Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα, Δευτέρα 18 Μαρτίου, σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουμε την Καθαρά Δευτέρα ....Ανοιχτό το Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού....

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

ΥΜΝΟΙ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΜΠΕΛΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΙΝΟ


Ανοίγουμε την εφετινή γιορτή  «ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ», εδώ στον φιλόξενο παραδοσιακό ξενώνα της οικογένειας Αργυρίου, με μια σπονδή. .....
Δηλαδή μια προσευχή πριν το συμπόσιο. Μια αέρινη νοερή περιήγηση πάνω απ’ την άμπελο και τον οίνο, όπως αυτή την εξαίσια διαχρονική ανθρώπινη δραστηριότητα, την ύμνησε η Νεοελληνική ποιητική Μούσα, με το απαράμιλλο εργαλείο της. Την κορωνίδα της Παγκόσμιας Διανόησης, που κοινά αποκαλείται ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

Θα απαγγείλουμε πέντε ποιήματα Ελλήνων ποιητών χωρισμένα σε τρεις ενότητες.
Η πρώτη ενότητα είναι επική-επαναστατική.Δείχνει καθαρά την αρωγή του οινικού παράγοντα στην εξύψωση του φρονήματος, αλλά και την καταπολέμηση του φόβου. Είναι απόσπασμα από το θαυμάσιο αγροτικό έπος, του Μεσολογγίτη ποιητή Ρήγα Γκόλφη, με τίτλο «ΣΚΛΑΒΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ». Αποτελεί το  προοίμιο ενός εξεγερτικού αγροτικού μανιφέστου.




  • Γύρω απ’ την τάβλα του κρασιού κι απόξω απ’ τα καλύβια,
συμμαζωμένη η αργατιά, με την αδρή φωνή της,
σαν τα γερά τα χέρια της, το ρίχνει στο τραγούδι.
Εκεί οι πεντάρφανοι οργωτές κι οι φτωχομάχοι σκάφτες,
οι θεριστάδες λεβεντιές, οι δουλευτές καλούργοι,
κι οι ζευγολάτες όλοι νιοί με την καρδιά απλωμένη.
Κι είν’το τραγούδι για χαρά, γι αγάπη για κοράσι,
Π’ όχει τα χείλια της αυγής και τα μαλλιά της νύχτας.
Π’ όχει το γλυκοσάλεμα, σαν τ’ αλαφρό μπαϊράκι.
Π’  όχει δεμένο το κορμί σαν τον καρπό στ’ αμπέλι,
γλυκό το στόμα για φιλί και κοντυλένια μέση.


Η δεύτερη ενότητα, αφορά δύο εξαιρετικά χαρούμενα ποιήματα με θέμα τον τρύγο. Το ένα είναι του Φαναριώτη ποιητή της διασποράς Αθανάσιου Χριστόπουλου που το  εξέδωσε στη Βιέννη ο Ευάγγελος Καμηνάρης το 1811. Ανήκει στην συλλογή του ποιητή με τίτλο «ΒΑΚΧΙΚΑ».


-Καθαρότατες παρθένες με κισσόν στεφανωμένες.
Εις τον τρύγον συναχθείτε κι αλαφρά ανασκουμπωθείτε.


-Πάρτε όλες τα μαχαίρια εις τα δεξιά σας χέρια.
Πάρτε κι εις τ’ αριστερά σας τα καλάθια τα πλεχτά σας.


-Κι εις τ’ αμπέλι μας κινώντας, κελαηδώντας τραγουδώντας,
ας φιλούμασθε στα χείλια κι ας τρυγούμε τα σταφύλια.


Κι ας τρυγούμε τα σταφύλια, τα σταφύλια τα δροσάτα.
Τα σταφύλια τα μελάτα, τα υγρά θησαυροφόρα
       του γλυκού μας Βάκχου δώρα.


Το άλλο ποίημα ανήκει στην Αγοριανίτισσα Γεωπόνο και ποιήτρια Χρυσοντίνα Παπαδάμ. Είναι πιο λιτή, αλλά εξόχως παραστατική στον ύμνο του τρύγου. Απόσπασμα από την ποιητική της συλλογή «ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ», που εξέδωσε στην Αθήνα το 2004.


Από κάθε γωνιά λερωμένοι ανθρώποι, πολυάσχολοι όλοι,
πυρετός στο χωριό. Μυρουδιά από σταφύλια, αραδιάσματα χίλια,
στ’αμπέλια, στο ρέμα, σε κάθε στενό.


Βαρέλια μεγάλα απλωμένα παντού, ειδικά εργαλεία.
Οργανώνονται όλοι, σαν να’ χουν να πάνε σε εκστρατεία.


Σμίγουν γειτόνοι, συγγενείς και κουμπάροι.
Κάνουν προγράμματα, βάζουν σειρά:
-Ποιο απ’τ’αμπέλια θα τρυγήσουμε πρώτα και ποιανού τα σταφύλια
θα πατήσουν μετά.
Και δεν λείπουν οι ειδικοί, που με ένα αυγό μετράνε το μούστο
και με μια συμβουλή λεν πώς να γίνει καλό το κρασί.

Κι ύστερα ώρα ευλογημένη, ο παππάς με το πετραχήλι  λέει του Θεού τις ευχές. Κι από τα χείλη του καθένα τις συνοδεύει ως τα ψηλά.
Να τα πιούνε μοσχάτα και σε χαρά.


Η επιρροή του οίνου όμως στην ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι μόνο χαρμοσύνη. Επιδρά και μελαγχολικά. Ένα εξαίσιο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, γραμμένο την εποχή του μεσοπολέμου, μελοποιήθηκε κιόλας με μεγάλη επιτυχία από τον οπερετικό συνθέτη Νίκο Χατζηαποστόλου το 1927, είναι το «ΝΕΡΩΜΕΝΟ ΚΡΑΣΙ».

Ότι κι αν είχε το’χασε – γυναίκα, βιός, παιδιά του.
Τίποτα δεν απόμεινε, στερνή παρηγοριά.
Πέταξ’ η έννοια απ’ το νου κ’η ελπίδα απ’ την καρδιά του
κι η υπομονή μαρμάρωσε στα στήθη του βαρειά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του
και ζει δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί,
μες’την  ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί και πίνω απ’ το ξανθό;
Και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι από το σώσμα το τραχύ πίνω και δε μεθώ.
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα  να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά».
Κι ο κάπελας γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι
Με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά.
«Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα που απελπισμένος χύνεις
Πέφτουν μεσ’το ποτήρι σου σταλαγματιές θολές
Και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις.
Τι φταίω εγώ κι αν δε μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαίς;».


Κλείνουμε με τον κατ’εξοχήν εκφραστή της μελαγχολικής ποίησης Λάμπρο Πορφύρα. Γεννήθηκε στη Χίο το 1879, αλλά έζησε και δημιούργησε στον Πειραιά, όπου και πέθανε το 1932, ύστερα από μια βραδιά κρασοκατάνυξης συντροφιά με άλλους  διανοούμενους και ποιητές της γενιάς του.
Μας κληροδότησε έναν δίστροφο αριστουργηματικό ύμνο, πάνω στην φαρμακευτική, ψυχιατρική θα λέγαμε επίδραση του οίνου, για την ίαση αλλά και την τελεύτηση των πληγωμένων ψυχών:


Πιέ  στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου
σε μια άκρη τώρα που άρχισαν ξανά τα πρωτοβρόχια.
Πιέ το με ναύτες, με σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου
μ’ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.


Πιέ το η ψυχή σου αξένοιαστη τόσο πολύ να γίνει
που  αν έρθει η Μοίρα η κακή να της χαμογελάσεις.
Καημοί καινούργιοι αν έρθουνε, μαζί σου ας πιούν κι εκείνοι.
Κι αν έρθει και ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
Αλλά ας αφήσουμε την μελαγχολία και ας επιστρέψουμε στην χαρά.

Το κείμενο διαβάστηκε από τον συντάκτη του, Δημήτρη Κατοίκο, στην γιορτή “ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ 2018” του οινοποιείου ΑΡΓΥΡΙΟΥ στο Πολύδροσο.

1 σχόλιο:

  1. Δυό λόγια για τον Λάμπρο Πορφύρα, που τόσο εύστοχα τον ανέφερε ο κ. Δημήτρης Κατοίκος

    «Στη Φρεαττύδα κατοικούν οι Θεοί μου», έλεγε ο Δημήτρης Σύψωμος, ο ποιητής που έγινε γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Λάμπρος Πορφύρας. Για να τον τιμήσουν οι ιδρυτές του Α.Ο.Φ. ΠΟΡΦΥΡΑΣ αποφάσισαν να δώσουν το όνομά του στον Όμιλο που δημιούργησαν, με έδρα τη λατρεμένη του Φρεαττύδα στον Πειραιά.
    Ο Λάμπρος Πορφύρας θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του Πειραϊκού λυρισμού.
    Γεννήθηκε το 1879 στη Χίο από όπου έφυγε μικρός με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου και τέλειωσε το Γυμνάσιο για να γραφτεί στη συνέχεια στη Νομική, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, λόγω της εύθραυστης υγείας του.
    Έμενε στη Φρεαττύδα, κοντά στην ομώνυμη πλατεία και αυτή ήταν η ποιητική του πατρίδα. Την αγάπησε «πιο πολύ και από τη ζωή του», όπως έλεγαν οι λιγοστοί φίλοι του. Του άρεσε να περπατά δίπλα στη θάλασσα, να μιλά με τους απλούς ανθρώπους, να κουβεντιάζει για την καθημερινότητα στις ταβερνούλες της παραλίας, αλλά, συνήθως ήταν κλεισμένος στον εαυτό του. Ήτανε ντροπαλός, ήρεμος, «πλούσιος» γιατί είχε πάρα πολλά ενώ χρειαζότανε λίγα.
    Η Φρεαττύδα ήταν γι΄αυτόν η μούσα που τον ενέπνεε και γι΄αυτό δεν την άφησε ποτέ. Αυτή γαλουχούσε τον ποιητικό του οίστρο, τροφοδοτούσε τη φαντασία και ωθούσε τη δημιουργικότητά του, ώστε να συνθέτει στίχους.
    Έγραφε στίχους από παιδί και μάλιστα ο Παύλος Νιρβάνας τον πρωτοπαρουσίασε, ενώ ακόμη δεν είχε κλείσει καν τα δέκα πέντε του χρόνια, στο περιοδικό «Στάδιον» με το ποίημα «Η θλίψη του μαρμάρου».
    Θαύμαζε το Σολωμό και δανείστηκε τους τίτλους δύο ποιημάτων του εθνικού μας ποιητή για το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε: Το «Λάμπρος» και το «Πορφύρας».
    Έγραφε μελαγχολικά, αλλά και πολύ όμορφα. Πέθανε στις 4 Δεκεμβρίου το 1932.

    Σε μία συγκινητική τελετή, το 1938, ο Δήμος Πειραιά έστησε την προτομή του στην πλατεία της Φρεαττύδας, που πήρε και το όνομά του.

    για την αντιγραφή από www.porfyras.gr
    Α.Μ.Γ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή