Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Παρασκευή 26 Απριλίου σήμερα . .....

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

ΠΑΡΤΥ ΓΕΝΝΕΘΛΙΩΝ μνήμη Γ.Ε.Γεωργούση.


Ονομάζομαι Γιεφτάσι Γκεόργκεβιτς!
Απόψε έχω Γεννέθλια.
Ανηφορίζω προς το σπίτι για την γιορτή.
Αν μπω έτσι θα με καταλάβουν όλοι.
Φορώ το προσωπείο......

Τα κλαδιά από τα έλατα,
φαίνονται τώρα πιο πυκνά και νέα.
Ξεριζώνω δύο απ τον κορμό
και τα μπήγω βαθιά στις πλάτες μου για φτερά.
Το 'να τρυπάει την καρδιά,
και τ' άλλο το πλεμόνι.
Βγαίνουν μπροστά. Φτιάχνουν σταυρό
π
ου κρέμεται στο στήθος.
Είναι χρυσός? Βαφτιστικός?
Ή ξύλινος σε τάφο?

Το γιορτινό τραπέζι έτοιμο.
Όλα στην θέση τους.
Τα χάρτινα καπελάκια
τα κόκκινα πλαστικά ποτηράκια
το καλό τραπεζομάντηλο.
Τα φωτάκια στο έλατο αφημένα ακόμα απ' τα χριστούγεννα.
Απο πάντα ίσως.
Μυρίζει το zipέλαιο.
Τριγύρω μου οι παιδικοί μου φίλοι.
Αντάρτες του βουνού με τις βαριές τους κάπες.
Καπεταναίοι στ' ανοιχτά, βράδυ, ξαστεριά
με ανοιγμένα τα πανιά
κι ένα ποτό στο χέρι
χαζεύουν ευτυχείς τον Γαλαξία.

Μετράω τα κεράκια. 6. 36.
77. 436. 82. 39.
Παίρνω βαθειά ανάσα
μεμιάς για να τα σβήσω.
Πίσω μου καλά κρυμμένος,
φυσάει ο Γρέγος δυνατός.
Σβήνει εκείνος τα κεριά.
Αυτός τα είχε ανάψει.

Καλώ ξανά το νούμερο,
π
ιο σίγουρος τώρα.
Πατώ τα πλήκτρα σιγά- σιγά,
ένα- ένα με τον δείκτη μου.
Σαν να δείχνω σε κάποιον, 
σε ποιό ακριβώς σημείο βρίσκεται 
εφτά φορές το θαύμα.
Φορώ το στηθοσκόπιο στ' αυτιά
ν' ακούσω από τα μέσα.
Κρατάω την ανάσα μου 
π
ροβάροντας την αιώνια άπνοια.
Και η γραμμή ανοίγει:

[“
Ίσως προδόθηκα μοναχός μου,
ψιθύρισα μεσ' απ' τα δόντια μου.
Ανώφελο ν' αλλάξω την προσωπίδα,
αφού έτσι κι' αλλιώς τα ίδια θα λέω πάλι.
Τώρα θα εγερθεί
και θα με αναγνωρίσει.

Μίλα πιο δυνατά, 
είπε τότε η σκιά εκείνου.
Να καλύπτει η φωνή σου τους άλλους ήχους
να μην ακούγεται ο άνεμος, το ποτάμι,
να μην ακούγεται μήτε ο θόρυβος απ' τα φτερά μου
μήτε η σάλπιγγα - προπαντός η σάλπιγγα
π
οιός ξέρει για που θα μας ξεσηκώσει.
Αν την ακούσεις, μη φύγεις πριν από μένα.

Γιεφτάσι Γκεόργκεβιτς,
φώναξα τότε ξεθαρρεμένος.
Εσύ ήσουν πριν από μένα και τώρα είσαι πάλι μετά.
Φτάνει πια αυτή η μεταμφίεση. Τι τα θες τα φτερά?
Έτσι δεν θα σ' αναγνωρίσει το μέλλον
μπορεί μήτε και ο θάνατος.

Τα λάθη τ' ουρανού με προστατεύουν,
έκαμε ήσυχα εκείνος
Αξίζει ο καθένας μας για ότι επεθύμησε.
Το παρόν δεν έχει προσωπεία, μόνον πρόσωπα.
Για τους άλλους, εμείς είμαστε ο χρόνος.
Έτσι είπε. Και χάθηκε σ' ελληνικό σκοτάδι.
Και πια δεν ξανακούστηκε μιλιά. Από κανέναν.
Με σκιάζουν οι νεκροί. Έχουν πάντοτε άλλοθι.
[...]
Βουίζει, βουίζει
ένας χιονιάς κατεβατός, γιατί πονάς δεν ξέρει
άγγελος μαυροφτέρουγος σ' άσπρο μαρμαροβούνι
π
ατάει πέτρα ριζιμιά, νάρκη, και σκάει με κρότο
η πέτρα να 'ν' της ξενιτιάς κι η λάμψη απ' τα κάτω
ξηλώνει ο αέρας λάβαρα, σηκώνει ο κόσμος σκιάχτρα
δεν το 'χω για τον χαλασμό μον' το 'χω για το πείσμα.
Πες μου, αν γίνω αντίλαλος, θα μοιάσω της φωνής μου?]

Γεώργιος Ε. Γεωργούσης 
( άσμα 22-23, Η σαρκοφάγος του Ήλιου, 2015)

Κατεβάζω το ακουστικό.
Μένω να κοιτάω γύρω μου.
Έτσι θα μιλάμε λοιπόν τώρα Επικούριε?

Καλώς.
Καλώς.
Ας είναι.
Ας καθήσουμε στον κήπο
ήσυχοι και χαμογελαστοί.

Έβγαλα τα φτερά απ' τις πλάτες,
τα κάρφωσα λάβαρα στο χώμα.
Όταν έχει δυνατή φεγγαράδα
να κοιτάς που δείχνουν οι σκιές τους.
Μόνο που
οι φωτογραφίες που βάζετε διαρκώς μπροστά μου
με κούρασαν.
Πετάξτε τες...κάψτε τες... 
κλάψτε μπροστά τους.
Κάντε ότι νομίζετε...
Δεν μου καίγεται καρφάκι!
Μου αρκεί ένα μεσημεριανό λιοπύρι.

Άλλωστε εγώ, έχω κρατήσει τις ακτινογραφίες.
Τις σηκώνω ψηλά στο φως,
και βλέπω τα οστά κατευθείαν.
Κατάλευκα. 
Σαν το χιόνι που τα σκεπάζει.
Τέμνω με την πλάκα τον ουρανό σε κομμάτια
ως νέος γεωμέτρης
μιμούμενος την αρχαία κίνηση
και κάνω πως τάχα καταλαβαίνω.
Όπως παιδί στο ιατρείο,
ή όπως με το ποίημα.
Τον ήλιο φέρνω πίσω της.
Ιδού η σαρκοφάγος.

Τώρα κι' αν βλέπω την σκιά
μαντεύω και το φως της.
Ακτίνα γίνομαι και 'γω
και διαπερνώ τον κόσμο.

Θα επιστρέψω με το σκάφος όμως.
Ν' ανοίξω έστω τα πανιά,
φτερά μήπως λογιούνται?
Πρώτα θα χαράξω τάχα πορεία
με τον παλιό ξύλινο χάρακα
ή με τις πέτρες του κήπου.
Πιάνω να λύσω τις πρυμάτσες
όπως περίπου δένω τα ποιήματα.
Τελευταία θ' αφήσω την σοφράνο.
Πάντα τελευταία η σοφράνο!
Άμα λυθεί,
είσαι μόνος.
Εσύ μην αναστατωθείς.
Μον' όπως είσαι στον βυθό
λυσ' το πλωριό ρεμέτζο.
Θα δείξει η πλώρη κατα κει
π
ρος που φυσάει ο αέρας.
Λυσ' το εσύ απ' τον βυθό.
Εγώ το παίρνω πάνω.

Απόψε μιλάω δυνατά!
Θεριό ωρέ με γέννησε!
Μεσ' τα βουνά! Στα χιόνια!
Βαφτήκαν κόκκινα
ζεστά απ το αίμα μου
κι' αχνίζαν στην λιακάδα.
Οι θάλασσες του κόσμου σηκώθηκαν
με τα ποτάμια στα μαλλιά για κοτσιδάκια
κι ήρθαν για πρώτο δάκρυ μου.
Πατώ, και τρέμει η γη.
Μ' ένα μου νεύμα ορίζω τους ανέμους.
Ακτίνα γίνομαι μεμιάς
και διαπερνώ τον Κόσμο.

Απόψε μιλάω δυνατά.
Απόψε έχω Γεννέθλια.
Ονομάζομαι Γιεφτάσι Γκεόργκεβιτς.


Ευστάθιος Γ. Γεωργούσης, 16.01.2019, ανέκδοτο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου