Παναγιώτης Δημάκης
Η πλησιέστερη χρονικά, για την εποχή αυτή, περιγραφή οδικών πλέγματων, είναι τού Γουσταύου Εϊχταλ ( G.Eichthal ), ο οποίος διέτρεξε την κοιλάδα κατά πλάτος, ακολουθώντας τον αρχαίο οδικό άξονα Βορρά-Νότου, Θερμοπυλών-Ελατείας ( την Βασιλική Οδό ).
Ο Εϊχτάλ, Φιλέλληνας, έχει την δική του, ενδιαφέρουσα ιστορία. Γάλλος, Γερμανικής καταγωγής, δεν ήταν περιηγητής, αλλά ένα είδος οικονομικού συμβούλου του Κράτους, διορισμένος από την Κυβέρνηση τού Κωλέττη, τού οποίου ήταν φίλος και προστατευόμενος, γνωστοί απο το Παρίσι.
Περιόδευσε το νεοσύστατο τότε Κράτος, αποφασισμένος να προχωρήσει στην πραγμάτωση τών θολών του οραματισμών, τού κοινωνικού μετασχηματισμού, βεβαίως εντελώς ανώριμου χρονικά, καθ’ όσον μετείχε ώς κεντρικό πρόσωπο, στην ομάδα τών λεγόμενων Σαινσιμονιστών, πού ήταν προδρομική ομάδα, τών Γάλλων σοσιαλιστών ( ο όρος αυτός για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον Σαιν-Σιμόν, στη Γαλλία, μετά την Γαλλική Επανάσταση ).
Στο Ημερολόγιο του, ο Eichthal γράφει, έχοντας πάντα οξύ και παρατηρητικό βλέμμα, στις βιομηχανικές και αγροτικές δυνατότητες.
Ως συνεπής σοσιαλιστής, είχε οραματιστεί την σύσταση αυτοδιαχειριζόμενων κτημάτων, με την μετοικεσία έμπειρων Γάλλων αγροτών, και, γι' αυτόν τον λόγο, διέτρεξε την πεδιάδα τού Σπερχειού και την κοιλάδα τού Κηφισού, εξετάζοντας τις δυνατότητες, κυρίως όπου υπήρχε ακαλλιέργητη εθνική γή, πλην τών ελαχίστων κεφαλοχωρίων, όπου οι κάτοικοι αγρότες, κατείχαν μικρή μοίρα. Οι υπόλοιπες εκτάσεις, ανακαταληφθείσες, από τούς Τούρκους δυνάστες, θεωρήθηκαν εθνική γή και είχαν κακή τύχη, από την άδικη διανομή, απο τούς κατά καιρούς επιτήδειους. Όλα αυτά βέβαια, τα περίεργα και επαναστατικά, γενόμενα γνωστά, στην Βαυαρική Αντιβασιλεία τού Αρμανσμπεργκ, τού στοίχισαν, παρά την στήριξη τού Κωλεττη, πρώτα την θέση του, τον έπαυσε, από οικονομικό σύμβουλο και μετά την απέλασή του.
Στο Ημερολόγιό του ο Eichthal γράφει, έχοντας πάντα στο μυαλό του, αξιοποίηση φυσικών και ανθρωπίνων εκμεταλλεύσεων και παρατηρητικό βλέμμα ότι «…η οδός Λειβαδειάς-Αταλάντης δύναται ευκόλως, να επισκευαστεί…». Την 11η Ιαν. 1835 «… Οδοιπορία εκ Μώλου εις Δραχμάνι…». Την 12 Ιαν. 1835, «…Εκείθεν εισέρχεται τις εντός δασώδους φάραγγος. Κατόπιν ανέβημεν το βουνόν, εν μέσω χιόνος, κατέβημεν δε επί δύο ώρας μέχρις ού φθάσαμεν στο Δραχμάνι…». 12 Ιουνίου 1835 «… μεταξύ Δραχμανίου και Λεβαδείας ή πεδιάς είναι κατά το τρίτον καλλιεργημένη. Η γή είναι ευφορωτάτη. Αθλία κατάστασις της λιθοστρώσεως και τών γεφυριών τής τουρκικής οδού.
Ανάγκη αμέσου επισκευής τής υπαρχούσης, γεφύρας ( φώτο 1-2 ) πρός αποφυγήν μεγαλυτέρας κατόπιν δαπάνης…». Εδώ είναι σαφής, προφανώς εννοούσε, το λεγόμενο και σήμερα, τουρκικό γεφύρι και την κατεστραμμένη σήμερα λιθόστρωτη οδό, μεταξύ Δραχμανίου-Στενών Παραποταμίων ( Κραβασαρά ), από την ράχη Πελαϊνος- Δόριζα-Παλούμπεη- γεφύρι Πορδίλα και συνέχειας . Στα σημεία αυτά, υπήρχαν καταγεγραμμένες, αγροτοποιμενικές εγκαταστάσεις και χωρίδια.
Αυτά έγραφε, ο μακάριος Eichthal το έτος 1835, πού είναι τα χρονικώς πλησιέστερα και αξιόπιστα, αλλά χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες, να επισκευασθεί και να γίνει, η γέφυρα αυτή προσβάσιμη και χρηστική.
Σ’ ένα τμήμα τής οδού, όπως βλέπουμε, στο παρατίθεμενο Βασιλικό Διάταγμα τού Γεωργίου Α' τού 1885, επεβλήθησαν Διόδια, ....είς το από Λεβαδείας, είς Κηφισσόν τμήματος Εθνικής Οδού.... ( έτσι ονομάστηκε μεγαλοπρεπώς, ο τότε καρόδρομος ). Τα Διόδια αυτά δεν ήταν τα μοναδικά, αλλά επεβλήθησαν, σ’ όλη την τότε Επικράτεια, όπου οι εφευρετικοί, αιώνιοι φορομπηχτικοί, εγκέφαλοι τής οικονομίας, ανεκάλυπταν και διέκριναν, κάποια εμπορική κίνηση. Έτσι κατόρθωσαν να επιβάλλουν Διόδια, σε μία χώρα, πού ακόμη αιμάσσουσα και γυμνή, είχε ελάχιστη ώς μηδαμινή, κίνηση εμπορευμάτων. Αυτό έγινε και στις διαδρομές Αθήνας-Ελευσίνας, Καλαμάτας-Νησίου, Λαμίας-Βαρυμπόπης ( Μακράς Κώμης σήμερα ) κ.λ.π., όπου μάλιστα αναφέρονται και διερχόμενες καμήλες.
Αυτά, τα περίεργα ασιατικά ζώα, είχαν ξεμείνει, φαίνεται από την εποχή τών Τούρκων, στο Ζητούνι, όπου υπήρχε πιθανότατα, κέντρο καμηλών- καραβανιών, ώς συνοριακή περιοχή, όπως υπενθυμίζει το διασωθέν μέχρι σήμερα τοπωνύμιο " Καμηλόβρυση ". Την εμπορική και επιβατική άλλωστε επικοινωνία, τού Ζητουνίου, ένθεν κι εκείθεν, ασφαλώς και επαρκώς, εξυπηρετούσαν οι θαλάσσιοι οδοί, μέσω Στυλίδος και Γραβιάς- Σαλώνων-Ιτέας, ή, Βιτρινίτζας κατά περίπτωσιν και Σκάλας Αταλάντης.
Οι οδικές συνδέσεις ήσαν σχετικά ασφαλείς, επιτηρούμενες μερικώς και κατά τόπους με στρατιωτικό απόσπασμα, με κεντρική υποτυπώδη αρτηρία, τήν ταχυδρομική οδό Αθηνών-Θηβών- Λεβαδείας-Ελατείας-Θερμοπυλών, όπου είχαν ιδρυθεί, τα αντίστοιχα ταχυδρομικά Γραφεία, μέσω τής αρχαίας Βασιλικής οδού, πού διήρχετο από το ιστορικό οροπέδιο τών Βασιλικών, όπου ηττήθηκαν τα τουρκικά στρατεύματα, στις 26 Αυγούστου 1821.
Είναι και περίεργο, να ελησμονήθησαν όλα αυτά, με την λειτουργεία τού εφήμερου ονόματος, τού Λαμιακού σιδηροδρόμου. Για τούς ενδιαφερόμενους, παραθέτουμε ολόκληρο το Βασιλικό Διάταγμα, όπου μπορεί να δει κανείς τις χρεώσεις, αλλά και τις απαλλαγές για τα Διόδια, γιατί υπήρχαν κι αυτές. Περιέργως τότε δεν εκδηλώθηκε κανένα παράξενο κίνημα τύπου « Δεν πληρώνω » κ.λ.π. πού είδαμε να εξελίσσεται τελευταία, παρότι οι αρειμάνιοι τότε πολεμιστές του Ιερού Αγώνα, δεν « σήκωναν μύγα στο σπαθί τους », σ’ αυτή την περίπτωση όμως, θεώρησαν ότι τα θεσμικά πλαίσια και οι νόμοι, πού διαμορφώνονταν, έπρεπε να είναι σεβαστά, λόγω συνθηκών, έστω και αν ελάνθαναν, κατά περίπτωση.
Η διάρκεια τών διοδίων, ήταν τριετής, παραχωρείτο δε η εκμετάλλευσις, σε ιδιώτες με δημοπρασία, ενώ υπήρχε αναλυτικός κατάλογος, για το χρηματικό ποσό, πού θα έπρεπε να καταβάλλεται, για κάθε μεταφορικό μέσο, ή, έμφορτο ζώο.
Το πόσο διήρκησαν τα διόδια αυτά και η εισπρακτική αποδοσις των, είναι άγνωστον.
* Υπο τύπον διοδίων υπήρχαν από την αρχαιότητα τέλη, ίσως και αργότερα, ονομαζόμενα στην Αθήνα Διαπύλια τέλη, για τήν εκφορά εκτός τών πυλών, τών σορών τεθνεώτων, ενώ ακόμη μερικά σημεία, ονομάζονται Φόροι, όπου υπήρχαν οικίσκοι φοροεισπρακτόρων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.