ έβαλαν ανάμεσά τους – εφ’ ενός ζυγού αυτοί. Εφτά-οχτώ μπροστά μου, και καμμιά δεκαπενταριά από κοντά. Όπως προχωρούσαμε, λέει ένας: «μία ώρα Άνω Αγόριανη;».
» ― Όχι – τούπα – μισή! – και τούδειξα με το μισό μου δάχτυλο.
» Άλλος τότε μου είπε:
» ― Του, παρτιζάν;
» ― Εγώ παρτιζάν; – του αποκρίθηκα. ― Μάτια δεν έχω, αυτιά δεν έχω, πόδια δεν έχω, τι παρτιζάν να είμαι;
» Αυτός πιο αγριεμένα είπε: «πάρ-τι-ζάν!»
» Κι εγώ του απάντησα πάλι:
» ― Εσύ είσαι νέος, εγώ γέρος. Θα γεράσεις κι εσύ και θα σε πειράζουν άλλοι.
» Εξακολουθούσαμε να προχωράμε. Φτάσαμε στο διάσελο. Όταν είδαν το χωριό δώσανε διαταγή και σταματήσαμε. Στείλανε κάμποσους ψηλά κι άλλους χαμηλά.
» ― Α – έλεγα μέσα μου – στο χωριό δε θα βρείτε τίποτα. Το πολύ-πολύ ο Θόδωρος (έλεγα για τον Καναβίδη), αλλά είναι άξιος να σας φύγει και μέσα από τα χέρια αυτός.
» Αποθέσανε τα πράγματά τους όσοι μείνανε κι έστησαν τον ασύρματό τους. Έβγαλαν μαρμελάδα και ψωμί κι έτρωγαν και τσιγάρα κατόπιν και κάπνιζαν.Εγώ καθόμουν σε μια πέτρα και τους παρακολουθούσα. «Για να δω, τι διάθεση έχουν» – είπα και γύρεψα από έναν τους ένα τσιγάρο. Αυτός αγρίεψε με μιας:
» ― Του παρτιζάν! μπαμ-μπαμ! με φοβέριζε.
» Τούκαμα έκπληκτος κι εγώ:
» ― Μπαμ-μπαμ; Τι σας έκαμα; Γέρος είμαι, με τη φαμελιά μου μ’ ηύρατε να κοιμάμαι και με πιάσατε. Ελληνικά ξέρει από σας κανείς;
» ― Νιξ ελληνικά! – λέει τότε ένας.
» ― Χα κερατά – είπα μέσα μου – εσύ τα ξέρεις!
» Άλλος κύτταζε τα άρβυλά μου και μου λέει:
» ― Ίγγλις;
» ― Δεν ξέρω από πού είναι – είπα πάλι δυνατά. ― Καλαμπόκι έδωσα και τα πήρα.
» Τούδειξα το παντελόνι του και του ξανάπα:
» ― Το δικό σου καλό. Το δικό μου παληό. Αν μου το δώσεις θα το πάρω.
» Με το μυαλό μου ψαχνόμουν, ολόκληρος. Θυμήθηκα ολόξαφνα, ότι είχα στην τσέπη μου διάφορα χαρτιά κι ανάμεσα σ’ αυτά κι ένα γράμμα από το Μίλτο τον Παπαθανασίου κι έγραφε για γερμανούς κι άλλα τέτοια.
» Πάνω πούλεγα με αγωνία τι να κάμω με το γράμμα αυτό, είδα φέρνανε κάποιον από την καλύβα του γερο-Κώτσου.
» ― Ορέ! – είπα – κι άλλον έπιασαν!
» Κι όταν ζύγωσαν έμεινα ξερός, είδα ότι ήταν ο Καναβίδης.
» ― Ε, ορέ! – απελπίστηκα – πάει το παιδί!
» ― ...Πάω κι εγώ! – σκέφτηκα αμέσως (σίγουρα θα συνδυάζανε τις δυο περιπτώσεις).
» Ο Καναβίδης, το καϋμένο το παλληκάρι, φαινόταν ότι τον είχαν τραβήξει άγρια από τ’ αυτιά κι απ’ τα μαλλιά. Ήταν στραπατσαρισμένος και τα μάγουλά του αναμμένα απ’ τα σκαμπίλια.
» Αφήσανε κάτω μια βαλίτσα την ψάχνανε και βρήκανε μια φωτο-γραφία του Καναβίδη απάνω σε άλογο – αντάρτης. Τον ρώτησαν κι αυτόν αν είναι παρτιζάνος. Αυτός είπε:
» ― Όχι παρτιζάν! Σολντάτ, Αλβανία.
» Ύστερα τούπανε να πάει πιο πέρανα σταθεί με τις πλάτες του στους γερμανούς και οι γερμανοί κρατούσαν σηκωμένα απάνω του τ’ αυτόματά τους. Φοβήθηκα, ότι θα τον σκοτώσουν εκεί-δα. Τον κράτησαν λιγάκι έτσι κι έπειτα τον διατάξανε να σταθεί όρθιος στη μέση (αυτοί γύρω-γύρω) και να κρατάει τα χέρια του πλεγμένα στο σβέρκο του. Έπειτα του είπαν να καθήσει σε μια πέτρα, σκυμμένος και με το κεφάλι μέσα στα γόνατα. (Ψάχνανε να βρούνε σε ποια στάση θα τον σιγουρεύανε καλλίτερα).
» Ένας γερμανός με περιεργαζόταν. «Τον κερατά – αναλογίστηκα – αυτός με μελετάει...». Με είδε που τον είδα, έδειξε τον Καναβίδη και μένα, έφερε κατόπιν δίπλα-δίπλα τους δείχτες των χεριών του και μου είπε, ότι και οι δυο είμαστε παρτιζάνοι. Έκαμα κι εγώ το ίδιο με τα δάχτυλα και είπα «όχι!». Ο γερμανός επέμενε και του ξανα-είπα ότι είμαι γέρος.
» Για να δοκιμάσω αν με προσέχανε και μένα το ίδιο αυστηρά, καμώθηκα, ότι κρυώνω, χουχούληξα τα χέρια μου κι άρχισα να βηματίζω χτυπώντας κάτω τα πόδια μου. Ξεμάκρυνα έτσι καμμιά δεκαριά μέτρα και δε μούπαν τίποτα. Για να δικαιολογήσω, ότι πήγα τόσο μακρυά, στάθηκα και κατούρησα. Μου πέρασε και η σκέψη να πετάξω το γράμμα του Μίλτου. Δεν το βρήκα όμως σωστό, θα μ’ έβλεπαν.
» Γύρισα στην πέτρα που καθόμουν. Το μυαλό μου δούλευε συνέχεια για όλα. Καλά το αισθανόμουν να δουλεύει. Η θέση μου μολαυτά ήταν δεινή – ούτε τολμούσα να σκεφτώ τι θ’ απογινόμουν. Είδα ότιη πέτρα που καθόμουν είχε μια σκισμή βαθειά. Έβαλα το χέρι στην τσέπη, έβγαλα σιγά-σιγά το γράμμα (το παλτό το είχα ανάρριχτο), τόσκιζα το γράμμα κι άφινα τα κομματάκια του να πέφτουν στη σκισμή. Σκέφτηκα όμως, ότι ίσως τάβλεπαν και γι’ αυτό σηκώθηκα και κύτταξα να δω αν κρύφτηκαν καλά. Ούτε εγώ δεν τάβλεπα. Και ξανακάθησα.
» Όλη αυτή την ώρα τα βλέμματά μας με τον Καναβίδη συναντήθη-καν μια-δυο φορές. Σκέφτηκα να του κάμω νόημα να δώσει στα ποδάρια. Φοβόμουν όμως, ότι κάποιος θα μ’ έπαιρνε το μάτι του και χανόμασταν τότε και οι δυο.«Έπειτα, αλλοίμονο αν δεν τόχει και ο ίδιος με το νου του» – είπα μέσα μου.
» Κάποια στιγμή είδα που ξεσηκώθηκαν οι γερμανοί – είχε κυκλωθεί πια το χωριό. Μάζεψαν βιαστικοί τον ασύρματο κι ο αρχηγός τους είπε να δώσουν το βαρύτερο κομμάτι στον Καναβίδη και το ελαφρότερο σε μένα. Ο γερμανός όμως που είχε το κιβώτιο με κύτταξε από πάνω ως κάτω, έκαμε όχι με το κεφάλι του (ότι δε μου το δίνει δηλαδή) και το φορτώθηκε ο ίδιος (ήταν εκείνος που άμα του γύρεψα τσιγάρο μούπε μπαμ-μπαμ!). Σκέφτηκα «αν ήξερα γερμανικά, θα τούλεγα ευχαριστώ!». – Μούδωσε ένας άλλος γερμανός ένα σακκίδιο με φάρμακα και τη βαλίτσα την άδεια πούχαν φέρει μαζί με τον Καναβίδη.
» Ξεκινήσαμε για το χωριό κι αμέσως μου πέρασε απ’ το νου, ότι μοιάζω με καρπενησιώτη οφθαλμίατρο κομπογιανίτη. Βγαίναν από κει παληά κάμποσοι τέτοιοι και θυμήθηκα έναν που ερχόταν στα χωριά μας κι έλεγε στη γερο-Τομαράκαινα «βλέπεις τώρα, Βάβω;». – «Βλέπω θαμπούτσικα, παιδάκι μου» έλεγε αυτή. Τα θυμήθηκα αυτά και γελούσα μέσα μου μοναχός μου. Γελούσα κι έλεγα πάλι στον εαυτό μου, «γελάς;».
» Φτάσαμε έτσι στο χωριό και μας πήγαν στου Γιώργου του Αρβανίτη το σπίτι (απ’ τα έξη-εφτά τα άκαγα αυτό). Ανέβασαν τον Καναβίδη απάνω κι εμένα με κράτησαν απόξω, στον πάτο στη σκάλα, στον ίσκιο (είχε ήλιο κι έκανε κρύο). Κρύωσα, γιατί ήμουν ιδρωμένος κι άλλαξα θέση. Ο σκοπός μου αγρίεψε κι εγώ με νοήματα του είπα ότι κρύωνα.
» Σε κάμποση ώρα με φώναξαν κι ανέβηκα κι εγώ απάνω, με τα γένια μου, άπλυτος, αχτένιστος. Με πήγαν στο ανατολικό χαγιάτι και ο επικεφαλής γερμανός άρχισε να με ρωτάει για τον Καναβίδη, δίχως να ρωτήσει τίποτα για μένα, (μπροστά κι ο Καναβίδης και η αρρεβωνιαστικιά του). Πώς λέγεται, τι δουλειά κάνει, τι άνθρωπος είναι, αν απουσιάζει από το χωριό και τίνος είναι η καλύβα που απόξω απ’ αυτή τον έπιασαν. Απάντησα αμέσως, ότι τον λένε Θεόδωρο Αρβανίτη, ότι είναι εργατικός, καλός νέος και φρόνιμος, απ’ το χωριό δεν απουσιάζει.
» ― Ποτέ;
» ― Όχι – είπα – στις 8 με10 μέρες φεύγει από το χωριό. Για μια-δυο μέρες. Ο πατέρας του έχει γελάδια στα χειμαδιά και του πηγαίνει ψωμί.
» ― Πόσα γελάδια έχει;
» ― Δεν ξέρω.
» Αγρίεψε ο γερμανός.
» ― Πόσα έχει;
» ― Δέκα-δεκαπέντε νομίζω, αλλά δεν είμαι βέβαιος.
» ― Με όπλο τον είδες καμμιά φορά;
» ― Όχι!
» ― Να κυνηγάει;
» ― Ούτε. Μούδειξαν και το όπλο του κι ένα δίκανο (ήταν του ανηψιού μου Παν. Βακράκη). Με ρώτησαν αν γνωρίζω τίνος είναι. Είπα ότι δεν ξέρω.
» ― Πώς δεν ξέρεις; – έμπηξε τις φωνές ο γερμανός.
» ― Δεν ξέρω γιατί δεν τα ξανάδα άλλη φορά.
» ― Να κυνηγάει τον είδες καμμιά φορά; – με ξαναρώτησε.
» ― Όχι!
» ― Κυνηγούς είδες;
» ― Όχι. Κάθομαι κλεισμένος στο ξωκκλήσι, έχω κάτι βιβλία και δια-βάζω. Έχω και δυο παιδιά και τα μαθαίνω γράμματα.
» Πιο αυστηρά τότε μου λέει:
» ― Πυροβολισμούς δεν άκουσες;
» ― Πυροβολισμούς; Πολλούς! – του αποκρίθηκα.
» ― Προς ποια κατεύθυνση;
» ― Προς όλες! Αλλά περισσότερες προς τα εκεί (και τούδειξα τα Τρία Ρέματα). Έχει λαγούς και πέρδικες, ο κόσμος πεινάει και σκοτώνουν από κανένα και τρώνε.
» ― Η καλύβα που τον πιάσαμε τίνος είναι; – ρώτησε τότε ο γερμανός».
» ― Δεν ξέρω πού τον πιάσατε – αποκρίθηκα (κι αναλογιζόμουν, «κερατάδες δε θα σας τα λέω εγώ, θα μου τα λέτε εσείς!»).
» ― Πώς δεν ξέρεις;
» ― Απλούστατα εγώ κοιμόμουν με τη φαμελιά μου κι εκεί μ’ έπιασαν οι στρατιώτες σας. Με οδήγησαν σ’ ένα σημείο κι εκεί έφεραν κι αυτόν το νέο. Πώς τον πιάσαν, πού και γιατί, δεν ξέρω. Ρωτάτε και τους στρατιώτες σας.
» Μου είπε τότε ο γερμανός πού τον έπιασαν, στην καλύβα πάνω απ’ την πηγή.
» ― Αυτή η καλύβα – είπα κι εγώ – δεν είναι δική του.
» ― Τίνος είναι;
» ― Του Κώστα του Κομνά.
» ― Γιατί την έχει;
» ― Του είχαν κάψει οι ιταλοί το σπίτι, έχει κοντά κι ένα χωράφι κι έφκιασε την καλύβα του αυτού, να καλλιεργεί και το χωράφι. Αρρώστησε όμως από πνευμονία, την κλείδωσε, την έφραξε κι εγώ την ήξερα για ακατοίκητη. Πώς βρέθηκε εκεί αυτός δεν ξέρω. Ο Κ. Κομνάς είναι άρρωστος, εδώ στο χωριό ακόμα.
» (Κατάλαβα σιγά-σιγά ότι κι ο διερμηνέας με βοηθούσε, έκανε τις ερωτήσεις μ’ έναν τρόπο, να καταλαβαίνω τι ξέρανε οι γερμανοί).
» Τότε ακούω και μου λένε: «πηγαίνετε!». Ξαφνιάστηκα. «Έτσι-δα με διώχνουν!» έμεινα απορημένος. Βγήκα έξω και περίμενα, όλο περιέργεια. Αλλά πάλι έλεγα: «έννοια σου, μην παίρνεις θάρρος... τώρα θα σε ξαναφωνάξουν να σε ανακρίνουν και για τον εαυτό σου».
» Στην τσέπη μου εξακολουθούσαν νάναι σημειώσεις επίφοβες. Προσποιήθηκα λοιπόν, ότι ήθελα να πάω για την ανάγκη μου και παρακαλούσα το σκοπό με νοήματα να μου επιτρέψει. Ο σκοπός με κύτταζε σα μπούφος, δε μου έδινε απάντηση. Πήγα λοιπόν μοναχός μου στα χαλάσματα του Λαφαζάνη. Ήρθε από κοντάμου με το όπλο. Έλεγα γελώντας από μέσα μου: «Ούτε βασιληάς! Με παρουσιάστε κάνω την ανάγκη μου!». Τα χαρτιά όμως, δε μπορούσα να τα καταστρέψω.
» Ξαναγυρίσαμε και διάλεξα μια θέση να κρύβεται το δεξί μου χέρι. Τότε φέρναν συνοδεία τον αδερφό μου,άρρωστο βαρειά. Του ζήτησα καπνό κι άρχισα να σκίζω τα χαρτιά και να στρίβω τσιγάρα. Ο σκοπός δεν είπε τίποτα κι έτσι τα ξεφορτώθηκα.
» Έμεινε όμως ένας πίνακας απάνω μου, με ονόματα, χωριανούς μου που ήσαν όμηροι στους ιταλούς. Αυτό δε μπορούσε να γίνει τσιγάρο. Σκέφτηκα αν με ρωτήσουν νάλεγα, ότι είναι πίνακας ομήρων. «Κι αν τους μπει η ιδέα, ότι είναι κατάλογος αντάρτες;» – μου πέρασε ξαφνικά η άλλη σκέψη. Λοιπόν, είπα να τον εξαφανίσω κι αυτόν. Τον πήρα στο δεξί μου χέρι, το κρυμμένο, και τον έχωσα στο βάθος στη φράχτη. Δεν κρύφτηκε όμως καλά και γι’ αυτό με τρόπο τον στούπωσα παραμέσα με τη γκλίτσα μου και για να κρυφτώ έκαμα μια στιγμή «αχ μανούλα μου» στενοχωρημένος και χτύπησα μπηχτά τη γκλίτσα. Ο σκοπός γύρισε και μ’ έβλεπε με συμπάθεια...». ―

Η μάνα, στον Αϊ-Γιάννη στο μεταξύ:
« ― ...Έμεινα μοναχή, πάγωσε η ψυχή μου. Πάει τον είχα ξεγράψει τον πατέρα σας. Οι γερμανοί φεύγανε. Ερχόταν από το χωριό η Γκουμοβασίλω. Της φωνάζω:
» ― Βασίλω! Βασίλωω!
» ― Αχ! – γυρίζει και μου κάνει – τον αδερφούλη μου, γιατί δεν τον έδενες εδώ!...– και μαδιότανε.
» Είπα πάει, τον σκότωσαν. Έκαμα όμως ένα τέτοιο κουράγιο ξαφνικά που κι εγώ παραξενεύτηκα.
» ― Τον σκότωσαν; – της λέω.
» ― Όχι! Όχι! – είπε αυτή. ― Τον έχουν στου Αρβανίτη την αυλή. Βαρεί βόλτες με το κομπολόι στο χέρι.
» ― Θα τον αφήσουν; – τη ρωτάω πάλι.
» ― Δεν ξέρω.
» ― Φύγανε;
» ― Ετοιμάζονται! Ετοιμάζονται!
» Έφυγε η Βασίλω, πέρασε καμπόση ώρα. Είδα ύστερα το Λαφαζανόγιαννο.
» ― Γιάννη! – του φωνάζω αποκαμωμένη.
» ― Επ! τινάχτηκε αυτός και γύρισε.
» Πήγα πιο κοντά.
» ― Τι γίνεται; – τον ρώτησα με κρύα καρδιά, περιμένοντας πλέον το κακό.
» ― Ε, τι να γίνει – μου λέει αυτός. ― Το Νίκο τον αφήσανε.
» ― Τον αφήσανε! – πετάχτηκα. ― Γιατίιιι;
» (Πώς έγινε και τον αφήσανε ήθελα να ρωτήσω, όχι γιατί).
» ― Ε, ορέ Μάρθα – μου είπε ο άνθρωπος. ― Να το ξέρεις, σας φύλαξε ο άγιος. Ο Νίκος είναι δίκαιος και ίσιος άνθρωπος.
― . . . . . . . . . . . . . . . .». ―

Ο πατέρας:
« ― ...Περίμενα να με ξαναφωνάξουν. Όπου, βγαίνει μια στιγμή στο μπαλκόνι ένα γερμανός, δεκανέας (αυτός με είχε πιάσει στον Αϊ-Γιάννη) και κάτι είπε στο σκοπό. Τότε ο σκοπός μου λέει:
» ― Του! Παρτί! Σπίτι!
» Εγώ τάχασα και κύτταξα δίπλα μου, να μην τόλεγε σε κανέναν άλλον, τόσο παράξενο μου φάνηκε. Στο μυαλό μου άρχισα να λογαριάζω – «πώς πρέπει να φύγω; Αν πάω στο σπίτι μου, εκεί θα τρέξουν μόλις μάθουν ποιος είμαι. Λοιπόν να φύγω απ’ το χωριό. Να ζητήσω άδεια για τα φυλάκια και να φύγω... Όμως για να πάρω άδεια δε θα τους πω το όνομά μου;... Φεύγα! Φεύγα! άκουγα μια φωνή από μέσα μου και μ’ ανάγκαζε. Μην αργείς να μη γίνει κάνα μπέρδεμα!».
» Κι έτσι έφυγα. Μην πιστεύοντας αυτό το θαύμα! Χόρευε η καρδιά μου! Τράβηξα να πάω σε μια ανηψιά μου, να κρυφτώ στο κατώι τους. Πήρε το μάτι μου μαζεμένο κόσμο στην αυλή στην εκκλησιά, είχανε εκεί τους χωριανούς, οι γερμανοί. Μούλεγαν κατόπιν, έμειναν κι αυτοί μ’ ανοιχτό το στόμα που τυφλώθηκαν οι γερμανοί και μ’ άφησαν.
» ― Σ’ άφησαν, μπαρμπούλη μου! – έκαμε άναυδη κι η ανηψιά μου.
» ― Μ’ άφησαν – της είπα.
» ― Γιατί;
» ― Ρώτα τους να μάθεις!
» ― Τώρα, πού θα πας;
» Της είπα ότι πήγαινα για το κατώι τους.
» ― Όχι! Όχι! – τάχασε αυτή.
» ― Θα περάσω απ’ την πλατεία και θα κινδυνέψω – της ξανάπα.
» Έτρεξε ξετρομαγμένη κι αυτή κι είχε κι ένα μέρος δίκιο.
» ― Άει, στον κόρακα – είπα φουρκισμένος κι έφυγα.
Πέρασα στη μέση στην πλατεία, φίσκα γερμανοί και δε μ’ ενόχλησε κανείς. Πήγα στου αδερφού μου. Έμεινε σύξυλος κι αυτός.
» ― Γιατί σε άφησαν! – έκαμε.
» ― Σύρε ρώτα τους – του είπα κι αυτουνού.
Με χόρευε ο τόπος όμως, μήπως μάθουν ποιος είμαικι έρθουν τρέχοντας γυρεύοντας – στου αδερφού μου πρώτα-πρώτα θάρχονταν.
» Έφυγα λοιπόν κι είπα να πάω σ’ ένα χαντάκι με βατιές πυκνές, εκεί, μέσα να κρυφτώ. Μέναμε σ’ ένα καλύβι δίπλα στις βατιές κι αν μ’ έβρισκαν θα είχα μια δικαιολογία, ότι είχα κατεβεί για την ανάγκη μου. Στη μέση στους κήπους μας, όπως πήγαινα, συνάντησα ένα κορίτσι, γειτονοπούλα. «Και τώρα πού θα πας;». – Μου πέρασε τότε μια ιδέα γι’ αυτό το κορίτσι.«Σε σένα θα το πω – της είπα – αλλά δεν θα πεις σε κανέναν τίποτα.Πριν σου πω πού θα πάω θα σε παρακαλέσω να πάρεις το χαντάκι-χαντάκι τον ανήφορο να κυττάξεις αν είναι σκοποί στου Καναπίτσα, στη Δραγασιά, στ’ αλώνια. Να κυττάξεις όμως καλά. Θα έρθεις κατόπιν να με βρεις στο τάδε μέρος. Αυτού θα είμαι κρυμμένος».
» Πρόθυμο-καταπρόθυμο το καλό κορίτσι. «Ναι, μπάρμπα!»έκαμε ζωηρά και ξεκίνησε αμέσως. Εγώ πήγα στην κρυψώνα και περίμενα. Σε λίγο άρχισε ξαφνικά να χτυπάει η καμπάνα. «Φεύγουν!» αναπήδησα χαρούμενος. Άρχισαν να κυκλοφορούν οι χωριανοί. Ξετρύπωσα σιγά-σιγά και κύτταζα. Βγήκα ύστερα καλά από την κρυψώνα μου. Λέω τότε να τους δω που φεύγανε και τράβηξα να βγω στου Νικολέ. Η εμπροσθοφυλακή τους είχε φτάσει στο Ρηγανόρεμα στ’ αμπέλια. Καμμιά τριανταπενταριά όμως κάθονταν ακόμα στου Μπάφα τα πεζούλια. «Ορέ ακόμα εδώ είναι οι άτιμοι!» είπα και τραβήχτηκα να είμαι καλυμμένος.
» Ανηφόρισα κατόπιν προς τη Δραγασιά, αντίθετα από τους γερμα-νούς. Βρήκα εκεί δυο χωριανούς και τους είπα, ότι σκοτώθηκε η Φέγγω (μου τόχε πει η γειτονοπούλα).
» ― Τι λες μωρέ; – τινάχτηκαν αυτοί – βρε τη δόλια τη γυναίκα!
» Κι εκείνη τη στιγμή να, φάνηκε ο άντρας της ο Βασίλης ο Βελέντζας.
» ― Εγώ φεύγω – είπα – νυχτώνει κι έχω να πάω στον Αϊ-Γιάννη να δω τι έγινε η φαμελιά μου. Εσείς πέστε στο Βασίλη τι τον βρήκε...
» Έφυγα βιαστικός και χαρούμενος ότι θα βρω τη φαμελιά μου, να χαρούμε όλοι για τη σωτηρία μου.
» Νύχτωσε ώσπου να φτάσω. Βρήκα μόνο το μικρό μου το κορίτσι και τη γυναίκα μου. Πετάχτηκαν απάνω ξεφωνίζοντας. Νόμισαν πως είμαι το φάντασμά μου στην αρχή. Το μικρό έκλαιγε κρεμασμένο απάνω μου. «Σ’ αφήσανε;– μούπε κι η γυναίκα μου. ― Γιατί;». Κι αμέσως άρχισε να κακοπαθιέται για τ’ άλλα παιδιά.
» ― Αχ παιδάκια μου! Δε σας έβαζα γιορντάνι στο λαιμό μου που σας άφησα να σας σκοτώσουν οι γερμανοί;
» ― Πού έμαθες, μωρέ, ότι τα σκότωσαν!
» ― Τα σκότωσαν!
» ― Από πού κάμανε όταν φύγανε;
» Μούπε ότι κάμανε προς τα ρέματα.
» ― Άκουσες τουφεκιές εκεί;
» ― Όχι.
» ― Εμ, πώς τα σκότωσαν τότε; Άει ησύχασε, δεν πάθανε τίποτα τα παιδιά. Κάπου θάναι, θα περάσουν τη νύχτα και θαρθούν.
» Τίποτα αυτή.
» ― Όχι – μούλεγε – σήκω να πας για τα παιδιά. Σήκω!
» Ήρθε ο ανηψιός μας ο Παναγιώτης. Μας είπε πώς τους ξέφυγε μες απ’ τα χέρια. Μπράβο η ψυχραιμία του, αυτό το παιδί!
» Η γυναίκα μου όμως, δε με άφινε να κουβεντιάσουμε. Είπα τότε στον ανηψιό μου:
» ― Έβγα, μωρέ Παναγιώτη, ως το καραούλι στον Κιτιό και μπήξε μια φωνή, αλλά να φωνάζεις γυναίκες, όχι αντρικό όνομα.
» Πήγε και σε κάμποση ώρα γύρισε χωρίς τίποτα. Τόσο ήθελε η γυ-ναίκα μου. Σηκώθηκα και πήγα σ’ όλες τις καλύβες γύρω ρωτώντας αν γυρίσαν όλοι ή λείπει κανείς από τις άλλες φαμελιές. Έλειπε ο ΘανάσηςΜούκας. Δεν ήξερε κανένας γι’ αυτόν. Είπα τότε, ο Θανάσης ξέρει απ’ αυτά και χωρίς άλλο μαζί του είναι τα παιδιά. Γύρισα στο εξωκκλήσι να ησυχάσω, αλλά μαρτύρησα ως το πρωί με τη γυναίκα μου. Έφεξε καμμιά φορά και ξεκίνησα. Πέρασα στις Μαλλιαρόραχες κι άρχισα να φωνάζω μ’ όλη μου τη δύναμη. «Έ-ιιι!» ακούω ξαφνιασμένος μια χαρούμενη απόκριση εδώ κι εκεί στα τριάντα μέτρα. Τόκαναν επίτηδες να με ξαφνιάσουν. Χίμηξα εκεί. Ήσαν τα παιδιά μου. Τα πήρα στην αγκαλιά μου. Η νύφη μου, έκλαιγε μαζί με τ’ άλλα και με ρώτησε κι αυτή:«γιατί σ’ άφησαν πατέρα;».
» Γυρίσαμε στο εκκλησάκι. Μαζέψαμε δίχως καθυστέρηση τα πράγματά μας, καθαρίσαμε την εκκλησιά, βάλαμε και λουλούδια στις εικόνες και φύγαμε στην άλλη την πλαγιά, στη Φουρνού κι εκεί τακτοποιηθήκαμε πλέον.
» Σα να τόξερα. Σε δυο μέρες φτάσανε ξανά 15 γερμανοί στο χωριό. Είχαν μάθει στο Δαδί ποιος ήμουν. Πήρανε λοιπόν απ’ το χωριό το Γ. Αρβανίτη οδηγό και πήγαν στον Αϊ-Γιάννη. Βρήκανε τον τόπο άδειον.
» Είχα ετοιμαστεί – αν μάθαιναν ποιος είμαι – να τους πω ότι δουλειά μου ήταν να κρυφτώ. Αφού το μάθατε σας λέω ότι είμαι περήφανος για τα παιδιά μου. Κάνουν ό,τι θα κάνατε κι εσείς αν η πατρίδα σας ήταν υπόδουλη. Τώρα κάμετε κι εσείς ό,τι καταλαβαίνετε!
» Δεν μπορώ ακόμα να εξηγήσω την τύχη μου. Ρώτησα τότε τον πρόεδρο, αν τον ρώτησαν για μένα και μούπε ναι και τους είπε τ’ όνομά μου. Τον ξαναρώτησα αργότερα και μούπε, ότι δεν τους είπε. Ρώτησα και το Γ. Αρβανίτη και μούπε, ότι τους απάντησε ότι είμαι ένας συνταξιούχος δάσκαλος και κάθομαι με την οικογένειά μου...». ―

Και για τα μικρά, να πώς τέλειωσε η περιπέτεια:
« ― Κατεβαίνοντας όλο ζυγώναμε στον Αϊ-Γιάννη. Ακούμε τότε μια φωνή σαν καμπάνα, αχολόγησε όλος ο λόγγος. Φώναζαν ένα όνομα από μας. Κοκκαλώσαμε λαχταρισμένα και τα τέσσερα – αυτή η φωνή! Μείναμε κρατώντας την ανάσα μας. Και η φωνή ξανακούστηκε.
»― Ο πατέρας! Ο πατέρας! – είπαμε.
» Αρχίσαμε να κλαίμε όλα μαζί και να του φωνάζουμε κι εμείς. Κλαίγαμε και πήραμε δρόμο τρέχοντας και δε βλέπαμε από τα δάκρυα και σκοντάφταμε να σκοτωθούμε κι όλο κλαίγαμε και γελάγαμε. Φτάσαμε και πέσαμε όλα στην αγκαλιά του. Κλαίγαμε κι εμείς, έκλαιγε κι αυτός. Φάνηκε από το εκκλησάκι κλαίγοντας και η μάνα. Μας είχε για χαμένα. Όλους μάς είχε για χαμένους και τώρα μας ξανάβρισκε όλους. Κάθησε κάτω, έκλαιγε συνέχεια και σκούπιζε τα μάτια της με τη σκέπη της». ―

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Γ΄

Στην φωτογραφία:
Η ανατολική πλευρά της Αγόριανης, με τις πλαγιές που βρίσκεται το ξωκλήσσι του Άι-Γιάννη.


Δημήτρης Ν. Δημητρίου - Νικηφόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου