Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ
Όταν ο Μακρυγιάννης με τα παλικάρια του βγήκαν από το σπίτι του και τραβούσαν για το παλάτι, τότε, «τους πήραν στα χέρια όλους ο λαός». Ζητωκραύγαζαν οι αγωνιστές, ζητωκραύγαζε ο κόσμος, ζητωκραύγαζε ο στρατός......
Σε πανηγύρι ελευθερίας μετατρέπεται η επανάσταση. Εκείνη τη στιγμή τα πάντα ήταν δυνατά. «Χάλευαν»*, γράφει ο Μακρυγιάννης, «να μπούνε από τα παλεθύρια στο παλάτι» (σ. 141).
Ο Μακρυγιάννης αγωνίζεται να συγκράτηση την οργή του πλήθους. Εξηγεί :
—Εμείς θέλομεν να μας δώση ο βασιλέας μας εκείνο οπού αποχτήσαμεν με το αίμα μας και θυσίες μας, οπού τα καταπάτησε κι ο Καποδίστριας… Να μας κυβερνάγη συνταματικώς. Δι’ αυτό, αδελφοί, σηκωθήκαμεν και κιντυνέψαμεν, κι όχι να κάμωμεν αταξίες, ούτε εις το περιβόλι να μην πλησιάση κανένας και πειράξετε ούτ’ ένα φύλλο.
Και στα Απομνημονεύματά του προσθέτει :
«Σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, ότι ο ευλοημένος ο λαός της πρωτεύουσας δεν βήκεν έξω από τον γενναίον πατριωτισμό του κι από την απερίγραφτη αρετή του ούτε μια τρίχα. Πέφταν μαντίλια των ανθρώπων, ταμπακέριες ασημένιες κι άλλα σ’ εκείνον τον πληθυσμόν κι έβαιναν ντελάλη και φώναζε, και τάδιναν εκεινών οπού τάχασαν». (σ. 141).
Τη σύμπνοια και την ανωτερότητα του επαναστατημένου λαού και στρατού τονίζουν και οι εφημερίδες εκείνου του καιρού. Η «Αθηνά» (8.9.1843) γράφει: «Οι στρατιώτες εφέροντο ευνοϊκώτατα και αδελφικώς προς τους πολίτας και οι πολίται με αγάπην και σέβας προς τους στρατιώτας. Ουχί μόνον δεν εζημιώθη, ούτε εβλάφθη ουδείς εκεί, αλλά ησθάνετό τις εαυτόν ασφαλή ως εν τω μέσω μιας παρατάξεως».
Και ο Α. Σούτσος λέει επιγραμματικά:
«Δεν κατεδέχθημεν να εμπτύσωμεν ένα εκ των διαβαινόντων Βαυαρών» («Η μεταβολή της 3ης Σεπτεμβρίου» σ. 18-19).
Αξίζει να παραθέσουμε και το ακόλουθο περιστατικό που αναφέρει ο Κρέμος:
«Τον φόβον και ενδοιασμόν διεδέξατο ανεκλάλητος χαρά. Οι άνθρωποι ησπάζοντο αλλήλους, εν οις και οι ανδρείοι Κρήτες οπλιτάρχαι και πολεμισταί της τελευταίας ατυχούς κρητικής επαναστάσεως διεκρίνοντο εκ τε των ενδυμάτων και του γιγαντιαίου σώματος και των μακραίων τουφεκίων, οίτινες, δεκακρυσμένοι, συν τοις φωναίς: Ζήτω το σύνταγμα, ανεμείγνυον και την προσφιλεστάτην εκφώνησιν : Ζήτω η Κρήτη» («Γενική Ιστορία», τ. δ’, σ. 1085).
Ο Μακρυγιάννης αφήνει τα παλικάρια του μπροστά στο παλάτι και πηγαίνει στο Συμβούλιο της Επικρατείας όπου, καθώς θα δούμε, θα μετατεθή προσωρινά το κέντρο του βάρους των εξελίξεων εκείνης της μέρας.
* Χάλευαν = ζητούσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.