Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα Κυριακή 24 Νοεμβρίου.....

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΣ -ΣΟΥΒΑΛΑ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ . ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. Από το βιβλίο "Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται (της Βασιλικής Χριστοπούλου -Μερτζάνη)...."Αργάτισσα στον κάμπο" (αφήγηση Ευσταθία Λ Κότσια).


"Τηράγαμε  η  μιά  την  άλλη  ,τηράγαμε  τη  χαψιά  μας  , μοιράζαμε  τη  φτώχεια  μας.....".

"Γ"  
Οι  Λαογραφικές σελίδες  μας ( Ημερολόγιο Λαογραφικού  Συλλόγου  2009)  που αναφέρονται στο αφήγημα της Ευσταθίας Λ. Κότσια, συνοδεύονται,  από  οικογενειακές  φωτογραφίες  που  μας  παραχώρησε  η  κόρη  της  Ζωή Κότσια- Ρέββα και ο γιός της Γιώργος - τους οποίους και ευχαριστούμε - καθώς  και  με  βίντεο  από  τα  τρία δημοτικά  τραγούδια που τραγουδούν  οι, Στάθης  Κάβουρας,  Σάββας  Σιάτρας  και  μικτή  χορωδία  Ηπειρωτών και που  στίχους  τους αναφέρει  στο  αφήγημα  της η  Ευσταθία  Λ  Κότσια. 


Αφηγείται  η Ευσταθία  Λουκά  Κότσια.
Φεύγαμε  στο  παζάρ' τ' Δαδιού ξυπολιτούτσκα  και  νηστικούτσκα. Γυρίζαμε  τα  Χριστούγεννα  και  ματαφεύγαμε  το Μάη  για  σκάλο.....




....... μέχρι  της  Παναγιάς. Η Τασούλα η  Θάνου, η Θυμιά  Μπγατσούλα, η  Λουκία  Χλιάρα, η Κατσαμπέρου, η  Θανασία  Κιριμέζη, η  Παναγιωτίτσα  Κυριμέζη, η Παναγιού  Μαυράκη, παρέα  ξεκινάγαμε.

                               
                                                   Φεύγαμε  στο  παζάρ' τ' Δαδιού....

Παίρναμε ένα  καρβελάκι  μπομπότα, καμιά  βελέντζα  και  πααίναμε  στη  Πετρομαγούλα, στο  Ρέτζο, στον Καράλα  και  σε  άλλους  νοικοκυραίους. Ξεκοπή  δουλεύαμε, τη  νύχτα  νυχτερεύαμε, ξαίναμε  μαλλιά, βγάζαμε  καντήλες  για  να  μας  δώκνε  καμιά  φλέγγα  ψωμί.
Την  Κυριακή  δουλεύαμε  για  να  πάρουμε  καμιά  παντόφλα  να  μην  ξεκέψουμε  το  βδομαδιάτικο. Μεγάλη  Παρασκευή  βγαίναμε  βαμπακιές.

                                                  
                         
                                  ΑΠΟ ΤΟ ΄΄ΒΛΑΧΙΚΟ ΓΑΜΟ΄΄ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟ

    Με την κόρη της Ζωή

Κοιμόμασταν  στο  υπόγειο  του σπιτιού. Το  βράδυ μας  φκιάνανε  λίγα  φασόλια  όλο  ζ'μί.
Άμα  μαζεύαμε  βαμπάκι, ξεκινάγαμε  νύχτα  με  τα  ποδάρια, άμα  ήτανε  να  σκαλίσουμε,  μας  πααίνανε  για  να  φτάσουμε  νωρίς. Μαργώναμε, μας  κοπάναγε  η  κρυάδα απ΄το απόγειο  απ΄τα  ποτάμια. Μάζωνα  100-110, 120  οκάδες ,τώρα  το  ζυγιάζουνε, τότε με  το  μάτι το  υπολογίζανε. Για  να  μάσω  γλήγορα  βαμπάκι, για  να  μην  χασομερήσω, δεν  καθόμανε  καταγής  να  φάω  μια  χαψιά  ψωμί  και  κανένα  κερλεντίτσι. Δάγκωνα  το  ψωμί  και το  πέταγα  μπροστά  στον  όργο, τόβρισκα, ματαδάγκωνα  και  πίσω  τα  ίδια.


Άμα  μαζεύαμε  βαμπάκι , ξεκινάγαμε  νύχτα....
Φωτο Λαογραφικός

Μας  δίνανε  μοίρα  καλότχη μ', 4-5  δεκάρες  την  οκά. Τώρα  έχει  οχτάωρα, που  κείνα  τα  μαρτύρια  που  περάσαμε  εμείς...
Ορφάνεψα  9  χρονών, ο  πατέρας  μου  πέθανε  48  χρονών, πείνα  και  δυστυχία  εδώ, τι να  κάνουμε? Η  θεία  μ'  η  Ασήμω  Κιριμέζη  με  πήρε  να  μαζώξω  βαμπάκι, με  είχε  στο  πλευρό  της, με  πρόσεχε  και  με  υποστήριζε, μικρό  παιδί  ήμανε.
Τηράγαμε  η  μιά  την  άλλη, τηράγαμε  τη  χαψιά  μας, μοιράζαμε  τη  φτώχεια  μας.
Ο  κόσμος  μας  αγάπαγε, δεν  μας  ενοχλούγανε. Το  βράδυ  τραγουδάγαμε  και χορεύαμε  και  ξεχνάγαμε  τη  φτώχεια  και  την  ορφάνια  μας.

Στου  Παρνασσού  τα  έλατα  να  πάω  να  ξαποστάσω
και  την  καλήμ '  να  καρτερώ  τον  πόνο  μου  να  πώ,
να  πιού  κρασί  απ' την  Αράχωβα  να  πιού  για  να  μεθύσω
και  την  αγάπη  μου  να  την  αστοχήσω.


Ξενιτεμένο  μπο  πουλί  και  παραπονεμένο
η  ξενιτιά  σε  χαίρεται και  γω τραβώ  τον  πόνο.
Φεγγάρι  μου  ολόλαμπρο  και  λαμπροφορεμένο,
αυτού  ψηλά  που  περπατάς, εκεί  ψηλά  να  λάμπεις, 
μην  είδες  την  αγάπη  μου που  στρώνει  που  κοιμάται.


Δεν  μπορώ  Χάιδω μ' δεν  μπορώ  και  συ  μου  θές  παιχνίδια
μέσα  στην  κούνια  βάνεμε  , εκεί  στην  Αρμενίτσα
και  με  το  χέρι  κούναμε  και  με  το  χέρι  γνέσε
και  με  το  στόμα σ'  το  γλυκό  πέσμου  τραγούδια  θλιβερά.


Κορίτσια  μαυρομάτικα  έχω  δυό  λόγια  να  σας  πώ  
και  δυό  να  μολογήσω,
ταχιά  σαν  παντρευτείτε φλωριά  μην  λιμπιστείτε
στον  άντρα  τον  καλό μπροστά  στο  παληκάρι.
έτσι  λιμπίστηκα  και  γώ  και  χάθηκα  η  καημένη
φωτιά  να  πέσει  στ'  άσπρα του, λαμπάδα  στα  φλωριά  του.

Μέχρι  τα  Χριστούγενα  μαζεύαμε βαμπάκι  και  καντήλες. 
Αγοράζαμε  γνέμα  για  να  φκιάσουμε  κανά  προικιό.

Εγώ  αγόραζα  κι  αρνάκια  και  φκιάσαμε  πρόβατα  με  τον  αδερφό  μου  το  Θανάση. Τα  φτάσαμε  40, άμα  παντρεύτηκα  τα  μοιράσαμε και  πήγαμε  και  10  πρόβατα  στη  Δαμάστα, τάχαμε  ταμένα.

Παντρεύτηκα  το Λουκά  Κότσια , τον  τον  καλό  τον  άνθρωπο, αποχτήσαμε  δυό  καλά  και  όμορφα  παιδιά. Περάσαμε  μαζί  πολλά  βάσανα. Ας  είμαστε  καλά .

"Γ"

2 σχόλια:

  1. Μπράβο σας και πάλι μπράβο!!!!!



    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Τηράγαμε η μιά την άλλη , τηράγαμε τη χαψιά μας , μοιράζαμε τη φτώχεια μας.....".

    Αξεπέραστη και αιώνια Ελληνική λαική σοφία!!!!!!!

    Συγχαρητήρια στον εξαιρετικό Παρνασσιώτικο ιστότοπό σας!

    Ένας φίλος που αγαπάει πολύ τη Σουβάλα και σας παρακολουθεί συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.