Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», του Απόστολου Καλδάρα, είναι ένα από τα πιο γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια, που έχει τραγουδηθεί από πολλούς καλλιτέχνες σε επανεκτελέσεις (Γιάννης Πουλόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Τζένη Βάνου, Μαρινέλα, Γιώτα Λύδια και άλλοι). Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1947 με τη φωνή της Στέλλας Χασκίλ. .....
Το τραγούδι γράφτηκε με αφορμή τις συλλήψεις αριστερών κατά τον Εμφύλιο και ο Καλδάρας το εμπνεύστηκε κοιτώντας τις φυλακές του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη, όπου οδηγούνταν κάποιοι από τους συλληφθέντες....
Ο τρικαλινός συνθέτης και στιχουργός είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του και βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε στη Γεωπονική και παράλληλα δούλευε σαν μουσικός. Αριστερός και ο ίδιος, είχε διηγηθεί σε συνέντευξή του στον ερευνητή ρεμπέτικου τραγουδιού, Παναγιώτη Κουνάδη, πώς έγραψε το τραγούδι: «Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά τον Δεκέμβρη αρχίσαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός πέθανε, Θεός σχωρέστον- τον Μίγκο. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο – το Γεντί Κουλέ. Και μ” έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του. Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω, από “κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το “βλεπα. Εκείνη τη φορά μου “κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου “κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ” τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και “κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου “δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το “γραψα τότε στις αρχές του ’45». Οι στίχοι του τραγουδιού ενόχλησαν τη λογοκρισία, η οποία το απαγόρευσε. Έτσι ο Καλδάρας αναγκάστηκε να αλλάξει τους στίχους....
Οι αρχικοί στίχοι που απορρίφθηκαν:
Το τραγούδι γράφτηκε με αφορμή τις συλλήψεις αριστερών κατά τον Εμφύλιο και ο Καλδάρας το εμπνεύστηκε κοιτώντας τις φυλακές του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη, όπου οδηγούνταν κάποιοι από τους συλληφθέντες....
Ο τρικαλινός συνθέτης και στιχουργός είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του και βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε στη Γεωπονική και παράλληλα δούλευε σαν μουσικός. Αριστερός και ο ίδιος, είχε διηγηθεί σε συνέντευξή του στον ερευνητή ρεμπέτικου τραγουδιού, Παναγιώτη Κουνάδη, πώς έγραψε το τραγούδι: «Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά τον Δεκέμβρη αρχίσαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός πέθανε, Θεός σχωρέστον- τον Μίγκο. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο – το Γεντί Κουλέ. Και μ” έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του. Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω, από “κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το “βλεπα. Εκείνη τη φορά μου “κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου “κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ” τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και “κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου “δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το “γραψα τότε στις αρχές του ’45». Οι στίχοι του τραγουδιού ενόχλησαν τη λογοκρισία, η οποία το απαγόρευσε. Έτσι ο Καλδάρας αναγκάστηκε να αλλάξει τους στίχους....
Νύχτωσε και στο Γεντί, το σκοτάδι είναι βαθύ,
κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Άραγε τι περιμένει, όλη νύχτα ως το πρωί,
στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελί.
Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί,
τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή.
Οι στίχοι που εγκρίθηκαν:
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ,
κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Άραγε τι περιμένει, όλη νύχτα ως το πρωί,
στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει με κερί.
Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, με βαρύ αναστεναγμό,
ας μπορούσα να μαντέψω της καρδιάς του τον καημό....
Μετά την αλλαγή των στίχων το τραγούδι ηχογραφήθηκε με τη Στέλλα Χασκίλ και σημείωσε μεγάλη επιτυχία
Εξαιτίας της λογοκρισίας, έχασε τον αρχικό του χαρακτήρα και ερμηνεύτηκε ως ερωτικό τραγούδι που περιγράφει τον καημό κάποιου ερωτευμένου. Μάλιστα το 1949 ο Μάνος Χατζιδάκις σε εκδήλωση για το ρεμπέτικο, κατά τη διάλεξη του ανέφερε για το τραγούδι: «Ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίνοντας μια τόσο λεπτή μα έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα».
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού:...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.