Δε ζει πια ανάμεσά μας ο Δημήτρης Αρμάος.
Ο λαμπρός Φιλόλογος από την Άμφισσα, καθηγητής σε νυχτερινό σχολείο .....
άφησε το πρωί της Κυριακής την τελευταία του πνοή μετά από μάχη με τον καρκίνο.
Η κηδεία του θα γίνει την Τρίτη στις 5 το απόγευμα στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.
Ο Δημήτρης Αρμάος, αδελφός της επίσης Φιλολόγου Ελένης Αρμάου, αφήνει πίσω του πλούσιο συγγραφικό, επιστημονικό και ποιητικό έργο.
Ο Δημήτρης Αρμάος γεννήθηκε στην Άμφισσα το 1959. Σπούδασε Φιλολογία (δ.φ. 2004) και εργάστηκε αποκλειστικά ως επιμελητής εκδόσεων έως το 1994, ενώ από το 1994 και εξής εργάζεται ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Έχει δημοσιεύσει τα Ποιήματα Ι και ΙΙ (1979 και 1984), καθώς και ανάτυπα ποιητικών εργασιών (Μητρόπολη, 1989· Ηθογραφία, 1997·Μυθολόγημα, 2000· Ανάστημα Ορθίου & Καλένδες, 2001), έργα για τη διδασκαλία και τη διδακτική της λογοτεχνίας (με το φ.ψ. Δ. Πτολεμαίου: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, συνεργ. Ζ.Κ. Μπέλλα, 4 ττ., 1982-83· συνεργ.
Στη Νεοελληνική Λογοτεχνία για τις Κατευθύνσεις του Π.Ι., 1999· Ήθη Ερμηνευτικά, Ήθη Διδακτικά, 2002), μεταφράσεις (Ο Μπωντλαίρ, τα Άνθη του Κακού και το Ύψος του E. Auerbach, 1984· Χρόνος και Ιστορία του G. Agamben, 2003· Η Επιστολή στον Cangrande του Dante, 2004). Πρόσφατα κυκλοφόρησε κι ένας συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του από τις εκδόσεις Ύψιλον με τον τίτλο «Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007».
Στους δρόμους της ποίησης επί τριάντα χρόνια
Φιλόλογος σε νυχτερινό σχολείο, ο Δημήτρης Αρμάος είναι γνωστός για τις φιλολογικές του επιμέλειες, για την επιμονή, την εμμονή του στη λεπτομέρεια, σ' αυτό που δεν φαίνεται αλλά κάνει τη διαφορά όταν διαβάζει κανείς ένα βιβλίο. Λόγιος και ευρυμαθής, αλλά και διανοούμενος που δεν διστάζει να παρέμβει στις διαμάχες του καιρού του, ορθολογιστής και μουσόληπτος, όπως επισημαίνει ο ίδιος στον πρόλογό του, ο Αρμάος καταθέτει στον εξαιρετικά φροντισμένο αυτό τόμο -τον οποίο κοσμούν και συμπληρώνουν λοξά τα σχέδια του Αλέξη Ταμπουρά- την ποιητική του διαδρομή, από το 1975 που ξεκινά να γράφει ώς το 2007, σχεδόν δηλαδή ώς σήμερα. Για την ακρίβεια παραδίδει τα ποιήματά του νικημένα κατά κράτος, όπως λέει. Πολλά από τα ποιήματα έχουν εκδοθεί, σε συλλογές, σε περιοδικά, άλλα είναι ανέκδοτα. Σκιαγραφούν μαζί μια αγωνία κι έναν αγώνα, ενός «αυτόχθονος του χώρου» που αναζητεί τις ρίζες του στα βάθη της γραφής όσο και της ψυχής, αλλά και του κοινωνικού πραγματικού και των αναπαραστάσεών του.
Πολύσημη η βία στα ποιήματά του. Των αισθημάτων, του παθιασμένου έρωτα, της απόλυτης παράδοσης, της εγκατάλειψης, του πόνου. Της αίσθησης της ματαιότητας, της θνητότητας, της νομοτέλειας σε έναν κόσμο που δεν τον κατοικεί πια ο Θεός αλλά δεν κερδίζει γι' αυτό την αιωνιότητα. Του πόνου που γεννά ο ίδιος ο άνθρωπος, της μάχης και του πολέμου. Της βίας της ποίησης που ανατέμνει το παρελθόν για να γεννήσει το μέλλον.
Γεγονότα και σχόλια
Η ποίηση του Αρμάου είναι κατακλυσμένη από μια βία που έχει κρυώσει για να γίνει ποίηση, η οποία επίσης μιλάει για την ποίηση, για τον εαυτό της, ευθέως και με παραβολές, με ιστορίες ποιητών, μεσαιωνικών και ρομαντικών, Ευρωπαίων και Ελλήνων, εστέτ, νεορομαντικών και μοντερνιστών. Ποίηση που σχολιάζει στη διάρκεια την ποίηση μέσα από τα λόγια των άλλων. Κάπου στην αρχή του τόμου υπάρχει ένα «Ποίημα-αντικείμενο»: στην πράξη, όλα του τα ποιήματα είναι γεγονότα-σχόλια-πάνω-άλλα-γεγονότα, συνομιλίες και διάλογοι ανοιχτοί και μυστικοί, λέξεις σοφά βαλμένες για να υποδηλώνουν μαζί με τον ρυθμό, με το ποιητικό είδος, με το στίχο την καταγωγή και την απόβλεψη. Από τον λυρισμό στο έπος και από το χάι-κου -που γίνεται χάι-κλου- στο πεζόμορφο ποίημα, από το παντούμ στα πολλά ελευθερόστιχα ποιήματα που εκμεταλλεύονται σοφά, κατά τα διδάγματα του Μαλλαρμέ που κάπου εμφανίζεται στο μεγάλο θέατρο της δημιουργίας που στήνει στον τόμο αυτό ο Αρμάος, τη γραφική διάταξη στη σελίδα, ο τόμος περιγράφει, λοιπόν, μέσα από τη βία της αναίρεσης, της καθαίρεσης, της απομυθοποίησης, την ανακήρυξη του ποιητικού λόγου σε ύψιστη πραγματικότητα.
Κι όμως η ποίηση αυτή, που κλείνει μέσα της τον Ελ Σιντ και τη Χιμένα, την Ελένη και την Πηνελόπη, τον Δάντη και τη Βεατρίκη, τον Σαίξπηρ και τους μεταφυσικούς, τον Τέννυσον και τους ρομαντικούς, τον Κάλβο και τη θαλασσινή του κραυγή, τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη με την μαγική ναυν και την αμφιλάφεια του Βιζυηνού, τον Σεφέρη και τον Ρεμπώ, την κόμησσα ντε Νοάιγ και τη μετάφρασή της από τον Καρυωτάκη, τον Βοκκάκιο και τον Βιγιόν, τον Ρίλκε και τον Μέλβιλ, μια ποίηση απόλυτα διακειμενική και αυτοαναφορική, είναι μαζί και μια ποίηση βαθιά αναπαραστατική. Με γλώσσα που αρύεται τον πλούτο της από την ελληνική στη διαχρονία της και ποικίλλεται από τις ευρωπαϊκές δημώδεις, καταγράφει τον πόνο, την αγωνία του ανθρώπου μπροστά σε όσα τον αφορούν και όσα τον ξεπερνούνε - της τέχνης συμπεριλαμβανομένης.
Εναλλάσσοντας τα είδη και τα ύφη, με μια ειρωνεία πότε κρυμμένη και πότε φανερή, καβαφική στην βαθύτερη ουσία της, να τινάζει στον αέρα κάθε υποψία μελοδραματισμού και δραματοποίησης, παίζοντας με την έκταση, τη στροφική οργάνωση του στίχου, ο Αρμάος δημιουργεί μια πολυφωνία που αιφνιδιάζει και φτάνει ώς το μεδούλι των πραγμάτων, με τον τρόπο των ποιητών που «τους καίνε οι αστραπές», που «κανείς τους δεν ορέχθηκε πλούτο άλλο ρυθμούς και λέξεις / κανείς τους δεν ευτύχησε με τη νεκροφιλία της εξουσίας/ ή δεν αγνόησε το λυγμό που πρέπει να σωθεί». Ενας ρομαντισμός που φωτίζει παρηγορητικά τις αρχές ενός δύσκολου αιώνα.
alfavita.gr με στοιχεία από την www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.