Γεννήθηκα στα μέσα τούτου του αιώνα, πού μερικές φορές μού φαίνεται μια στιγμή.
Όσο γερνάω, τά χρόνια περνούν όλο και πιο γρήγορα.....
Όταν μιλώ για τά γεγονότα της νεότητάς μου πού μού φαίνονται ακόμη κοντινά, αναγκάζομαι να λέω:
«΄Ηταν εδώ και σαράντα - πενήντα χρόνια >>
Άλλες φορές η ζωή μού φαίνεται μεγάλη.
Αύτό το παιδί, αύτός ο νέος πού έκανε αύτό, πού έκανε εκείνο, μού φαίνεται σαν να μην ήμουν εγώ.
Το περασμένο καλοκαίρι βρισκόμουν σε κάποιο νησί και πήγα σε μια ταβέρνα πού σύχναζα όταν δούλευα εκεί πρίν σαράντα χρόνια.
Το αφεντικό είχε πεθάνει, αλλά η γυναίκα του με αναγνώρισε αμέσως. Με χαιρέτησε και με έβαλε να κάτσω.
Είχα την εντύπωση ότι είχα φάει εκεί μόλις πρίν από λίγες μέρες. Ο χρόνος δεν είναι πάντα ο ίδιος.
Δεν είναι πάντα αρνητικός, πολλές φορές στέκεται το ίδιο ισχυρός στις θύμησες πού τρομάζουμε για ότι ζήσαμε.
Ίσως τότε πού τά ζήσαμε να μας φαίνονταν εφήμερα, συνηθισμένα, βαρετά.
Τώρα ‘όμως?
‘Εγώ νομίζω πολλές φορές πώς τά ζώ τώρα και πέρασαν.
Όταν ημασταν νέοι, ο έρωτας μας φαινόταν ένα αίσθημα παντοδύναμο, ικανό να μεταμορφώσει μια ζωή.
Ο σεξουαλικός πόθος ήταν αναπόσπαστο στοιχείο του, αλλά συνοδευόταν από ένα αίσθημα προσέγγισης κατάκτησης και αμοιβαιότητας πού θα μπορούσε να μας υψώσει πάνω από την καθημερινότητα και να μας κάνει ικανούς για μεγάλα πράγματα.
Ρώτησαν κάποτε ένα φιλόσοφο:
Τι ελπίδες στηρίζετε στον έρωτα ?
Κι αυτός απάντησε.
¨Ολες μου τις ελπίδες « Αν αγαπώ >>
<<Αν δεν αγαπώ καμμία >>
Το να αγαπάμε είναι αναγκαίο στη ζωή, σε κάθε πράξη, σε κάθε σκέψη σε κάθε αναζήτηση. Ο κόσμος δεν διέπεται από μαθηματικές σκέψεις, γιατί η ιστορία του κόσμου θα ήταν προβλέψιμη και λογική, θα μπορούσε δηλαδή να αναλυθεί με μερικούς μαθηματικούς τύπους.
Φεύγει γρήγορα η ζωή φίλοι μου κι όποιος δεν αγαπά τούτη τη ζωή, τη ζωή του δηλαδή, τον εκδικείται.
Κουράγιο πάει και αυτός ο Αυγουστος ο ταραχοποιός.
Ο Άγιος Αύγουστος της Παναγιάς, της μεγάλης φυγής, της μεγάλης κρίσης και σίγουρα της μεγάλης αβεβαιότητας.
Ένας ακόμη Αύγουστος μπήκε στη ζωή μας να μας ζαλίσει με τις μυρωδιές και τά αρώματά του και να μας μελαγχολήσει.
Ναι, αύτός ο υπέροχος μήνας δεν ομορφαίνει μόνον τη ζωή μας, μας μελαγχολεί και μας πληγώνει, βουτώντας πιά για τά καλά το κεφάλι του στο δυτικοφερμένο κιτς life style της κατανάλωσης, του δήθεν, του κάπως, του έτσι ………..
Συμπαθάτε με, αλλά μόνον οργισμένος μπορώ να είμαι με τούτον τον Αύγουστο. Με τά εργασιακά δικαιώματα και μαζί τους αγώνες των εργαζομένων.
Πού πήγαν οι αγώνες?
Οι καθαροί αγώνες της διεδίκησης?
Οι τηλεοράσεις κραυγάζουν………..κρίση, απολύσεις, λιτότητα.
Κι εμείς έχουμε πιά τόσο αποχαυνωθεί, πού αδυνατούμε να ξεχωρίσουμε το ψέμα απ’ την αλήθεια, και το σωστό απ’ το λάθος.
Τούτος ο μήνας θα πρέπει να ντρέπεται πού γιορτάζει στην πατρίδα μας.
Λίγοι μείνανε να κρατάνε καθαρά τά σωθικά της ιστορικής - ταξικής συνείδησης.
Λίγοι πούχουν τραβήξει για τά βουνά ( διαψεύδοντας τον Αλέξανδρο του Αγγελόπουλου ) και ζούν σαν ερημίτες, που’ χουν κλειστεί στο σπιτάκι τους και περιφέρουν κρυφά την τιμιότητά τους μην τυχόν και τους πούν …γραφικούς.
Λίγοι έμειναν πού μπορούν να μάθουν τη νέα γενιά τι σημαίνει οι Άνθρωποι να έχουν ιδανικά, να πέφτουν εφτά φορές και να συκώνονται οκτώ.
Γίναμε τιμωροί του ίδιου μας του εαυτού
Γινόμαστε καθημερινά δούλοι του συστήματος.
Εμείς πού κάποτε βγαίναμε στους δρόμους και η αστυνομία και η πολιτεία λούφαζαν από τις απεγνωσμένες μας κραυγές.
Τώρα δε φωνάζουμε παρά μόνον όταν κάποιος άλλος μας κλέψει την ουρά.
Το κοιτάζουμε ‘αγρια, τον σπρώχνουμε και γεμίζουμε κακία γιατί πρόλαβε κι έβαλε πρώτος το δάχτυλο στο μέλι.
Αρκετά σας κούρασα και σήμερα λέω ν’αφήσω στον ποιητή τον επίλογο:
Κανεις δεν σκέφτηκε να κλεισει φεύγοντας την πόρτα
Κανείς δεν σκέφτηκε τον άνεμο πού θα ρχονταν σε λίγο
κανείς δεν σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
Φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τά τελευταία λόγια,
πού θα διναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.
Θέλω να σ’αγαπήσω μά δε γίνεται, έχω αργήσει
θέλω να σ΄αγαπήσω όσο δε μ΄ αγάπησε κανένας,
να σκιστώ για σένα, ν’ αλλάξω γειτονιά, ν’ αλλάξω στέκια
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν.
Τώρα ξαφνικά νερά μού έκλεισαν όλους τους δρόμους.
Τώρα παλιά τραγούδια λαικά βαραίνουν τον αέρα
Αν θα σε ξαναβρώ, δεν ξέρω πού θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μές στο τελευταίο σκοτάδι
Και θα ‘χω άραγε ακόμα τήν παλιά μου καρδιά. >>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.