ΤΟ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ
Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ (ανασφαλής?)
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
Θα
σας περιγράψω τις ημέρες μετά τον χειμώνα σ ένα μικρό ορεινό χωριό στον Παρνασσό.
Τις περιγραφές, μου την διηγήθηκαν οι κάτοικοι με
χιούμορ .
Στο μικρό αυτό ορεινό χωριό, κατοικούν πολύ λίγοι
άνθρωποι.....
Ζούνε μια ζωή λιτή, με τα περιβόλια τους, με τα ζωντανά τους, μέσα στην
μαγευτική φύση του Παρνασσού, στην πλαγιά που κοιτά βόρεια. Χειμώνα, καλοκαίρι,
ζούνε αρμονικά με τα ζώα, με το δάσος, τους ήχους και τις μυρουδιές του.
Μόλις ξανοίξει ο καιρός, και μόλις μυρίσει άνοιξη,
γιομίζει το χωριό από τους θερινούς του κατοίκους. Γιομίζει ζωή, κίνηση,
εργασίες, καθώς ετοιμάζουν τα σπίτια τους για το θέρος, και τα περιβόλια για
σπορά. Καλά φαίνονται και γιομάτα ελπίδα τα μελλούμενα. Είναι όμως έτσι;
Κάτι συμβαίνει, παρ΄ όλα αυτά. Κάτι παράξενο συμβαίνει.
Κάτι, που δεν ταιριάζει με την αγάπη στο δάσος και τον σεβασμό στην πανέμορφη
φύση, που τους περιβάλλει.
Βιαστικοί οι θερινοί κάτοικοι θέλουν να προλάβουν τις
ώρες. Βιαστικοί να προλάβουν τις μέρες, ξεχνιούνται, κι αγνοούν τι συμβαίνει με
τα κατάλοιπα της βιασύνης του. Ο καθένας με τον τρόπο του, αθέλητα πληγώνει τα
γύρω του. Πληγώνει το δάσος που τους χαρίζει ζωή. Φορτώνουν τον χώρο με
κατάλοιπα, που δύσκολα μπορεί το δάσος να καταπιεί. Χρόνια τώρα προσπαθεί το
έρμο. Μάταια όμως.
Ο Μάρτης λοιπόν πάει να τελειώσει, κι αρχίζουν τις
δουλειές τους.
Ο γείτονας ο Στάμος κλαδεύει, και ό τι κλαδιά
περισσεύουν, τα πάει στην ίδια πλαγιά και με μεγάλο κόπο τα πετά. Έτσι έχει
φτιάξει, χρόνια τώρα, ένα βουναλάκι από ξερόκλαδα. Αυτά καθώς καταλαβαίνει κάθε
ένας με νιονιό, μπορεί κάποια στιγμή να φουντώσουν. Τα επιστημονικά βιβλία το
ενδεχόμενο αυτό το ονομάζουν αυτανάφλεξη !
Ο
καημένος ο Στάμος δεν το έχει σκεφτεί ποτέ, αλλά και κανείς δεν του το ΄πε
μέχρι τα τώρα. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε περιοχές, που χαρακτηρίζονται σαν
φρυγανικές. Αυτή η κακή κατάσταση βοηθιέται και με άλλο τρόπο, καθώς
άλλοι πριν απ΄ τον Στάμο απόθεσαν εκεί μερικά σπασμένα μπουκάλια μπύρας.
Κι από κοντά κι
ο φίλος του, ο δάσκαλος Γεωγραφίας, ο Μιχάλης, πετά τα κλαδιά του στο ίδιο
μέρος. Ούτε αυτός ψυλλιάζεται ότι όλα τούτα μπορεί να γίνουν μπουρλότο! Ο
δάσκαλος, άλλωστε έχει διαβάσει, ότι στα δάση τα ξερά κλαδιά πρέπει να μένουν
καταγής, γιατί έτσι γίνονται λίπασμα. Σωστά το διάβασε, αλλά δεν κατάλαβε ότι το
βιβλίο γράφει για μερικά κλαδιά, και όχι για στοίβες «προσαναμμάτων» .
Ο άλλος καλός γείτονας, ο Μήτσος, μαστορεύει, κόβει,
σκάβει, κλαδεύει και παλεύει με το χτήμα
του. Ότι περίσσεμα βγαίνει, το πετάει στην πρώτη στροφή, που βρίσκει, μέσα στα
δέντρα. Μέσα στα πουρνάρια, μέσα στα κέδρα και τα μικρά έλατα. Κι αυτά
πασχίζουν να ξεμυτίσουν απ τα μπάζα και τις μπλε σακκούλες. Για να μην είμαστε,
όμως, κι απαισιόδοξοι, να ξέρετε ότι σε δέκα χρόνια θέτε, σε είκοσι χρόνια θέτε,
θα μεγαλώσουν και θα κρύψουν το σκουπιδαριό!
Ένας άλλος, χαρούμενος γείτονας με μπόλικα ακίνητα, ο
Ντίνος ο Ωτορινολαρυγγολόγος, έρχεται φουριόζος τα Σαββατοκύριακα. Καθαρίζει
τις αυλές του, κλαδεύει, κουρεύει, σκουπίζει και τα μαζεύει όλα αυτά σ΄ένα
μέρος στο χτήμα του. Φτιάνει ντάνες ξερών σε όλα του τα υποστατικά.
Ένα Σαββάτο
νάτον ο Ντίνος. Έχει κάνει τις δουλειές μ έναν βοηθό του, κι έχει μαζέψει ένω
σωρό ξερόχορτα και ξερόκλαδα. Από τον Παρνασσό κατεβαίνει ο Μέγας ουρλιάζοντας με
τις μπάντες. Λυγάνε κυπαρίσσια, λυγάνε πεύκα, λυγάνε έλατα. Μέχρι και πουρνάρια
λυγάνε από την λύσσα του αγέρα.
Ο Ντίνος όμως, απτόητος, πιάνει ένα κομμάτι εφημερίδα,
την ποτίζει πετρέλαιο, ανάβει το τσακμάκι του και φουντώνει την στοίβα με τα
ξερόχορτα και τα ξερόκλαδα. Ο Μέγας αφιονισμένος, αλλά ο Ντίνος ασυγκίνητος: «Όλα
υπό έλεγχο φωνάζει» !!!!!!!!!!!!!!!
Οι γείτονες τρελαίνονται και σπάνε τα τηλέφωνα
παίρνοντας το 199 !!!!!
Για καλή τους τύχη για άλλη μια φορά την γλύτωσε το ρουμάνι.
Ο Βάσος, τώρα, ο
εργολάβος, μανιώδης κυνηγός, και εξαιρετικός παίκτης του πόκερ, ξεκινάει την
επισκευή της κεραμοσκεπής του, καθώς ο βαρύς χειμώνας και τα χιόνια την
τραυμάτισαν σοβαρά. Να τράβες, να ξύλα,
να πρόκες, να κορφιάδες κλπ . Την ομορφαίνει, της δίνει χρόνια ζωής. Την
καμαρώνει ο Βάσος και χαίρεται. Γύρω γύρω
μείνανε όμως μπάζα. Μείνανε πολλά.
Ο αρχιμάστορας, λοιπόν, με την βοήθεια
του Βάσου, τα μαζεύει με το αγροτικό του
και τα πετάει στα ρέματα στο δάσος μέσα, στο χωνευτήρι των μπάζων και των
σκουπιδιών.
Είναι κι ο άλλος, ο καλός και γελαστός Πάνος. Αυτός φέρνει το τρακτέρ του και κάνει τις δουλειές
που πρέπει, ώστε να χει ένα καλό και λιπαρό χωράφι. Σκάβει, οργώνει, ανοίγει
τρύπες, ανοίγει χαντάκια, αλλά και βοηθά και τους γειτόνους, όταν αυτοί του το
ζητήσουν. Ο Πάνος, καλή καρδιά, δεν μπορεί όμως να βλέπει εμπόδια στην στράτα
του. Δεν αντέχει μερικά δέντρα, κλαδιά, πόρτες, υπέρθυρα και ό τι άλλο, να του
σταματούν τον διάβα. Γι αυτό κι αυτός με το σπουδαίο μηχάνημα του τα γκρεμίζει,
τα σπάει, και τα παραμερίζει καταστρέφοντας τα, εγκαταλείποντας τα στον χώρο που
ζούσαν μέχρι εκείνη την μαύρη, γι αυτά, στιγμή. Μνημεία καλοσύνης.
Εκεί κοντά κι ο
Τζίμης, δουλευταράς, έχει χτήμα και φυτεύει. Φυτεύει πατάτες ντομάτες,
κολοκύθια, φασόλια κι όλα του Θεού τα καλά. Έχει και μαντζουράνες. Ο Τζίμης μικρός
ακόμα, έχει νεύρο και ενέργεια. Δεν σταματά για καφέ, δεν σταματά για
δεκατιανό, δεν σταματά για μεσημέρι δεν σταματά με τίποτα. Γιομάτος ζωντάνια
και μ ένα τσιγάρο καρφωμένο στο στόμα δουλεύει αδιάκοπα τα μηχανήματα του. Όλοι
οι υπόλοιποι ξωμάχοι, εκεί γύρω, με αρκετά χρόνια στην πλάτη τους, παιδεύονται
κι αυτοί, κι αποκαμωμένοι κάποια στιγμή γέρνουν να ξαποστάσουν. Ακλόνητος ο
Τζίμης συνεχίζει ακούραστος. Τους συνοδεύει την ξεκούραση με τα μηχανήματα του.
Νέος είναι ο Τζίμης!!
Κι ο Τζίμης , όμως , για να μην ξεχωρίζει από τους
άλλους, ό τι έχει για πέταμα στις ρεματιές το αποθέτει. Αν είναι όμως κάτι
μικρό το πετάει στο χτήμα του γείτονα! Γλυτώνει έτσι τον χρόνο της μεταφοράς.
Όλοι κρατάνε το χτήμα τους πεντακάθαρο.
Στο χωριό αυτό έρχονται και επισκέπτες. Επισκέπτες από Αθήνα, από Λαμία,
από Χαλκίδα. Από παντού. Έρχονται ενθουσιασμένοι και απολαμβάνουν τις ομορφιές
του βουνού περιδιαβαίνοντας το με τα ακριβά τους αυτοκίνητα. Πάνε και στο
Χιονοδρομικό. Γκαζώνοντας γνωρίζουν γρηγορότερα και περισσότερα μέρη , παρά να
το έκαναν αυτό περπατώντας. Θα θελαν πολύ καιρό για να γνωρίσουν το βουνό. Η
περιήγηση είναι μοναδική και η φύση τους ανοίγει την όρεξη. Οι μυρουδιές, τα
χρώματα, ο καθαρός αέρας. Μετά τις βόλτες επισκέπτονται τις ταβέρνες με τους μοναδικούς ψήστες. Εκεί
λοιπόν οι περιηγητές γεύονται τις νοστιμιές της προβατίνας του σπληνάντερου,
αλλά και της λαχανόπιτας, και της τηγανητής πατάκας. Ευτυχισμένοι παίρνουν τον
δρόμο της επιστροφής. Σταματούν στον κάδο που χάσκει , ανοίγουν το ηλεκτρικό
παράθυρο, και όπως είναι ανοιχτό πλέον, πάνε να πετάξουν στα σκουπίδια διάφορα,
πακετάκια από γαριδάκια, πακέτο από τσιγάρα, χαρτοπετσέτες. Ο αέρας, όμως, έχει
άλλη απόφαση και τα σκορπάει παντού. Απογοητεύονται, αλλά χορτάτοι καθώς είναι
κλείνουν το παράθυρο και φεύγουν.
Υπάρχουν ακόμα και οι περιστασιακοί ενοικιαστές, επίσης υποστηρικτές της
οικονομίας του χωριού. Όλοι αυτοί, όμως, τυραννιούνται από τις αστικές τους ανασφάλειες. Γι αυτό κουβαλάνε μαζί τους όλα
τα απαραίτητα βοηθήματα από την πόλη τους. Τηλεοράσεις, φούρνους μικροκυμάτων,
κρεμάστρες, αποκωδικοποιητές κι ό τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Φεύγοντας για
την επάνοδο στις πόλεις τους, τις συσκευασίες από τα βοηθήματα αυτά, άχρηστες
πια, τις πετάνε έξω από τον κάδο. Είναι αποκρουστικό να ακουμπάνε το καπάκι του
κάδου με τα αβρά τους ακροδάχτυλα, γι αυτό διακοσμούν τον περίγυρο με τα
κατάλοιπα τους.
Κι έτσι πάει όλο το καλοκαίρι η ζωή στο βουνό. Με
δουλειές πολλές, με κοψίματα δέντρων, με μουσικές στην διαπασών, με
ανυπόμονα τζίπ που κορνάρουν, με ντουφεκιές
χαράς, με ντουφεκιές του νταλκά, με πεταμένα αποτσίγαρα και μπουκάλια ποτών, με γίδια που φέρνουν βόλτες ολημερίς στις βραγιές,
και με μερικά ξεστρατισμένα μέσα στα περιβόλια και τα μποστάνια να τα
λιανίζουν, αλλά και με καλή παρέα με τσίπουρο και μεζέδες.
Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ Ι.Λ. (ανασφαλής ?)
Αν ήταν μόνο οι επισκέπτες η κατάσταση θα ελεγχόνταν,οι μόνιμοι ιθαγενείς πού ανεβαίνουν απο το κάτω χωριό και ξεφορτώνονται την πραμάτεια τους στο βουνό σε συνδιασμό με την δυστοκία του Δήμου πώς να αντιμετωπίσεις?
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε μια λεξη.....ΚΑΦΡΙΛΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα βάλω και εγώ μερικές φωτογραφίες απο μη επισκέπτες... να κλάψουμε λίγο... εεεεε?
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο λένε τα πουλιά ψηλά,
ΑπάντησηΔιαγραφήτου Παρνασσού ο αέρας.
Εκεί στο πάνω το χωριό
φάνηκε ένα ΤΕΡΑΣ
Μοιάζει με δίποδο θεριό,
στον τόπο αλλωνίζει.
Με όσα κάνει εδώ κι εκεί,
τη φύση τη "στολίζει".
Νομίζετε πως νοιάζεται,
που πως τι θα γίνει?
Το ΤΕΡΑΣ να περνά καλά
και το χωριό ας σβήνει.
Δεν έχει βέβαια μυαλό,
ούτε καθόλου γνώση,
πως αν δεν έχει σεβασμό
αυτό θα το πληρώσει!
Η φύση είναι πηγή ζωής.
ΟΛΟΙ να σεβαστούμε!
Σ'αυτό το ΤΕΡΑΣ της βρωμιάς
ΟΛΟΙ ν' αντισταθούμε!!!
Αφιερωμένο "εξαιρετικά" σε όλα τα "ντόπια" και "ξένα" ΤΕΡΑΤΑ!!!
Μαρία Η Μαγδαληνή
Δυστυχώς τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν και στο κάτω χωριό. Επισκέπτες, με το θράσος της οικονομικής δύναμής τους, απαξιώνουν τον τόπο και τους κατοίκους. Πετούν κλαδιά, γκαζόν, απορρίμματα, οικοδομικά υλικά όπου θέλουν.Αλλά και μόνιμοι κάτοικοι, πιθανοί μιμητές(?), ρυπαίνουν τη φύση όπως και όποτε μπορούν. Νεκρά ζώα σε σήψη και άλλες βρωμιές, είτε καίγονται και η οσμή απλώνεται στο χωριό είτε πετάγονται στο ποτάμι και βρωμίζουν το νερό του Κηφισού. ΙΔΙΑ χρόνια κατάσταση ΚΑΜΜΙΑ βελτίωση.ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ?????
ΑπάντησηΔιαγραφήΕάν ο χώρος των σφαγείων είχε προβληθεί σαν τόπος εναπόθεσης των ογκωδών απορριμάτων,και κάθε 1-2 μήνες τον άδειαζε ο Δήμος ίσως βοηθούσε.Μια ενημέρωση με αφίσες και από τα μεγάφωνα δεν θα πρέπει να γίνει?Ακόμα εάν πέρναγε φορτηγό της καθαριότητας συγκεκριμένες ημερομηνίες και μάζευε τα ογκώδη από ορισμένα σημεία του χωριού θα ήταν μία λύση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλα αυτά βέβαια γίνονται σε προηγμένους και οργανωμένους Δήμους με στόχο την εξυπηρέτηση των δημοτών και όχι όπως εδώ που επικρατούν αλληλοφαγώματα των συμβούλων και φιέστες επικοινωνιακές.