-Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη, με μουσικές με χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγευμα το Φθινόπωρο του 1963, όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ότι συνέβαινε γύρω της, χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει,....
μόνη έρημη μες στο άγνωστο πλήθος που την σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντας την να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι που άρχιζε να φυσά.
Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντάς την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του απέναντί μου ακριβώς, βρισκότανε ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι, με την Tζοκόντα στο εξώφυλλό του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγενθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στο δρόμο.
Δεν ξέρω γιατί όλ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες μέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου.
μόνη έρημη μες στο άγνωστο πλήθος που την σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντας την να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι που άρχιζε να φυσά.
Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντάς την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του απέναντί μου ακριβώς, βρισκότανε ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι, με την Tζοκόντα στο εξώφυλλό του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγενθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στο δρόμο.
Δεν ξέρω γιατί όλ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες μέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου.
Μάνος Χατζιδάκις
Η Ορχήστρα των Χρωμάτων ταξίδεψε το Δεκέμβριο του 1999 στην Σαντορίνη και αποχαιρέτησε την τελευταία δύση του αιώνα με το Χαμόγελο της Τζοκόντας του Μάνου Χατζιδάκι.
Το βίντεο είναι του Γιώργου Πανουσόπουλου και η παραγωγή της Φιλμικής Εταιρείας.
Την Ορχήστρα των Χρωμάτων διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης.
Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ’ ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες τη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι κι ένας μονόλογος της κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί.
Μάνος Χατζιδάκις
Αποποίηση: Το βίντεο δεν προορίζεται για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων.
Το ακουστικό περιεχόμενο δεν ανήκει σε εμένα και δεν έχω κέρδος από αυτό το βίντεο. Δεν είμαι κύριος πνευματικών δικαιωμάτων του περιεχομένου. Είναι από την προσωπική μου συλλογή και είναι καθαρά για Διασκέδαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.