Παναγιώτης Δημάκης
Τα διασωθέντα, μεσαιωνικά και νεώτερα μνημεία της Πατρίδος μας, παντός τύπου και μορφής, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τόπου και κάθε μικροκοινωνίας, διασώζουν, μέσω τών εξελικτικών διαδικασιών, .....σε ευθεία γραμμή, το αίσθημα και την φιλοκαλία, τών πλησιεστέρων προγόνων μας, ώς και τής αδιάσπαστης συνέχειας τής καλλιτεχνικής χειροποίητης παραγωγής και παράδοσης. Αποτελούν δε, σημαντικά τεκμήρια του κοινωνικού βίου και αναπόσπαστο μέρος των ιερών κειμηλίων τής νεώτερης Ελλάδος και κατά το πλήθος και κατά το κάλλος.
Η πικρή αλήθεια όμως είναι, ότι η πολιτιστική επίδραση, πού έχει δεχθεί ό Ελληνικός λαός, με τους πολέμους, την εξωστρέφεια, τήν εισβολή ξένων προτύπων, μοιραία οδήγησαν, στην αμφισβήτηση, τών πατρικοδοσμένων, ιστορικών και ηθικών κατευθύνσεων και κανόνων.
Όπως και στην απαξία, τής τοπικής ιδιαιτερότητας π.χ. στην ομιλία, συνακόλουθα και στην αισθητική και παρουσία, ενώ οι επιμένοντες, κατέληξαν γραφικοί και καταγέλαστοι. Πλήθος από αντικείμενα, πού έπαυσαν να είναι χρηστικά, λόγω αλλαγής των κοινωνικών συνθηκών, εγκαταλείφθηκαν στην φθορά τού χρόνου, ή στην πώληση, όσων είχαν κάποιο ενδιαφέρον ιστορικό, καλλιτεχνικό η αξία υλικού κατασκευής, πού αποτιμούσαν οι περιφερόμενοι παλιατζήδες.
Παρά ταύτα, τα παλιά μπαούλα, σεντούκια, φορτσέρια διασώζουν ακόμη, απροσδόκητα λείψανα και ενδιαφέροντα τεκμήρια, τής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, τίμια λείψανα, τής αισθητικής και τής καθημερινής ζωής, ανώνυμα έργα, τών κοντινών μας προγόνων, πού αποτυπώνουν και φέρουν μαζί τους, όπως τα παλαιά υφαντά και χειροτεχνήματα, πού έχουν αποσυρθεί, τήν ζώσα ανάμνηση, πού δεν πρέπει να απορρίπτουμε άκριτα, στα αχρείαστα και περιττά, αλλά στα χρήσιμα και τουλάχιστον ιστορικά τεκμήρια, αφού είναι τα εν δυνάμει στηρίγματα, της εθνικής μας παρουσίας και ταυτότητας, βωμοί και θεμέλια οίκων.
Το εικονιζόμενο γελέκι, πού φέρει αρκετά σημεία, χρηστικής φθοράς, καθώς και επισκευών, καθώς και μικρές προσθαφαιρέσεις, ευρέθη σε προίκα, μέσα σε κασέλα, μαζί με παλαιά υφαντά, πού έχουν ήδη αποσυρθεί, από το προσκήνιο και αναπαύονται ληθαργούντα στην αχρησία.
Η μελέτη του και η προσέγγιση του, θα μάς οδηγήσουν, στη χρονική περίοδο μεταξύ 1840-1900, σε μια ενδιαφέρουσα πολίχνη τής κοιλάδας τού Κηφισού, την Ελάτεια (Δραχμάνι), με μεγάλη ιστορική και πολιτιστική παράδοση, μέσα στις χιλιετίες.
Ευρισκόμενη σε καίριο, συγκοινωνικό οικονομικό και πολιτιστικό σημείο, με σύγκλιση και έλεγχο οδικών αξόνων, έχοντας υψηλό παραγωγικό και οικονομικό επίπεδο, δεχόταν και πλήθος ιδεών και επιρροών, στις εκφάνσεις τού καθημερινού βίου.
Το γελέκι, στην ενδυμασία της εποχής, ήταν το πιό προβαλλόμενο σημείο, πού αποδείκνυε τήν οικονομική δύναμη και αισθητική, γι' αυτό το αγόραζαν για μακρά χρήση, πού θα ξεπερνούσε, το όριο τής γενεάς, αποτελούσε δε και κληρονομικό περιουσιακό στοιχείο.
Το κρίσιμο χρονικό σημείο, πού αποτελεί και καθοδηγητικό μίτο, είναι η τεχνοτροπία κατασκευής του, με μικρή απόκλιση, τα τέλη τού 18ου αι. Μάλιστα η πολυτελής κατασκευή του, απευθυνόταν όχι μόνο σε εύπορη, αλλά και αρχοντική οικογένεια, πού θα είχε την δύναμη να το αποκτήσει, αλλά και να το επιδείξει, φορώντας το ( Α. Σμιθ Θεωρία ηθικών συναισθημάτων, "…επιδεικνύουμε τα πλούτη μας, κρύβουμε την φτώχεια μας..." ). Αυτό φαίνεται όμως, εντελώς απίθανο, για την τοπική κοινωνία, τού Δραχμανίου, με τα γνωστά δεδομένα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Πρέπει να δεχτούμε, ώς επικρατέστερη τήν εκδοχή τού λαφύρου ή τού δώρου, σε κάποιον από τούς επιφανείς οπλαρχηγούς του 1821, πού συνοίκησαν την Ελάτεια (Δραχμάνι), μετά τήν αποχώρηση τών Τούρκων και το τέλος τού απελευθερωτικού πολέμου.
Ακόμη θα πρέπει να αποκλειστεί, η κατασκευή του, από ντόπιους "τερζήδες" και χρυσορράφους ( Στο Δραχμάνιον υπήρχαν δύο, ο Δ. Τσολακος και ο Ηπειρώτης Γκοργκόλης ), πού δεν θα περαίωναν ευχερώς, τήν εργασία αυτή, πού τα ακριβά υλικά, οι χρυσοκλωστές ( τέλια ), το μετάξι, το κατηφένιο βελούδινο ύφασμα, η εξαίρετη επιλογή, τω2ν χρωματικών τόνων, το θέτουν εκτός τοπικών ορίων.
Από την άλλη μεριά, είναι γνωστό, ότι τα μεγάλα χρυσοκεντητικά εργαστήρια, πού ήσαν οργανωμένα σε συντροφίες ( σινάφια όπως στα Γιάννενα, Μοναστήρι, Μοσχόπολη κ. α. ), με τεχνίτες συρμακέσηδες και χρυσορράφους, δεν παρέλειπαν, να συγκροτούν περιοδεύουσες ομάδες, με τα υλικά και τα τσιράκια, να αναζητούν αγορές παντού.
Οι ανώνυμοι αυτοί λαϊκοί τεχνίτες, κρατώντας την Ελληνική τους φιλοκαλία, χρησιμοποίησαν και τήν μυστική γλώσσα των συμβόλων, στα έργα τους, όπως ανάλογα μοτίβα συναντώνται και στα λιθανανάγλυφα, στα ξυλόγλυπτα, στα υφαντά.
Τα σύμβολα αυτά ήταν και είναι ομιλούντα, εκφράζουν πλήρως τήν λαϊκή ψυχή, με τις δεισιδαιμονίες, τα πιστεύω της, τις πατροπαράδοτες παραδόσεις και δοξασίες, με όποιες αλληλεπιδράσεις, πού ήταν φυσικό να επικαθίσουν, αλλά να μήν αλλοιώσουν τήν καθαρή γραμμή, τής υπέροχης Ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Παρά ταύτα, ας επαναλάβουμε ότι τα παλιά μπαούλα, σεντούκια, φορτσέρια πού διασώζουν ακόμη, απροσδόκητα λείψανα και ενδιαφέροντα τεκμήρια, τής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, της αισθητικής και τής καθημερινής ζωής τών κοντινών μας προγόνων, πού αποτυπώνουν και φέρουν μαζί τους, τήν ανάμνηση, δεν πρέπει να τα απορρίπτουμε άκριτα, στα αχρείαστα και περιττά, αλλά στα χρήσιμα και τουλάχιστον ιστορικά τεκμήρια, αφού είναι τα εν δυνάμει στηρίγματα τής εθνικής μας παρουσίας και ταυτότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.