Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει στη Λέσχη ανάγνωσης Ιουλίου, τα παρακάτω βιβλία, μεταξύ των οποίων, και το Χρώμα αύριο, ποίηση, Μαρία Σκουρολιάκου :....
Ήρθε με το ταχυδρομείο. Ένα καλαίσθητο ποιητικό βιβλίο με τίτλο Χρώμα αύριο και τον προσδιορισμό «Λαμία» εκεί που κανονικά θα βρισκόταν το όνομα του εκδοτικού οίκου. Στο ολιγόλογο σημείωμα που το συνόδευε διάβασα μια μικρή απολογία: «Δεν είχα την οικονομική ευχέρεια να το εκδώσω σε εκδοτικό οίκο». Η Μαρία Σκουρολιάκου, που υπογράφει το βιβλίο και το σημείωμα, έχει εκδώσει τρεις ακόμη ποιητικές συλλογές, τη μία από πολύ γνωστές εκδόσεις.
Είναι κρίμα το εκδοτικό σύστημα να δουλεύει μόνο έτσι όπως δουλεύει. Να μη μπορεί κάποιος να εκδώσει χωρίς χρήματα ή έστω με λίγα. Φταίει, βέβαια, και η πληθώρα των «ποιητών». Τι να πρωτοδιαβάσουν και να διαλέξουν οι εκδότες...
Το «Χρώμα αύριο» είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα πολύ καλό ποιητικό βιβλίο – από τα καλύτερα που έχω διαβάσει το τελευταίο διάστημα. Είναι γραμμένο με σεμνότητα και ευγένεια. Η ποιήτρια δεν βρίσκει τον λόγο να εκφραστεί με τρόπο κραυγαλέο ή ενοχλητικό, αδιαφορώντας κατάφωρα για όλους εμάς που διατεινόμαστε ότι υπάρχει μακρά παράδοση σε τέτοιους τρόπους διατύπωσης ή ότι η ποίηση μπορεί να είναι απλώς «ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου». Αντίθετα, ολοφάνερα πιστεύει ότι η ποίηση οφείλει να πει κάτι που θα αγγίξει τον αναγνώστη απαλά, κάτι το οποίο θα μπορέσει να λειτουργήσει παραμυθητικά ή θα του δώσει το περιθώριο να πάρει μιαν ανάσα σε μια εποχή που τα πάντα γύρω ενοχλούν. Μπορεί η ποίηση να λειτουργήσει καταπραϋντικά, ισορροπώντας καλά ανάμεσα στον λυρισμό και τον πραγματισμό; Ναι, μπορεί. Το «Χρώμα αύριο» είναι, στο μεγαλύτερο μέρος του, η απόδειξη:
Στις εσοχές των δρόμων
ντύνομαι υπόστεγα
σκεπάζομαι ντροπή
και λυπημένα βλέμματα.
Το αύριο
ψάχνει σε κάδους σκουπιδιών
τον άνθρωπο.
(«Αιμορραγώ»)
Βέβαια, δεν λείπουν στιγμές που η ζυγαριά γέρνει προς έναν άσκοπο λυρισμό:
Έξω, αηδόνια μελωδούν στα ρέματα
κι οι θύμησες ορμούν στου νου τον κάμπο.
Αναμερίζουν την αχλή της λησμονιάς
και ανακαλούν στιγμές αγαπημένες.
(«Με τα μαλλιά πλεγμένα Οδύσσεια»)
Όμως τέτοια ολισθήματα δεν είναι ο κανόνας. Ίσα-ίσα, σβήνουν και χάνονται μέσα στην ισορροπημένη έκφραση που είναι χαρακτηριστική της συλλογής.
Το βιβλίο περιλαμβάνει και μια ενότητα που τιτλοφορείται «Μωβ». Η ενότητα αυτή είναι ένας θρήνος για τους κοντινούς ανθρώπους της ποιήτριας που έχουν φύγει από τη ζωή – αν και ολόκληρο το βιβλίο είναι ούτως ή άλλως αφιερωμένο στη μνήμη του αδελφού της. Ορισμένα ποιήματα-κείμενα της ενότητας είναι συγκινητικά. Αναφέρω ενδεικτικά το «Εξ αίματος» απ’ όπου και οι επόμενες γραμμές:
Σώμα της φρίκης. Σου ζητούσαμε υπομονή. Οι άσχετοι, οι ξένοι της οδύνης. Σώπα, έρχεται το παυσίπονο./Στη νοηματική σχεδόν μιλούσαμε. Μετρούσαμε ώρες και έφευγες, όλο έφευγες. Χορτάτος από διάφανα μπουκάλια κάλιο, νάτριο, υποκατάστατα ζωής και πλάσμα, άχρηστο πια./Θα μισήσω το λευκό. Τα σεντόνια, τις μπλούζες που δεν εύρισκαν φλέβα και πόναγες.
Ακολουθεί, λίγο πριν το τέλος, άλλη μια ενότητα με τον τίτλο «Ψηφίδες», η οποία περιλαμβάνει αποφθέγματα, σκόρπιες σκέψεις και στίχους. Η συμπερίληψή της στο βιβλίο με βρίσκει εντελώς αντίθετη. Μια ποιητική συλλογή είναι αποτέλεσμα της σκηνοθετικής ικανότητας και προσπάθειας του ποιητή και όχι βιτρίνα που επιτάσσει ή δικαιολογεί -έστω- τον δειγματισμό της τέχνης του. Αυτή η ενότητα είναι, κατά τη γνώμη μου, η κυριότερη αδυναμία του βιβλίου. Αλλά, συνολικά, δεν έχει πολλές.
Ακόμη και από τα λιγοστά αποσπάσματα που παρατέθηκαν παραπάνω, γίνεται -πιστεύω- σαφές ότι η Μαρία Σκουρολιάκου δεν γράφει με τον όλο νεύρο τρόπο που μας έχουν συνηθίσει οι νεότεροί της ηλικιακά ποιητές. Ακόμη και τις φορές που στα ποιήματά της είναι θυμωμένη, διαχειρίζεται τον θυμό της με μια παλαιού τύπου αστική ευγένεια που δεν της επιτρέπει να τον δείξει με τρόπο που θα έκανε τον αναγνώστη να νιώσει άβολα. Επίσης, είναι εμφανώς ερωτευμένη με τις λέξεις και τους ήχους τους, γι’ αυτό επιδιώκει την καλλιέπεια, κάτι που δεν συγκαταλέγεται συνήθως στους στόχους των νεότερων ποιητών. Όμως γράφει γνήσια, απλά και ωραία. Θα σας παρότρυνα να αναζητήσετε το βιβλίο της, αλλά δυστυχώς δεν θα το βρείτε. Μολονότι έχει ISBN, θα μπορούσε δηλαδή να διακινηθεί εντός εμπορίου, στην πράξη δεν μπορεί να διακινηθεί καθόλου, αφού έχει εκδοθεί στη Λαμία και είναι πολύ δύσκολο να φθάσει στα ράφια των αθηναϊκών βιβλιοπωλείων. Αλλά μήπως και να έφθανε μέχρι εκεί, θα κατάφερνε να ξεχωρίσει μες στην πληθώρα; Δύσκολα, πολύ δύσκολα...
ΥΓ. Αν, παρόλα αυτά, σας κίνησα το ενδιαφέρον, δοκιμάστε να επικοινωνήσετε με την ίδια την ποιήτρια: Μαρία Σκουρολιάκου, 35002 Αμφίκλεια, Φθιώτιδα.
Χρώμα αύριο, ποίηση, Μαρία Σκουρολιάκου,
Λαμιακός Τύπος 2015
Ήρθε με το ταχυδρομείο. Ένα καλαίσθητο ποιητικό βιβλίο με τίτλο Χρώμα αύριο και τον προσδιορισμό «Λαμία» εκεί που κανονικά θα βρισκόταν το όνομα του εκδοτικού οίκου. Στο ολιγόλογο σημείωμα που το συνόδευε διάβασα μια μικρή απολογία: «Δεν είχα την οικονομική ευχέρεια να το εκδώσω σε εκδοτικό οίκο». Η Μαρία Σκουρολιάκου, που υπογράφει το βιβλίο και το σημείωμα, έχει εκδώσει τρεις ακόμη ποιητικές συλλογές, τη μία από πολύ γνωστές εκδόσεις.
Είναι κρίμα το εκδοτικό σύστημα να δουλεύει μόνο έτσι όπως δουλεύει. Να μη μπορεί κάποιος να εκδώσει χωρίς χρήματα ή έστω με λίγα. Φταίει, βέβαια, και η πληθώρα των «ποιητών». Τι να πρωτοδιαβάσουν και να διαλέξουν οι εκδότες...
Το «Χρώμα αύριο» είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα πολύ καλό ποιητικό βιβλίο – από τα καλύτερα που έχω διαβάσει το τελευταίο διάστημα. Είναι γραμμένο με σεμνότητα και ευγένεια. Η ποιήτρια δεν βρίσκει τον λόγο να εκφραστεί με τρόπο κραυγαλέο ή ενοχλητικό, αδιαφορώντας κατάφωρα για όλους εμάς που διατεινόμαστε ότι υπάρχει μακρά παράδοση σε τέτοιους τρόπους διατύπωσης ή ότι η ποίηση μπορεί να είναι απλώς «ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου». Αντίθετα, ολοφάνερα πιστεύει ότι η ποίηση οφείλει να πει κάτι που θα αγγίξει τον αναγνώστη απαλά, κάτι το οποίο θα μπορέσει να λειτουργήσει παραμυθητικά ή θα του δώσει το περιθώριο να πάρει μιαν ανάσα σε μια εποχή που τα πάντα γύρω ενοχλούν. Μπορεί η ποίηση να λειτουργήσει καταπραϋντικά, ισορροπώντας καλά ανάμεσα στον λυρισμό και τον πραγματισμό; Ναι, μπορεί. Το «Χρώμα αύριο» είναι, στο μεγαλύτερο μέρος του, η απόδειξη:
Στις εσοχές των δρόμων
ντύνομαι υπόστεγα
σκεπάζομαι ντροπή
και λυπημένα βλέμματα.
Το αύριο
ψάχνει σε κάδους σκουπιδιών
τον άνθρωπο.
(«Αιμορραγώ»)
Βέβαια, δεν λείπουν στιγμές που η ζυγαριά γέρνει προς έναν άσκοπο λυρισμό:
Έξω, αηδόνια μελωδούν στα ρέματα
κι οι θύμησες ορμούν στου νου τον κάμπο.
Αναμερίζουν την αχλή της λησμονιάς
και ανακαλούν στιγμές αγαπημένες.
(«Με τα μαλλιά πλεγμένα Οδύσσεια»)
Όμως τέτοια ολισθήματα δεν είναι ο κανόνας. Ίσα-ίσα, σβήνουν και χάνονται μέσα στην ισορροπημένη έκφραση που είναι χαρακτηριστική της συλλογής.
Το βιβλίο περιλαμβάνει και μια ενότητα που τιτλοφορείται «Μωβ». Η ενότητα αυτή είναι ένας θρήνος για τους κοντινούς ανθρώπους της ποιήτριας που έχουν φύγει από τη ζωή – αν και ολόκληρο το βιβλίο είναι ούτως ή άλλως αφιερωμένο στη μνήμη του αδελφού της. Ορισμένα ποιήματα-κείμενα της ενότητας είναι συγκινητικά. Αναφέρω ενδεικτικά το «Εξ αίματος» απ’ όπου και οι επόμενες γραμμές:
Σώμα της φρίκης. Σου ζητούσαμε υπομονή. Οι άσχετοι, οι ξένοι της οδύνης. Σώπα, έρχεται το παυσίπονο./Στη νοηματική σχεδόν μιλούσαμε. Μετρούσαμε ώρες και έφευγες, όλο έφευγες. Χορτάτος από διάφανα μπουκάλια κάλιο, νάτριο, υποκατάστατα ζωής και πλάσμα, άχρηστο πια./Θα μισήσω το λευκό. Τα σεντόνια, τις μπλούζες που δεν εύρισκαν φλέβα και πόναγες.
Ακολουθεί, λίγο πριν το τέλος, άλλη μια ενότητα με τον τίτλο «Ψηφίδες», η οποία περιλαμβάνει αποφθέγματα, σκόρπιες σκέψεις και στίχους. Η συμπερίληψή της στο βιβλίο με βρίσκει εντελώς αντίθετη. Μια ποιητική συλλογή είναι αποτέλεσμα της σκηνοθετικής ικανότητας και προσπάθειας του ποιητή και όχι βιτρίνα που επιτάσσει ή δικαιολογεί -έστω- τον δειγματισμό της τέχνης του. Αυτή η ενότητα είναι, κατά τη γνώμη μου, η κυριότερη αδυναμία του βιβλίου. Αλλά, συνολικά, δεν έχει πολλές.
Ακόμη και από τα λιγοστά αποσπάσματα που παρατέθηκαν παραπάνω, γίνεται -πιστεύω- σαφές ότι η Μαρία Σκουρολιάκου δεν γράφει με τον όλο νεύρο τρόπο που μας έχουν συνηθίσει οι νεότεροί της ηλικιακά ποιητές. Ακόμη και τις φορές που στα ποιήματά της είναι θυμωμένη, διαχειρίζεται τον θυμό της με μια παλαιού τύπου αστική ευγένεια που δεν της επιτρέπει να τον δείξει με τρόπο που θα έκανε τον αναγνώστη να νιώσει άβολα. Επίσης, είναι εμφανώς ερωτευμένη με τις λέξεις και τους ήχους τους, γι’ αυτό επιδιώκει την καλλιέπεια, κάτι που δεν συγκαταλέγεται συνήθως στους στόχους των νεότερων ποιητών. Όμως γράφει γνήσια, απλά και ωραία. Θα σας παρότρυνα να αναζητήσετε το βιβλίο της, αλλά δυστυχώς δεν θα το βρείτε. Μολονότι έχει ISBN, θα μπορούσε δηλαδή να διακινηθεί εντός εμπορίου, στην πράξη δεν μπορεί να διακινηθεί καθόλου, αφού έχει εκδοθεί στη Λαμία και είναι πολύ δύσκολο να φθάσει στα ράφια των αθηναϊκών βιβλιοπωλείων. Αλλά μήπως και να έφθανε μέχρι εκεί, θα κατάφερνε να ξεχωρίσει μες στην πληθώρα; Δύσκολα, πολύ δύσκολα...
ΥΓ. Αν, παρόλα αυτά, σας κίνησα το ενδιαφέρον, δοκιμάστε να επικοινωνήσετε με την ίδια την ποιήτρια: Μαρία Σκουρολιάκου, 35002 Αμφίκλεια, Φθιώτιδα.
Χριστίνα Λιναρδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.