Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα Κυριακή 24 Νοεμβρίου.....

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΡΕ. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΥΣΚΟΛΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ "Όταν γύρισα στο χωριό, φορούσα ένα ξύλινο κατασκεύασμα στη θέση του αριστερού μου ποδιού. Περπατούσα με το ζόρι και κουτσαίνοντας…

"Γυρίζοντας στο χωριό πίστευα πως θα βρω την ηρεμία μου. Πράγμα που δεν έγινε. Όλα όσα έβλεπα να γίνονται γύρω μου απ’ την πλευρά των συμπατριωτών μου με πλήγωναν φοβερά".
Από  σήμερα  θα  αρχίσουμε  να  δημοσιεύουμε  μερικά  χαρακτηριστικά  αποσπάσματα  από την  "Αυτοβιογραφία " του Γιάννη  Μαρρέ. Την  ηλεκτρονική  μετατροπή έκανε  η  ανηψιά του  Βαρβάρα  Βελέντζα. Σημειώνουμε  ότι  η κατάσταση με  την  οικία  που δώρησε  η οικογένεια  Μαρρέ στο Δήμο οχι  μόνο παραμένει  η  ίδια  αλλά  χειροτερεύει  ημέρα  με  την  ημέρα.  Πιστεύουμε  κάποια  στιγμή  θα  κάνουμε,   για  μια  φορά  ακόμα,  ιδιαίτερη  αναφορά  σε  αυτήν.

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΥΣΚΟΛΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Στ’ αυτιά μου κάθε τόσο έφταναν οι φράσεις μερικών που μου μαχαίρωναν.........


                     

                     ΜΙΑ ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ  ΠΛΗΡΩΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟΥ ΣΗΜΕΡΑ  ΣΠΙΤΙΟΥ  ΤΟΥ.

.......την καρδιά: «Κουτσό» με ανέβαζαν και «Κούτσαυλο» με κατέβαζαν. Στο νου μου βούιζαν ένα σωρό δυσάρεστα πράγματα και ένοιωθα πως κάποιος μέσα μου φώναζε δυνατά: «Και εδώ τα ίδια… τα ίδια και εδώ, τι έγινες θέαμα».
Πνιγόμουν, δεν ήξερα τι να κάνω.
Η Ζωή είναι από μόνη της δύσκολη, γιομάτη προβλήματα που ζητούν την επίλυσή τους από μας. Με τα προβλήματα αυτά δυσκολεύεται κανείς να τα βγάλει πέρα, ακόμα και όταν είναι γερός. Πόσο μάλλον εγώ, ένας ανάπηρος- σκεφτόμουν και η πίκρα, η ίδια τανάλια, μου έσφιγγε την καρδιά..
Τα κορίτσια του χωριού με κοίταζαν περίεργα και μερικά απ’ αυτά ούτε με χαιρετούσαν. Κάτι που με πλήγωνε φοβερά. Και ακριβώς τότε, βαθιά πικραμένος, έγραψα το παρακάτω ποίημα:

ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ


Δεν ξέρω αν ήταν πρόθεση
Γι αστείο ή διαταγή.
Πάντως μου το είπαν,
«Δεν έχεις το δικαίωμα»
Το χέρι μου έμεινε μετέωρο
Λίγο πιο εδώ απ’ το τριαντάφυλλο.
Κι ύστερα
Ακουμπώντας στο ραβδί μου
Πήρα ξανά τον δρόμο μου
Σφυρίζοντας λυπητερά
Κάτω απ’ τον ήλιο.

Ωστόσο, τα πράγματα μερικές φορές στη ζωή μας, χωρίς να το περιμένουμε αλλάζουν. Στο διήγημά μου «Δοκιμασία» που έγραψα αργότερα, αναφερόμενος στην κατάστασή μου αυτή, γράφω:
Έλεγα:  «Χάθηκα. Πάνε οι γυναίκες από μένα. Πάει η ζωή…»
Ήταν ψέματα. Γυναίκες βρέθηκαν, αλλά δεν είχε βρεθεί ακόμη η μία. Ώσπου μια μέρα βρέθηκε. Είπαμε πολλά, πρώτα με τα μάτια. Ύστερα συναντηθήκαμε, γιατί έπρεπε να της πω κάτι για την κατάστασή μου. Πήγα να της πω πως…
                                   
-       Σουτ! Τα έχω σκεφθεί όλα…, μου είπε και έκανε έτσι δα το δάκτυλό της…
Της έπιασα τα χέρια, την τράβηξα πάνω μου:
-       Φοβάσαι; ψιθύρισα, γιατί κάτι έπρεπε να πω.
-       Κουτή θα ‘μια…
                                              
Μου χαμογέλασε κι εγώ τη φίλησα. Αυτή ήταν η τελευταία απ’ τις «αγαπημένες» γιατί ήταν ξέρεις η γυναίκα μου… με την οποία και παντρευτήκαμε τον Οκτώβριο του 1947.

"Γ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.