Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα Τρίτη 23 Απριλίου..... η εορτή του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου μεταφέρεται τη Δευτέρα, 6 Μαΐου 2024.....Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου.....

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Γλωσσάρι Ντοπιολαλιάς Σουβάλας Παρνασσού - Γιάννης Αθ. Λαγός ΜΕΡΟΣ 4ον

ΜΕΡΟΣ 4ον  (Κ)
Όπως αναφέρω και στην Εισαγωγή αυτού του πονήματος, είναι λογικό, το Γλωσσάρι αυτό να έχει ελλείψεις, ακόμα και λάθη. Για την πληρέστερη ενημέρωσή του, είναι δεκτή κάθε παρατήρηση και σχόλιο από τους φίλους συγχωριανούς,
Γιάννης  Αθ. Λαγός  .....

Κ

καβαλάρης
οριζόντια δοκός σκεπής. Κεραμίδια στην ένωση ( κορυφή ) της σκεπής
καβαλίνες
κόπρανα μεγάλων ζώων
καβούκι
τσόφλι, καύκαλο χελώνας, περίβλημα
καγκέλι
αντικρυστός χορός, είδος μουσικής φόρμας
κάδη
μεγάλο ξύλινο βαρέλι, ανοιχτό στο πάνω μέρος για το πάτημα σταυφλιών
καζάνας
αργόστροφος, κεφάλας
καζαντάω
αποκτάω πλούτη.
καζάντεμα
συσσώρευση πλούτου ( και καζάντι ). Καζάντια(τα) = προκοπή γενικά
καζιάκα
αμάνικο γιλέκο. Είδος ξύλινης κατασκευής για μεταφορά οικοδομικών κυρίως υλικών
καθάριο
σταρένιο ψωμί
καϊάρα
(επιρ) κούρεμα με την ψιλή
καΐλα
φλόγωση, καούρα στομαχιού ( μετφ έντονη επιθυμία, καϋμός )
κακαβάκι
μικρό καζάνι
κακαβάκι
(επιρ) μεταφορά κάποιου- συνήθως τραυματία- σηκωτού
κακάβι
μεγάλο καζάνι
κακαράντζες
κόπρανα γιδοπροβάτων
κακοσιότροπος
ιδιότροπος, κακοσουλούπωτος
κακοσυναίβατο
άσχημο συμβάν, (σύμφωνα με τον δάσκαλο Πέτρο Δημητρίου, η λέξη υπάρχει και στην απάνω  Αγόριανη)
κακοφορμίζω
μολύνομαι στην πληγή
κακοφόρμισμα
επιμόλυνση πληγής
κακό'χω
επιβουλεύομαι κάποιον
καλάϊ
κασσίτερος, υλικό καλατζήδων
καλαμάρι
θήκη κονδυλοφόρου
καλάμι
το φυτό καλάμι. Κόκκαλο κνήμης. Σουραύλι, φλογέρα
καλαμιά
θερισμένο χωράφι σιτηρών
καλαμίδια
μασούρια για τον αργαλειό
καλαμκανάς
πελαργός, λελέκι (κανιά σαν καλάμια )
καλάνι
χοντρό ξύλο σκαμμένο για να περνάει νερό, νεώτερα και τσιμεντένιο ή μεταλλικό
καλατζής
γανωτής, επικασσιτερωτής
καλέσματα
προσκλήσεις για γάμο ( μοιράζονταν από ομάδα φίλων του ζευγαριού, με τη συνοδεία κρασιού κ.λ.π )
καλιάζω
συμπίπτω, συναντώ
καλιακούδια
κάργιες
κάλιασμα
συνάντηση, σύμπτωση
καλιβατσάνα
ερωτικό σύμπλεγμα σαλιγκαριών
καλιγοσφύρι
το σφυρί του πεταλωτή
καλίγωμα
πετάλωμα
καλιγωμένος
πεταλωμένος ( μετφ πανέξυπνος )
καλιγώνω
πεταλώνω (από το λατν caliga αρβύλα )
καλιγωτής
πεταλωτής
καλιμάνα
είδος αποδημητικού πουλιού ( μεταναστεύει σε μεγάλα κοπάδια το χειμώνα )
καλκάνι
αέτωμα στήριξης σκεπής
καλντερίμι
δρόμος στρωμένος με λίθινους κύβους
καλόγερος
φλεγμονή του δέρματος, δοθιήνας
καλοπίχερα
(επιρ) ομαλά, εύκολα, με καλό σκοπό
καλοσκαιράω
πρωτοτρώγω φρούτο, λαχανικό κ.λ.π στην εποχή του (και καλοσκαιρίζω)
καλούδια
δώρα
καλπουζανιά
νοθεία, απάτη,ζαβολιά
καλτεμίρι
σιδερένιος σύρτης για να αμπαρώνει η πόρτα, μάνταλο ( τούρκικη λέξη , την άκουσα  από τον μακαρίτη τον μπάρμπα-Χρήστο Κορτσέλη)
καλτσοδέτες
ελαστικά στηρίγματα καλτσών
καλτσούνια
μάλλινες κάλτσες ( και σκαλτσούνια )
καλύβα
( και καλύβι ) πρόχειρο κατάλυμα σε χωράφι ή στο βουνό και μόνιμο σε μαντρί ως κατοικία του τσοπάνη
καμίνι
μέρος όπου ανάβει φωτιά για ειδικούς σκοπούς (εργαστήρι σιδερά, ασβεστοκάμινος )
καμισόλα
πουκαμίσα, μάλλινη ζακέτα
καμουτσίκι
μαστίγιο ( και καμτσίκι )
καμπαλίτικος
θηριώδης, χοντροφτιαγμένος, κρεμανταλάς
καμπανέλια
όρχεις
καμπάς
όγκος ( ογκώδης κατασκευή σπιτιού κ.λ.π )
καμπίσιος
κάτοικος χωριών του κάμπου, ο αναφερόμενος στον κάμπο
καμπλιάφι
καλημαύχι, ( αρχική λέξη : καμηλαύχι ), το καπέλο του παπά
καμπόσος
αρκετός
κάμποτ
χοντρό βαμβακερό ύφασμα
καμπρολάχανο
λάχανο, κράμβη, μάπα
καμώνομαι
προσποιούμαι ότι κάνω
κανάβι
φυτό κάνναβης που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τριχιών, σκοινιού, υδραυλικές εργασίες κ.λ.π
καναβίδι
χοντρό σκοινί, τριχιά
κανάκεμα
χάϊδεμα
καναπίτσα
λυγαριά ( δάνειο από την αλβανική γλώσσα )
κανάτι
κανάτα, δοχείο νυκτός
κάνιστρο
φαρδύ ρηχό κοφίνι
καντάρι
στατήρας
καντάριασμα
ευθυγράμμιση
καντήλα
καρπός βαμβακιάς. Σπυρί με πύον
καντήλιασμα
σπύριασμα σώματος. Μεσουράνημα ήλιου
κάντιο
γλύκισμα, ζαχαρωτό
καούρικος
καυτερός ( συνήθως επί πιπεριών )
κάπα
πανωφόρι τσοπάνων από γιδόμαλλο
καπάκια
πέτρες επίπεδες ( πλάκες ) για σκέπασμα μαντρότοιχων
καπακιάζω
σκεπάζω ( και καπακώνω )
καπάκωμα
σκέπασμα, κλείσιμο
καπιστράνα
χαλινός ( και καπίστρι )
καπίστρωμα
τοποθέτηση χαλινών, χαλιναγώγηση
καπότα
κάπα, πανωφόρι βοσκών από γιδόμαλλο
καπότι
κοντή κάπα
καπούλια
πισινά ζώων (έκφρ: το φόρτωσε μέχρι και στα καπούλια ή το καβαλίκεψε πισωκάπουλα)
καπρί
αγριογούρουνο αρσενικό
καπριτσιώνω
θυμώνω(ιδίως με ασήμαντη αφορμή) <ιταλ capriccio
καραβέλια
μεγάλου μεγέθους μαύρα πουλιά, που έρχονται σε σμήνη από τα βόρεια, προάγγελοι του Χειμώνα
κάρακλος
ύστατος, τελευταίος
καρακόλι
χωροφύλακας. Παραφύλαγμα
καρακούζα
κρανίο, καύκαλο
καράλης
βορειοανατολικός παγωμένος άνεμος
καραμάνικο
μαύρο. Φυλή προβάτων ( τα καραμάνικα )
καραμελωτό
είδος υφαντού ( και καραμελωτή )
καραμούζα
κλαρίνο, ζουρνάς ( από το ιταλ carnmusa )
καραμουζώνω
σφίγγω τα χείλη, δυστροπώ, αποστρέφω το πρόσωπο
καραμπούλι
μικρή καράφα
καραπουτσαριό
αδιαφορία, τεμπελιά
καράφα
κανάτα κυρίως για κρασί
καραφάνταλο
ελαφρύς, ασυλλόγιστος άνθρωπος , επιπόλαιος
καργαρώνω
γεμίζω πολύ κάτι, σφίγγω γερά
καρδάρα
μεταλλικό ή ξύλινο δοχείο, κυρίως για γάλα
καρελιάζω
βγάζω φλύκταινες στο δέρμα
καρέλιασμα
κοκκίνισμα, ερεθισμός δέρματος κυρίως από αλεργία ή χτυπήματα με βέργα
καρέλιασμα
κοκκίνισμα, ερεθισμός του δέρματος
καριοφίλι
είδος όπλου του 18ου αιώνα, ενώ καρυοφύλλι είναι είδος φυτού <κάρυον+φύλλον
καριοφιλιά
καριοφίλι ( όπλο του 18ου αιώνα ). Το όνομα ως γνωστόν, προήλθε από το πώς διαβάζανε οι έλληνες την φίρμα Carlo e figli (Κάρολος και υιοί)  που το έφτιαχνε
καρκανιάζω
ξεροψήνω ( και ξεροψήνομαι )
καρκάνιασμα
καρβούνιασμα
καρκανιασμένος
παραψημένος, καρβουνιασμένος
κάρκαρης
ρουφήχτρα, καταβόθρα, τρύπα σε ποτάμι, λίμνη κ.λ.π όπου χάνεται το νερό
καρλιάφτης
άνθρωπος με μεγάλα πεταχτά αυτιά
καρλιαφτίζω
 χτυπάω κάποιον στ' αυτιά
καρμαλιάζω
καρβουνιάζω, παραψήνω κάτι
κάρμαλο
παραψημένο, καρβουνιασμένο
καρμανιόλα
λαιμητόμος. Καταδίκη σε θάνατο
καρμίρης
τσιγκούνης, μίζερος
καρνέλα
κάνουλα βαρελιού  (κυρίως ξύλινου κρασοβάρελου)
καρνήθρες
υπολείμματα από καμένα άχυρα κ.λ.π. . Κομμάτια καμένου ξύλου που πετάγονται απ' το τζάκι
καρόδρομος
στενός δρόμος που χώραγε ένα κάρο ( συνήθως οδηγούσε σε νταμάρι πέτρας )
καρούλα
φλύκταινα, ερεθισμός και οίδημα στο δέρμα ( και καρέλα )
καρούλι
τροχαλία, τροχός με αυλακιά γύρω
καρπίτι
μικρό υφαντό χαλί
καρπολόϊ
γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα
καρτεράω
περιμένω, στήνω ενέδρα
καρτέρεμα
αναμονή, ενέδρα
καρτσακλειό
πρόχειρο κατασκεύασμα, αποθηκούλα, κοτέτσι
καρυά
καρυδιά
καρύδι
καρπός καρυδιάς. Καρπός βαμβακιάς που δεν έχει ανοίξει. Εξόγκωμα λαιμού ( το μήλο του Αδάμ )
καρυδώνω
σφίγγω στο λαιμό, πνίγω κάποιον
καρύκωμα
ούγια για να μην ξεφτάει το ύφασμα
καρυκώνω
ράβω την ούγια
κάσα
φέρετρο
κασέλα
μπαούλο
κασίδα
 ψώρα του κεφαλιού
κασιδιάρης
αυτός που έχει κασίδα, ψωριάρης, ( μετφ ψωροπερήφανος )
κασκαρίκα
πάθημα, αστείο σε βάρος κάποιου
κασμάς
γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο ( μετφ αστοιχείωτος άνθρωπος )
καστραβέτσι
αγριοκάρπουζο μικρό, είδος ξυλάγγουρου ( αλβανική λέξη )
καταβόθρα
βαθύ άνοιγμα σε έδαφος βράχια κ.λ.π
καταβολάδα
κλαδί που φυτεύεται στη γη, χωρίς να αποκοπεί από το κυρίως φυτό ( συνήθως κλήμα )
καταβολιάζω
φυτεύω καταβολάδες
καταηλιού
(επιρ) φάτσα στον ήλιο, χωρίς προφύλαξη απ' τον ήλιο
κατακαταή
(επιρ) καταγής, πάνω στο χώμα
κατακέφαλο
καρπαζιά, δυνατή σφαλιάρα
κατακιάζω
κατακάθομαι, καταπραΰνομαι, μαλακώνω (απαντάται σε 3ο ενικό)
κατακούκλα
(επιρ) σκεπασμένος ή ντυμένος βαριά
κατακούμπλα
(επιρ) σκέπασμα με πολλά βαριά σκεπάσματα
κατακούτελα
 (επιρ) στο μέτωπο
κατανταίνω
παρακμάζω, ξεπέφτω, καταλήγω άσχημα
κατάντημα
παρακμή ( και κατάντιο )
καταπέφτω
γερνάω γρήγορα, απότομα
καταπιεσιά
γουλιά
κατάπλασμα
έμπλαστρο, επίθεμα
καταρράχτης
γκλαβανή για κάθοδο στο υπόγειο σπιτιού ή άνοδο στο ταβάνι
κατασάγουρα
(επιρ) κατάσαρκα
κατάσαρκα
 (επιρ) κατευθείαν πάνω στο σώμα ( εκφρ: φόρεσα αυτό το πουλόβερ κατάσαρκα, δηλ χωρίς φανέλα και πουκάμισο )
κατάσβεμα
πότισμα χωραφιού με μπόλικο νερό
κατασβένω
ξεδιψάω, ποτίζω έντονα χωράφι. (μεταφ πίνω πολύ κρασί)
κατεβασιά
απότομη αύξηση ροής νερού σε ποτάμι ή ρέμα λόγω μπόρας
κατσαπρόκος
δαιμόνιος ( από το ιταλ catcia broka σημαίνει κοντό σουβλί )
κατσιαβάνικος
ιδιόρρυθμος, δύστροπος
κατσιάζω
συμπτύσσομαι,κακοσυμμαζεύομαι, λαγιάζω. Κατσιασμένος =κακοσυμμαζεμένος
κατσικομούνουχο
ευνουχισμένος τράγος από μικρή ηλικία
κατσιούλα
κουκούλα συνήθως κάπας ( από το βλαχ  caciula )
καφοκούτι
τσίγκινο κουτί για καφέ
καψαλήθρες
κομμάτια καμένου ξύλου που τινάζονται απ' τη φωτιά
καψερός
δυστυχής
καψοκαλύβας
επικίνδυνος στη συμπεριφορά, τυχοδιωκτικός, ριψοκίνδυνος
καψούλι
καψύλιο (μετφ έξυπνος άνθρωπος )
κδέλα
στροφή  ( από το κορδέλα )
κδέλες
δρόμος (κυρίως αμαξιτός ) με στροφές
κέθρο
κέδρος
κεθρόμηλα
μικροί καρποί του κέδρου
κεθροπάλουκο
παλούκι από ξύλο κέδρου
κειαπάνω
(επιρ) εκεί πάνω
κεικάτω
(επιρ) εκεί κάτω (προφ:  κ'κατ')
κεμέρι
σακουλάκι για τα χρήματα
κεντρώνω
μπολιάζω ( επι δένδρων )
κενώνω
σερβίρω φαγητό,  ( αλλά και αποπατώ )
κεραλοιφή
φαρμακευτικό παρασκεύασμα για δερματοπάθειες
κερατένιος
πονηρός, διαβόλου κάλτσα
κερατόψητος
πονηρούλης
κερατώνω
κουτουλάω ( επί ζώων )
κερατωσιά
τα κέρατα τράγου ή κριαριού στο όλο άνοιγμά τους
κερδεύω
κερδίζω
κερεστές
σανός ( τούρκικη λέξη )
κερλεντίτσι
καρπουζάγγουρο (και τερλεγγίτσι)
κερχαναντάς
ασυλόγιστος, άμυαλος άνθρωπος αλλά και ''μπουρδελιάρης'' ( από το τουρκ karhane που σημαίνει μπουρδέλο )
κερώνω
κιτρινίζω απ' το φόβο
κετσές
γέμισμα για σαμάρια ή λαιμαργιές ( συνήθως αρνόμαλλο )
κεφαλάρι
πηγή με πολύ νερό
κεφάλωμα
σκαρφάλωμα, υπερκέραση
κεφαλώνω
αναπτύσσομαι γρήγορα, υπερκαλύπτω
κιαπέκει
(επιρ) και ύστερα
κιαρίζω
ξελαμπικάρω, ξεκαθαρίζω , ( απ' το ιταλικό chiaro που σημαίνει καθαρό ). Συνήθως απαντάται σε γ’ ενικό  (Εκφρ: άρχισε να κιαρίζει το κρασί)
κιλίμι
πολύχρωμο υφαντό στρωσίδι
κιντέρι
βάσανο ( έκφρ: όλα τα κιντέρια του ντουνιά…….-αμφότερες τούρκικες λέξεις )
κιότεμα
φόβος, υπαναχώρηση
κιοτεύω
φοβάμαι, υποχωρώ
κιοτής
φοβητσιάρης
κιούνι
σωλήνας φαρδύς, ξύλινος, πλαστικός  κ.λ.π , λούκι, υδραύλακο
κιούνιασμα
σωλήνωση
κιργιαρίνα
μεγάλο πουλί σαν κίσσα
κιρκινέζι
γερακοειδές πτηνό
κιτάπι
βιβλίο, παλιό χειρόγραφο, τίτλοι ιδιοκτησίας
κιωμένος
συμπληρωμένος
κιώνω
συμπληρώνω
κλάπα
φαρδιά σανίδα
κλάπας
 αυτός που έχει ''σπασμένους'' όρχεις, ( και κλαπαρχίδας )
κλαπάτσα
ασθένεια γιδοπροβάτων (και χλαπάτσα)
κλάρα
(επιρ) απλωμένα
κλαρί
κλαδί, σύνολο τρυφερών κλαδιών  ( μετφ  αντάρτικο, ληστεία )
κλαρίτης
αντάρτης αλλά και λήσταρχος
κλάρωμα
κρέμασμα, ανέβασμα, αναρρίχηση
κλαρώνω
απλώνω κάτι, αναρριχώμαι
κλασίνα
ακαταστασία, ασκουπισιά
κλειδοπίνακο
ξύλινο σκεύος για ελιές
κλέμι
αχαμνό, αδύνατο ( κυρίως επι αιγοπροβάτων )
κλουβιαίνω
χάνω το μυαλό μου, παθαίνω αλτσχάϊμερ
κλουπακάω
ανακινώ δοχείο με υγρά
κλουπάκημα
ανακάτεμα υγρών
κλούφι
θήκη διαφόρων αντικειμένων ( από το κελύφιον, κέλυφος )
κλωτσοτύρι
τυρί από χοντρό γάλα  ( και κλώτσα )
κόβοντας
(επιρ) σχεδόν ταυτόχρονα, μια προηγείται ο ένας και μια ο άλλος  (και συμπανεύοντας)
κόγκσες
υπεκφυγές, ιδιοτροπίες (και κόνξες)
κόθρος
σκληρή άκρη ψωμιού ή πίττας
κοθώνι
παλιό ογκώδες μεταλλικό νόμισμα (το όνομα προέρχεται απ' το ότι είχε επάνω τον Όθωνα). Χρήσιμο το κοθώνι και στο παιγνίδι  "τόκα"
κοϊλλαμα
κακάσχημη, ανόητη γυναίκα και γενικότερα άνθρωπος (και κουϊλλαμα)
κοιλούνης
άνθρωπος μονοκόμματος, στενόμυαλος
κοιλούνι
το στενό μέρος του κασμά
κοϊόνος
είρωνας, πονηρός, αυτός που κοροϊδεύει (από το επτανησ κογιόνος = αυτός που κοροϊδεύει, κογιονάρει)
κοιτάζομαι
κάθομαι κάτω, ησυχάζω (απ' το κοίτη)
κοκεύω
σημαδεύω, πετυχαίνω (από το αλβαν koha=κεφάλι)
κοκκινόεια
χωράφια με κόκκινο χώμα
κοκκόνι
πέος μικρού παιδιού
κοκορελιάζω
σκαρφαλώνω και κάθομαι κάπου
κοκόσια
καρύδι
κόκοτος
κόκορας
κοκουνας
μεγάλη μύγα των ζώων (κυρίως βοοειδών), (πάντα προφέρεται κούκνας)
κολαούζος
προσκολλημένος
κολάστρα
το πρωτόγαλα των αιγοπροβάτων
κολάω
ανεβαίνω, σκαρφαλώνω. Ανάβω κερί ή φωτιά. Συμπλέκομαι
κολϊ
άνεση, συνήθεια, (έκφρ:  πήρε το κολάϊ)
κολιγιά
συνεταιρισμός
κολιγιάζω
συνεταιρίζομαι
κολιέμαι
συμπλέκομαι
κολιτσίδα
ζιζάνιο του οποίου τα σποράκια κολλάνε στα μαλλιά των γιδοπροβάτων. (μετφ προσκόλληση)
κόλλημα
σκαρφάλωμα. Συμπλοκή. Άναμμα φωτιάς
κολόβιο
πουλόβερ αμάνικο
κολοκούρισμα
ελαφροκούρεμα των οπισθίων των γιδοπροβάτων
κολόκουρο
δεύτερης ποιότητας μαλλί
κολοκυθομπρίανο
φαγητό με πολλά ζαρζαβατικά. (μετφ οι…. σαχλαμάρες)
κολτσίνα
τράπουλα, παιγνίδι με τράπουλα
κολυμπίδια
βαφτίσια
κόλυμπο
(επιρ) μούσκεμα
κομίδι
ρητίνη αμυγδαλιάς, ροδακινιάς, βερικοκιάς κ.λ.π
κομπανία
συντροφιά μαστόρων, οργανοπαιχτών κ.λ.π
κομπιάω
δυσκολεύομαι, κομπιάζω
κομπίνα
μηχανή αλωνίσματος σιτηρών
κομποθιά
θηλειά, κομποθηλειά
κομποθιάζω
κάνω κόμπο
κομποθιασμένος
μπερδεμένος
κονάκι
κατοικία κυρίως των ποιμένων
κονδα
ψείρα
κονεύω
φιλοξενούμαι, ενδιαιτώμαι προσωρινά
κονιάζω
εγκαθίσταμαι, φτιάχνω κονάκι
κοντανάσα
λαχάνιασμα
κοντανασαίνω
λαχανιάζω
κόντεμα
πλησίασμα
κοντόγιομος
σχεδόν γεμάτος
κοντοπάλουκο
μικρό παλούκι
κοντοσυμπάω
υποδαυλίζω τη φωτιά με φύσημα
κοντύλι
ειδικό μολύβι για γραφή σε ''πλάκα''
κοντύλω
όμορφη γυναίκα, κοντυλογραμμένη
κοπανάω
χτυπάω ρούχα με τον κόπανο. Χτυπάω δυνατά κάποιον
κοπάνι
μικρός κόπανος. Σανίδα του αργαλειού. Μπούτι κοτόπουλου
κόπανος
ξύλο φαρδύ στη μια άκρη, για χτύπημα των ρούχων στο πλύσιμο. (μετφ:  κουτός, βλάκας)
κόπιασμα
κούραση
κόπιτσα
πιαστήρι ενδυμάτων. Είδος πόρπης ζώνης σε παλιά γυναικεία ρούχα
κοπνα
ξύλινη ''σκαφτή'' λεκάνη, όπου έβαζαν τροφή στις κότες ή στα γουρούνια
κοπριά
σύνολο κοπράνων ζώων
κοπρόχωμα
εύφορο χώμα χάρις στην κοπριά
κόρα
το σκληρό μέρος του ψωμιού
κορδελάντζος
φάρυγγας (κυρίως επι αιγοπροβάτων και πουλερικών)
κορδοπάτημα
ψωροπερηφάνια
κόρδωμα
τέντωμα, ψήλωμα
κορδωμένος
τεντωμένος, περήφανος (μετφ το σε στύση πέος)
κορδώνω
τεντώνω, ψηλώνω, μακραίνω (μετφ πεθαίνω)( έκφρ: αυτός τα κόρδωσε)
κοριάζει
ξεραίνεται η επιφάνεια σε κάτι φαγώσιμο (απ' το πολύ ψήσιμο) (κυρίως σε γ’ ενικό)
κόριζα
τσιριχτή χαμηλή φωνή, όχι φυσιολογική (και κόρυζα)
κορμοφάνελλα
φανέλα μάλλινη υφαντή
κορος
η εποχή του κουρέματος των γιδοπροβάτων
κορφάδες
τρυφερές κορυφές κολοκυθιάς (φαγώσιμες)
κορφοκολάω
μόλις πιάνω απ' το αντί του αργαλειού
κοσιά
γεωργικό εργαλείο με λεπίδα, για κόψιμο σιτηρών, τριφυλλιού κ.λ.π
κοσιμάρι
ποιμενικό φαγητό από βρασμένο ψιμοτύρι και καλαμποκάλευρο
κοσκινάω
περνάω το αλεύρι (κυρίως) από κόσκινο
κόσκινο
σήτα με χοντρές τρύπες. Παγίδα για πουλιά
κοσμίλα
μεγάλη κοσμοσυρροή, ανθρωποσύναξη
κοτάω
αποτολμάω
κοτζάμ
(επιρ) ολόκληρος, τόσο μεγάλος (τούρκικη λέξη)( και κοτζαμάν)
κότημα
τόλμη, αποκοτιά
κοτοφώλος
αυτός που κάθεται συνέχεια χωμένος στο σπίτι
κότσι
αστράγαλος
κοτσιλιά
κουτσουλιά
κότσιλο
σκουπιδάκι, μικρή ποσότητα
κοτυλάω
περιφέρομαι άσκοπα (και κοτυλίζω)
κουβέλι
κάδος για σιτηρά χωρητικότητας περίπου 12 οκάδων
κουδούνι
(ως επιρ έκφραση) τύφλα στο μεθύσι
κουκίστρα
μέρος με κατάλληλα χώματα για την καλλιέργεια κουκιών
κούκλα
κουβάρι νήματος
κουκουρελιάζω
στοιβάζω ατάκτως αντικείμενα
κουκούρια
μικροί σωροί από πέτρες κυρίως για καθορισμό συνόρων στα χωράφια ή στο βουνό για όρια βοσκοτόπων
κουλαντρίζω
διευθετώ,  εξομαλύνω
κουλούκι
κέλυφος χωρίς περιεχόμενο
κουμανταρίζω
περιποιούμαι, τοποθετώ
κουμαντάρισμα
περιποίηση
κουμαντάρω
διοικώ, κυβερνάω
κουμάσι
γουρούνα. Μετφ παλιάνθρωπος
κουμούλα
σωρός
κουμούτσα
χεριά σταχυών σιταριού αρκετά γεμάτη
κούμπλα
(επιρ) παραγεμισμένο (και κουμπλωτό)
κούμπλας
σωρός από πέτρες στην άκρη χωραφιού
κουμπούρας
άσχετος, αγράμματος άνθρωπος
κουμπουρέλι
το άνθος του πλάτανου αλλά και ο καρπός
κουμπουρέλια
φούντες ως γιρλάντα υφαντού. Μετφ όρχεις
κουντουριάζω
ιδιοτροπώ
κουντουριασμένος
ιδιότροπος
κούπα
(επιρ έκφρ) πολύ καλά καθαρισμένο μέρος (εκφρ: την κάναμε την αυλή κούπα).  Κούπα(η) = το ''θηλυκό'' μέρος της άρθρωσης των οστών
κουρελού
υφαντό στρωσίδι από πολύχρωμα κομμάτια υφασμάτων
κουρίτα
πέτρινη ή σκαμμένη ξύλινη μεγάλη λεκάνη
κουρκούτι
ψημένος χυλός αλεύρων με γάλα. (Μετφ όταν χαλάει κάτι και διαλύεται)
κουρκουτιαίνω
χαζεύω, παθαίνω άνοια
κουρλιαμπάτσος
διαλυμένος, χαλασμένος
κούρμπα
στροφή δρόμου. Καμπούρα. Καμπύλη αντικειμένων
κουρμπέτι
παρανομία, κοινή θέα (έκφρ: αυτή βγήκε στο κουρμπέτι)
κούρνια
 η φωλιά της κότας μέσα στο κοτέτσι
κουρνιαχτός
σκόνη, αντάριασμα λόγω σκόνης
κουρντίζω
υποδαυλίζω (και κουρτίζω)
κουρόγιδο
κουρεμένο γίδι (μτφ κακοκουρεμένος άνθρωπος)
κουρούνης
αξιολύπητος
κουρούπι
τενεκεδένιο δοχείο. Μετφ:  ανόητος άνθρωπος
κούρταλα
φασαρίες, ταλαιπωρίες
κουρτίζομαι
ντύνομαι στην εντέλεια
κούσιαλο
ανήμπορο γεροντάκι
κούτα (το)
 το σκυλί στην παιδική γλώσσα
κούτελο
μέτωπο. Καλή πλευρά πέτρας. Μετφ: μπέσα, φερεγγυότητα
κούτλας
χαλκοματένιο αγγείο για υγρά (από το αρχαίο κότυλος),(πληθ: τα κουτλάδια)
κουτούπωμα
σύλληψη, πλάκωμα, βάτεμα
κουτουπώνω
πιάνω, σκεπάζω, βατεύω
κουτουράδα
παράτολμη ενέργεια
κούτρα
κεφάλι, μυαλό
κουτρίδι
κουρεμένο με την ψιλή μηχανή κεφάλι
κουτρούζας
ο με μεγάλο κουρεμένο κεφάλι
κουτρούλης
μικρόσωμος. Φαλακρός
κούτσαβλος
κουτσός
κουτσάφτης
αυτός που έχει κομμένο αυτί
κούτσικος
μικρός (από το τούρκικο κιουτσούκ= μικρό)
κουτσοκέρα
γίδα με σπασμένο κέρατο
κουτσοκεφαλιάζομαι
με τριγυρνάει αρρώστια, κάμπτομαι
κουτσομαδάω
μαδάω κάτι υπερβολικά
κουτσομάδημα
υπερβολικό μάδημα
κουτσοπατήθρας
κουτσός, σακατεμένος
κουτσούβελο
μικρό παιδάκι
κουτσουκέλα
ξεγέλασμα, παραστράτημα
κουτσούκι
ξερή αποκορά δένδρου. (μετφ άνθρωπος έρημος) (πάντα προφέρεται κ'τσιούκι)
κουτσούνα
χαϊδευτικό κοριτσιού
κουτσώρου
μικρό κοριτσάκι
κουφάλα
σκαμμένος κορμός δένδρου. (μετφ παλιογυναίκα) (από το ρουμ kufala)
κουφαλιασμένος
κούφιος (κυρίως επί κορμών δένδρων)
κουφαρώνω
αδυνατίζω πολύ από κάποια σοβαρή ασθένεια
κούχτι
μοναχικός γέρος (έκφρ: μείναμε μοναχοί, δυό κούχτια)
κόφα
μεγάλο κοφίνι . Μετφ: γυναίκα αμφιβόλου ηθικής
κοφτερίδα
πέτρα της οποίας η μια πλευρά είναι κοφτερή σαν μαχαίρι
κοφτό
είδος εργόχειρου
κόφτρα
μεγάλο πριόνι με δύο χειρολαβές στις άκρες του. Διασταύρωση σε υδραύλακο για μοίρασμα νερού (ανεβοκατεβαίνει η κόφτρα)
κοχεύω
σημαδεύω και πετυχαίνω κυρίως στο κεφάλι (από το αλβαν κόχα= κεφάλι). (και κοκκεύω)
κόχη
αιχμή, γωνία, άκρο
κοχίς
(επιρ)  όρθια (με το κεφάλι πάνω)
κοψιά
ουλή. Σωματική κατασκευή. Κόψιμο τριφυλλιού, βίκου κ.λ.π
κόψιμο
τάση για διάρροια, ζόρι, στεναχώρια
κοψοχρονιά
(επιρ) πολύ φθηνά
κραπακίδα
κουδούνι αιγοπροβάτων με μάλλον άσχημο ήχο καθότι τενεκεδένιο. Μετφ: άνθρωπος ανόητος, λιγόμυαλος, λειψός
κρατάει
επι φαγητού ή ψητού που δεν έγινε ακόμα
κρεατάς
κρεατωμένο ζώο για σφάξιμο
κρεβατίνα
κατασκευή για να απλώνει (κλαρώνει) το κλμα
κρεμανταλάς
καλόγηρος για κρέμασμα ρούχων. Μετφ τεράστιος αλλά άγαρμπος άνθρωπος
κρεμμυδοφάγος
τεράστια ακρίδα που κόβει τους βολβούς των κρεμμυδιών
κρένω
μιλάω
κριάρι
μεγάλο αρσενικό πρόβατο, επιβήτορας
κριγιάς
κρέας
κριθαράκι
μικρό οίδημα στο ματοτσίνορο
κρικέλα
μεγάλος κρίκος, (μετφ δημόσιος υπάλληλος και γενικότερα δημόσιο)
κρισάρα
σήτα για κοσκίνισμα
κρισάρισμα
κοσκίνισμα
κρίση
ομιλία  <κρένω
κριτσανάω
τραγανίζω σκληρό φαγητό
κριτσανήθρα
σκληρό οστεώδες μέρος (σαν σκληρό ζελέ) ζωϊκού ιστού
κριτσάνημα
τραγάνισμα σκληρού φαγητού
κρούσμα
πιοτό, κρασί
κρουστός
πυκνοϋφασμένος, τραγανός
κσάρα
κρησάρα, ψιλή σήτα για κοσκίνισμα
κύπερη
είδος σιτηρών σαν τη σίκαλη
κυπρέλι
μικρό ορειχάλκινο κουδούνι
κυπρί
ορειχάλκινο  μεσαίου μεγέθους κουδούνι
κύπρος
μεγάλο ορειχάλκινο κουδούνι
κωλάντερο
το παχύ έντερο
κωλοκαθιά
τσαλίμι στο χορό, βαθύ κάθισμα
κωλοκοσκινάω
δουλεύω χωρίς όρεξη, καθυστερώ ηθελημένα
κωλοκουρίζω
κουρεύω χαμηλά τα γιδοπρόβατα
κωλοκουρισμένο
κοντοκουρεμένο αλλά και κακοκουρεμένο
κωλομουντουράω
υπεκφεύγω, καθυστερώ επίτηδες
κωλονούρι
κόκκυγας, τελευταίο κόκκαλο σπονδυλικής στήλης
κωλοπανιάζω
τσαλακώνω ρούχο, πανί
κωλοπετσωμένος
πανέξυπνος, καταφερτζής
κωλοπιλάλα
μεγάλη βιασύνη
κωλοπιλαλάω
βιάζομαι πολύ, αγωνιώ για κάτι
κωλορίζι
ριζόπιασμα, παρακλάδι φυτού κοντά στη ρίζα
κωλοσέρνω
πορεύομαι με δυσκολία (έκφρ: καλά κι ας κωλοσέρνομαι)
κωλοστουμπάω
τεμπελιάζω, κωλοβαράω
κωλοστριμμάρα
δυσκολία
κωλοσφούγγι
χαρτί υγείας (παλιότερα, μεγάλο φύλλο ή και ομαλή ……πέτρα)
κωλοτρίβω
υπεκφεύγω
κωλοφούσι
παρακλαδάκι φυτού που ''πετάει'' δίπλα στη ρίζα
κωλοφωτιά
πυγολαμπίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου