όποιον φαντασιώνεται ως εχθρό της», σημειώνουν η οικογένεια και οι φίλοι του Παύλου".
«Καλούμε όποιον νιώθει την ευθύνη να σταθεί μαζί μας και απέναντί τους»: η οικογένεια και οι φίλοι του, πέντε χρόνια από εκείνη τη νύχτα που «ο Παύλος στάθηκε όρθιος και κοίταξε “το Τέρας” στα μάτια», όπως γράφουν, καλούν το Σάββατο στη συναυλία στον νέο χώρο των Λιπασμάτων του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας και την Τρίτη στην αντιφασιστική πορεία από το Κερατσίνι προς τα γραφεία των νεοναζί στον Πειραιά.
Η πορεία έχει ιδιαίτερο πολιτικό βάρος αφού, όπως τονίζει η οικογένεια Φύσσα, «η κοινωνία του Πειραιά, του Κερατσινίου, της Νίκαιας, του Κορυδαλλού, του Περάματος λειτούργησε και λειτουργεί σαν δοκιμαστικός σωλήνας για το πείραμα του μοντέρνου εκφασισμού από τους νεοναζί και τους υποστηρικτές τους, που πλέον εστίασαν όλες τους τις δυνάμεις για να κρατηθούν τόσο στον δρόμο όσο και εκλογικά».
Ο Πειραιάς όμως αποτελεί το τελευταίο τους προπύργιο: «Είναι μια τοπική που στεγάζει τον διαλυμένο πυρήνα της Νίκαιας, που δολοφόνησε τον Παύλο εκείνο το βράδυ, αλλά και των γύρω περιοχών που στερούνται γραφείων. Σήμερα είναι για εμάς μια ευκαιρία να τους υπενθυμίσουμε την αυτονόητη θέση μας: ότι θα παλέψουμε ώς το τέλος για να μην παραδοθεί η γειτονιά του Παύλου στους δολοφόνους του. Δεν θα τους επιτρέψουμε να αλωνίζουν στις γειτονιές που μεγαλώνουν τα παιδιά μας, ποτίζοντας την ψυχή τους με τυφλό μίσος. Η καταδίκη των νεοναζί στον δρόμο πρέπει να υποδεχτεί την τυπική καταδίκη από τη δικαιοσύνη, που οφείλει να είναι βαριά και συνολική».
«Το κράτος και οι κυβερνήσεις, αφού επί δεκαετίες εξέθρεψαν τη Χ.Α., τώρα της επιτρέπουν να λειτουργεί απροκάλυπτα ως μήτρα των ακροδεξιών ομάδων, πράγμα που φαίνεται να βολεύει εκτός από τους φασίστες και την αστυνομία. Παρ’ όλα αυτά, έρχονται συνεχώς αντιμέτωποι με τις οργανωμένες αντιφασιστικές δυνάμεις στις γειτονιές, που δεν τους επιτρέπουν να διεκδικούν δημόσιο χώρο και λόγο», σημειώνουν και η οικογένεια και οι φίλοι του Φύσσα, υπογραμμίζοντας την αποφασιστικής σημασίας απάντηση που δίνεται σε κάθε γειτονιά απέναντι στη φασιστική βία.
Ο Γιάννης ήταν αδερφικός φίλος του Φύσσα. Αυτές τις μέρες, όπως όλοι οι φίλοι και η οικογένειά του Παύλου, εργάζονται ακατάπαυστα για τη συναυλία και την αντιφασιστική πορεία.
"ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΩ. ΣΙΓΑ ΜΗ ΦΟΒΗΘΩ".
Ο 34χρονος Killah P, ή κατά κόσμον Παύλος Φύσσας, που δολοφονήθηκε τα ξημερώματα στην Αμφιάλη, είχε τραγουδήσει ένα τραγούδι του Γιάννη Αγγελάκα με το δικό του τρόπο ένα τραγούδι «Σιγά μη κλάψω». Λέει σ' ένα σημείο το τραγούδι: "Κι όσοι μ' απείλησαν με πίσω μαχαιριές, πρέπει να ξέρουν, τους περιμένω...σιγά μη φοβηθώ"...
Τα περισσότερα γραφεία της Χρυσής Αυγής ανά την επικράτεια είναι κλειστά εξαιτίας της δράσης των αντιφασιστών και υπό το βάρος των αποκαλύψεων στο δικαστήριο.
Ο Πειραιάς όμως αποτελεί το τελευταίο τους προπύργιο: «Είναι μια τοπική που στεγάζει τον διαλυμένο πυρήνα της Νίκαιας, που δολοφόνησε τον Παύλο εκείνο το βράδυ, αλλά και των γύρω περιοχών που στερούνται γραφείων. Σήμερα είναι για εμάς μια ευκαιρία να τους υπενθυμίσουμε την αυτονόητη θέση μας: ότι θα παλέψουμε ώς το τέλος για να μην παραδοθεί η γειτονιά του Παύλου στους δολοφόνους του. Δεν θα τους επιτρέψουμε να αλωνίζουν στις γειτονιές που μεγαλώνουν τα παιδιά μας, ποτίζοντας την ψυχή τους με τυφλό μίσος. Η καταδίκη των νεοναζί στον δρόμο πρέπει να υποδεχτεί την τυπική καταδίκη από τη δικαιοσύνη, που οφείλει να είναι βαριά και συνολική».
Στη Β’ Πειραιά
«Το κράτος και οι κυβερνήσεις, αφού επί δεκαετίες εξέθρεψαν τη Χ.Α., τώρα της επιτρέπουν να λειτουργεί απροκάλυπτα ως μήτρα των ακροδεξιών ομάδων, πράγμα που φαίνεται να βολεύει εκτός από τους φασίστες και την αστυνομία. Παρ’ όλα αυτά, έρχονται συνεχώς αντιμέτωποι με τις οργανωμένες αντιφασιστικές δυνάμεις στις γειτονιές, που δεν τους επιτρέπουν να διεκδικούν δημόσιο χώρο και λόγο», σημειώνουν και η οικογένεια και οι φίλοι του Φύσσα, υπογραμμίζοντας την αποφασιστικής σημασίας απάντηση που δίνεται σε κάθε γειτονιά απέναντι στη φασιστική βία.
Ο Γιάννης ήταν αδερφικός φίλος του Φύσσα. Αυτές τις μέρες, όπως όλοι οι φίλοι και η οικογένειά του Παύλου, εργάζονται ακατάπαυστα για τη συναυλία και την αντιφασιστική πορεία.
Πώς είναι τα πράγματα στις γειτονιές του Παύλου, πέντε χρόνια μετά την άνανδρη και στυγερή δολοφονία του από τους νεοναζί, ρωτήσαμε τον Γιάννη.
«Οι φασίστες ήθελαν να αποκτήσουν κοινωνική γείωση στις γειτονιές πολύ καιρό πριν από τη δολοφονία του Παύλου. Εδώ, στη Β’ Πειραιά, ζουν άνθρωποι που το κράτος τούς έχει εγκαταλείψει τα χρόνια της κρίσης και πίστεψαν στο τάχα κοινωνικό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής. Αγνοούσαν τον πραγματικό χαρακτήρα της εγκληματικής οργάνωσης, νόμιζαν ότι πρόκειται για ένα αντισυστημικό κόμμα. Με τη δολοφονία του Παύλου έπεσε φως παντού, μαθεύτηκαν όλα, δεν υπήρχε πια καμία δικαιολογία για κανέναν. Ολοι έπρεπε να πάρουν θέση: ή με τον θύτη ή με το θύμα. Τώρα πια τα πράγματα έχουν αλλάξει σε σχέση με το 2013: η Χρυσή Αυγή δεν έχει πια την απήχηση που είχε, τα ποσοστά της έχουν πέσει. Εχει συμβάλει σε αυτό η δίκη με τα όσα αποκαλύφθηκαν εκεί. Οι γειτονιές μας οχυρώθηκαν αντιφασιστικά και πολύς κόσμος μπήκε στο κίνημα. Στον Πειραιά βοηθά η ύπαρξη της Φαβέλας».
Η πορεία στον τόπο όπου δολοφονήθηκε ο Παύλος έχει για τους ανθρώπους της περιοχής πολύ μεγάλο νόημα. «Τους αγγίζει όλους, από τον μεγαλύτερο μέχρι τον μικρότερο, από πιτσιρίκια μέχρι παππούδες που βγαίνουν στα μπαλκόνια και μαμάδες με τα μωρά τους», μας λέει ο Γιάννης. «Αυτές τις μέρες πάμε να αποδείξουμε στο Τέρας πως όχι μόνο δεν φοβόμαστε, αλλά αυτό πρέπει να μας φοβάται».
ΠΗΓΗ. efsyn.gr
ΦΩΤΟ. Διαδίκτυο
"ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΩ. ΣΙΓΑ ΜΗ ΦΟΒΗΘΩ".
Έγινε ο κόσμος μια μεγάλη φυλακή
κι εγώ ψάχνω έναν τρόπο τα δεσμά να σπάσω.
Έχω ένα μέρος που με περιμένει εκεί,
σε μια πολύ ψηλή κορφή πρέπει να φτάσω.
Γι’ αυτό απλώνω ξανά πολύ ψηλά τα δυο μου χέρια,
για να κλέψω λίγο φως από τα λαμπερά αστέρια.
Δεν αντέχω εδώ κάτω και κοντεύει να με πνίξει
των ανθρώπων η μιζέρια τόσο, όσο κι η θλίψη.
Δεν αντέχω άλλο κι όλοι αυτοί δε μου ταιριάξαν,
πήρα τ'άλλο μονοπάτι κι όχι αυτό που μου χαράξαν.
Ήταν δύσβατο, σκληρό και με παγίδες πολλές,
αγάπες σκάρτες και φίλοι φαρμακερές οχιές.
Είχε τέρατα με παράξενες στολές
που παραμονεύαν πάντοτε κρυφά μεσ’ στις σκιές,
Μην κοντοσταθείς αν πρόκειται ν’ ακολουθήσεις,
τα δόντια σφίξε γερά και μη δακρύσεις.
Εγώ το πήγα και το έφτασα στο τέρμα
κι όπως γράφουν στα βιβλία οι παλιοί σοφοί,
όταν θα φτάσει ο ήλιος στο τελευταίο γέρμα,
θα βάλουνε φωτιά από ψηλά οι αετοί.
Για όσους με πρόδωσαν με πίσω μαχαιριές, θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μην κλάψω.
Και για αυτές τις αγάπες τις παλιές, θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μην κλάψω.
Κι όσοι μ’ απείλησαν με πύρινα δεσμά, θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μη φοβηθώ.
Να'ρθούνε να με βρουν στην κορυφή ψηλά, τους περιμένω και
σιγά μη φοβηθώ.
Μου είπαν να μην κάνω όνειρα τρελά,
να μην τολμήσω να κοιτάξω τα αστέρια,
μα εγώ ποτέ μου δεν τους πήρα σοβαρά,
πήρα τον κόσμο ολόκληρο στα δυο μου χέρια.
Θέλουνε τώρα να μου φτιάξουν μια φωλιά,
που εκεί πάνω της το φόβο, την ασχήμια
κι ένα κλάμα γοερό και μια αλυσίδα βαριά,
κουβαλάει την κατάρα των θεών και τη βλασφήμια.
Δε θα δακρύσω μια και δε θα φοβηθώ.
Δε θα αφήσω να μου κλέψουν τα όνειρα μου,
ελεύθερα, ψηλά, πολύ ψηλά πετώ
κι όλοι ζηλεύουν τα περήφανα κι αδέσμευτα φτερά μου.
Και περιμένω κι άλλα αδέρφια για να `ρθουν
σ’ αυτήν την κορυφή που όλους περιμένει,
αρκεί να μη δακρύσουν και να μη φοβηθούν
σ’ αυτήν την έξυπνη απάτη, την καλοστημένη.
Έχω ένα μέρος που με περιμένει εκεί,
σε μια πολύ ψηλή κορφή πρέπει να φτάσω.
Γι’ αυτό απλώνω ξανά πολύ ψηλά τα δυο μου χέρια,
για να κλέψω λίγο φως από τα λαμπερά αστέρια.
Δεν αντέχω εδώ κάτω και κοντεύει να με πνίξει
των ανθρώπων η μιζέρια τόσο, όσο κι η θλίψη.
Δεν αντέχω άλλο κι όλοι αυτοί δε μου ταιριάξαν,
πήρα τ'άλλο μονοπάτι κι όχι αυτό που μου χαράξαν.
Ήταν δύσβατο, σκληρό και με παγίδες πολλές,
αγάπες σκάρτες και φίλοι φαρμακερές οχιές.
Είχε τέρατα με παράξενες στολές
που παραμονεύαν πάντοτε κρυφά μεσ’ στις σκιές,
Μην κοντοσταθείς αν πρόκειται ν’ ακολουθήσεις,
τα δόντια σφίξε γερά και μη δακρύσεις.
Εγώ το πήγα και το έφτασα στο τέρμα
κι όπως γράφουν στα βιβλία οι παλιοί σοφοί,
όταν θα φτάσει ο ήλιος στο τελευταίο γέρμα,
θα βάλουνε φωτιά από ψηλά οι αετοί.
Για όσους με πρόδωσαν με πίσω μαχαιριές, θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μην κλάψω.
Και για αυτές τις αγάπες τις παλιές, θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μην κλάψω.
Κι όσοι μ’ απείλησαν με πύρινα δεσμά, θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μη φοβηθώ.
Να'ρθούνε να με βρουν στην κορυφή ψηλά, τους περιμένω και
σιγά μη φοβηθώ.
Μου είπαν να μην κάνω όνειρα τρελά,
να μην τολμήσω να κοιτάξω τα αστέρια,
μα εγώ ποτέ μου δεν τους πήρα σοβαρά,
πήρα τον κόσμο ολόκληρο στα δυο μου χέρια.
Θέλουνε τώρα να μου φτιάξουν μια φωλιά,
που εκεί πάνω της το φόβο, την ασχήμια
κι ένα κλάμα γοερό και μια αλυσίδα βαριά,
κουβαλάει την κατάρα των θεών και τη βλασφήμια.
Δε θα δακρύσω μια και δε θα φοβηθώ.
Δε θα αφήσω να μου κλέψουν τα όνειρα μου,
ελεύθερα, ψηλά, πολύ ψηλά πετώ
κι όλοι ζηλεύουν τα περήφανα κι αδέσμευτα φτερά μου.
Και περιμένω κι άλλα αδέρφια για να `ρθουν
σ’ αυτήν την κορυφή που όλους περιμένει,
αρκεί να μη δακρύσουν και να μη φοβηθούν
σ’ αυτήν την έξυπνη απάτη, την καλοστημένη.
https://www.youtube.com/watch?v=ysUemTTDLWE
ΑπάντησηΔιαγραφήΤου Αδόλφου τα εγγόνια, η σαβούρα του ντουνιά,
κάνουνε πως δε θυμούνται του παππού τους τον νταλκά.
Του ’45 Απρίλης κι ο Αδόλφος με λυγμό:
«Ρε τι μου `κανε ο Στάλιν με τον Κόκκινο Στρατό,
το σφυρί έχω στο κεφάλι, το δρεπάνι στο λαιμό».
«Τσάμπα οι αστοί με σπρώχναν, να τους σβήσω τον καημό
και μπελάδες θα `χουν πάλι, με το Γεωργιανό».
Κι όλο έσκουζε ο Αδόλφος, μες στου Απρίλη τις φωτιές:
«Μες στο Βερολίνο μπαίνουν, μπαίνουν οι κομμουνιστές
και οι άριοι λακίζουν, αντιλόπες παρδαλές. Ωχ, Εύα μου».
Του Αδόλφου τα εγγόνια, τούτη η βρωμα του καιρού,
κάνουνε πως δε θυμούνται ποιοι του δείξαν του παππού.
Κι οι αστοί που εξουσιάζουν και τη βρωμα συντηρούν,
για την κόκκινη σημαία πα’ στο Ράιχσταγκ δε μιλούν
και ας δάγκωνε ο Αδόλφος το μουστάκι το κοντό
κι ας του φώναζε ο Γκαίρινγκ, «πα’ να φύγουμε από δω»
και ας έσκουζε ο φύρερ απ’ της Μπράουν την ποδιά:
«Ε ρε φάπα που θα πέσει απ’ του Ζούκοφ τα παιδιά».
Του Αδόλφου τα εγγόνια, η σαπίλα του ντουνιά,
ξαναμπήκαν στη μαρκίζα στων αστών τον τσαμπουκά.
Η εξουσία των λεφτάδων, δίχως τα φτιασίδια της,
πότε χίτης κι ασφαλίτης, πότε ταγματασφαλίτης,
πότε γερμανοτσολιάς, χρυσαυγίτης φωνακλάς.
Μα το δείχνει η ιστορία, σαν θελήσει ο λαός
και το φίδι το τσακίζει κι όσους κλώσησαν τ’ αυγό.
Κι όλο έσκουζε ο Αδόλφος και οι άριοι λαγοί
που τους κλείσανε το σπίτι του Βλαδίμηρου οι γιοι.
Και ξανά θα τους το κλείσουν κι ας λυσσάνε οι αστοί.
ΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΒΑΘΙΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΤΟΝ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΣΑΚΙΣΕ ΤΟΝ...
https://www.youtube.com/watch?v=ceQIwMw7YKI
Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον
καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει.
Τι κρύβει μέσ’ στα δόντια του το ξέρω,
καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.
Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
και χάνονται βαθιά στα περασμένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν,
μα όχι και το μίσος του για μένα.
Το φασισμό βαθιά καταλαβέ τον.
Δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.
Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι,
το κουρασμένο βήμα του το ξέρω
και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει.
Μα πάλι θέ ν’ απλώσει σαν χολέρα
πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου,
και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.