Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Παρασκευή 29 Μαρτίου σήμερα..... Β Χαιρετισμοί της Παναγίας....

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Κριτική της Ελένης Χωρεάνθη στο περιοδικό Diastixa Δημήτρης Χ. Φαφούτης: Άτακτα και ανέστια, εκδόσεις Βεργίνα


Δημήτρης Χ. Φαφούτης: Άτακτα και ανέστια, εκδόσεις Βεργίνα
Μένοντας στον τόπο καταγωγής του, τη Μενδενίτσα Φθιώτιδας, ο χημικός μηχανικός Δημήτρης Χ. Φαφούτης ζει στον δικό του χώρο και βιώνει τον δικό του ποιητικό χρόνο με τους ρυθμούς μιας άλλης πραγματικότητας, μακριά από τους ρύπους και τους κάθε λογής θορύβους των μεγαλουπόλεων. ....
Η φωνή του έρχεται καθαρή, έχει μια λεβεντιά ο ήχος της, ο ποιητικός του λόγος είναι ευανάγνωστος, διαυγής.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ολιγογράφος, οκτώ είναι όλα τα βιβλία που έχει εκδώσει. Τα Άτακτα και ανέστια, είναι η 6η ποιητική συλλογή και το 8ο βιβλίο του. Στο προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο Ο Γιάννης Μαρρές (1925-2003) και η φιλία του με το Νικηφόρο Βρεττάκο (1912-1991), αναφέρεται με πολλή συγκίνηση και σεβασμό στην 78χρονη στενή φιλία και την αλληλογραφία των δύο ποιητών, καταγράφοντας στιγμές και σκηνές από τη συνάντησή τους. Παρεμβάλλει και επιστολές των δύο ποιητών. Γράφει στο «Προλόγισμά» του για τον «Ερημίτη της Σουβάλας» Γιάννη Μαρρέ, ανάμεσα σε άλλα:
 «… Όταν επισκεφτήκαμε τον ερημίτη της Σουβάλας (…) στο μεγάλο χαγιάτι (…) ένα γλυκύτατο φως έβγαινε στο βάθος από τη μικρή φτωχική καμαρούλα. Ακούγαμε το μολύβι του συγγραφέα πάνω στο χαρτί. (…) Κι ύστερα η βιβλική μορφή του ποιητή μας καθήλωνε…» 

Ο Δημήτρης Φαφούτης ανήκει στους ποιητές εκείνους που είναι σίγουροι για την αλήθεια των λόγων τους και περιμένουν κάποιον να τους χτυπήσει την πόρτα, βέβαιοι πως αυτό κάποτε θα γίνει. Αποτραβηγμένος, μάλλον, στην όμορφη πατρίδα του κρατάει και στον λόγο του την ευγένεια του καλλιεργημένου πνευματικού ανθρώπου. Είναι ένας ευαίσθητος, χαμηλότονος ποιητής με ουσιαστικό ποιητικό λόγο:
Οι μέρες ερχότανε 
σημαδεμένες από άγριο καιρό
και φαρμακωμένο μελτέμι.
Οι τριγμοί των λυπημένων μαντάτων
αράδιαζαν τους φόβους 
αντίκρυ απ’ τα λιγοστά του πρόσωπα.
Πόσοι έφυγαν,
και ποιοι θα μείνουν,
ο Θεός δεν τους φανέρωνε.
Κι αυτός,
που στη γλώσσα θήτευε
και ζύμωνε τις λέξεις
με την ίδια ευλάβεια
που η κατακαημένη του μάνα
έπλαθε το ζυμάρι του κόσμου,
δίσταζε πεισματικά να αρθρώσει
τους τελευταίους φθόγγους.
(Ημέρες)
Ακόμα κι όταν το περιεχόμενο των στοχασμών του είναι δραματικό, ο Δημήτρης Φαφούτης δεν βγαίνει από τα όρια της ευπρέπειας, δεν χάνει την ψυχραιμία του, δεν ξεφεύγει σε δριμείς χαρακτηρισμούς, δεν κάνει τραχύ το ανθρώπινο τοπίο. Με ήπιο, παραινετικό λόγο μιλάει για πολύ σκληρά πράγματα που προκαλούν πόνο. Ακόμα και για κείνους που στήνουν τα φονικά βρίσκει κάτι ελαφρυντικό, θέλει να αιτιολογήσει τις πράξεις τους, όχι για να τους αθωώσει, αλλά γιατί δεν μπορεί να πιστέψει ότι είναι από φυσικού τους κακοί. Αλλά ότι βρίσκονται σε λάθος δρόμο, γιατί δεν τους δόθηκε, πιθανώς, η ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, όπως αιτιολογεί τη συμπεριφορά τους στην Πανωραία:
Τους κοιτούσε κατάματα
κι ένα φως ξεπηδούσε,
που παρηγορούσε τον ανήλιαγο κόσμο.
Έτσι, μέσα στο αθώο του όνειρο
τους ταπείνωνε
κάθε φορά που αποφάσιζαν την κρεμάλα του.
Κι όμως,
είχαν κι εκείνοι μερίδιο στα όνειρα.
Γιατί η καρδιά τους
έναν ήχο γλυκό καρτερούσε,
να ξεκινήσει να χτυπά,
για την κοινή ευτυχία του κόσμου.
Αδελφή μου,
γλυκιά και αγλύκαντη αδερφή.
Εσύ να θυμάσαι
πόσο πάσχισε,
για να ξανάρθει το φως
μέσα στα δύσπιστα μάτια τους.
(Το φως)
Αλλά και ο σαρκασμός δεν λείπει από την περιγραφή τραγικού συμβάντος:
Της κρέμασαν τον γιο
ανήμερα Λαζάρου,
σαν διαλεχτό σφαχτάρι
που βιάζονταν να το ξεκάνουν.
Γιατί ερχόταν, λέει,
η Μεγάλη Εβδομάδα,
κι εκείνοι ήθελαν να πάνε
εξομολογημένοι στην εκκλησιά. 
(Φύλλα στο χώμα, ΙΧ)
Το ερωτικό στοιχείο και ο αισθησιασμός όχι μόνο δεν λείπει από την ποίηση του Δημήτρη Φαφούτη, αλλά είναι πανταχού παρόν και δίνει διέξοδο στα όνειρα και λειτουργεί λυτρωτικά, περιχύνοντας τα πρόσωπα και τα πράγματα του περιβάλλοντος με φως ιλαρό στον απόηχο δημοτικού τραγουδιού, εκεί που η χαρά και η λύπη πάνε μαζί στη «χαρμολύπη», η ομορφιά ακολουθείται από τη συμφορά.
Κοιτάζω την αθέατη πλευρά
απ’ το άγαλμα κορμί σου
με τις γυρτές γυμνές σου πλάτες
[…]
Απάνω τους γλιστρούν τις νύχτες
φεγγάρια ματωμένα κι άστρα ορφανά…
[…]
Άσπρο πουκάμισο με πλουμιστά στολίδια
για του κορμιού σου τις αναπνοές,
μοιάζει σχεδίασμα για τις ριπές
που κουβαλούν οι βάρβαροι,
πίσω απ’ τα βουνά και τους καμένους λόφους.
(Σχεδιάσματα)

Όπως και σε τούτο το κομμάτι από το κείμενο του εξωφύλλου, από τα καλύτερα ποιητικά κείμενα που η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία ευτύχησε να έχει στο ενεργητικό της:

«Στον ύπνο μου κατεβαίνουν οι πλημμύρες σου», της είπε, 
«αιωρούνται κλουβιά με πόρτες ξεκλειδωμένες,
τα πουλιά φύγανε κι έμεινα μόνος.
Πώς να πάρω τη θέση τους,
πώς να φορέσω τις χειροπέδες
και να χωρέσω στο μαύρο σκοτάδι,
εγώ συνήθισα να βλέπω ξέσκεπο ουρανό
και άστρα χαμηλωμένα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου