Φωτο αρχείου
ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ Ν. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΓΕΩΠΟΝΟΥ
Στο περιοδικό ΄΄ Αγροτικός Ταχυδρόμος΄΄, τεύχος Ιουνίου 1951, έχει δημοσιευτεί πολύ ενδιαφέρον άρθρο του συμπατριώτη μας κ. Πάνου Ν. Χριστοπούλου, γεωπόνου, με τον τίτλο ΄΄ Σουβάλα – Πολύδροσος΄΄.....
Στο δημοσίευμά του αυτό ο συγγραφέας περιγράφει την κατάσταση του χωριού μας στα τέλη του προπερασμένου αιώνα και μας δίνει αρκετά στοιχεία για να εκτιμήσουμε την πρόοδο, που συντελέστηκε στον τόπο μας τα τελευταία ογδόντα ( εκατόν δέκα επτά τώρα) χρόνια.
Γι ‘αυτό νομίζουμε ότι ορισμένα αποσπάσματα από το παλαιό δημοσίευμα πρέπει να γίνουν γνωστά σε όλους τους συγχωριανούς μας και τους φίλους της Σουβάλας.
Π. Ν. Δρίβας
Τούρκοι – Τούρκοι ! φεύγετε να φεύγουμε! Σας λέω, οι Τούρκοι διαβήκανε τον Δομοκό και φθάσανε στην Ταράτσα Λαμίας!
Όπου νάνε φθάσανε! Οι δικοί μας, νάτοι, πιάνουνε την Χαλκομάτα.
Στο μεταξύ οι γδούποι των παλιών κανονιών του ΄΄Κρούπ΄΄ (εμπροσθογεμή) τράνταζαν την ατμόσφαιρα με τα μακρινά τους μπουμπουνητά!
Ο πατέρας μου ήταν στον πόλεμο.
Δεν θυμάμαι καλά αν είχε τον καρυοφλιά του ή γκρα. Πάντως ήτο πυροβολητής.
Η μάννα μου μάζευε γρήγορα- γρήγορα ένα στρώμα κόκκινο, μια τσέργα, μερικές βελέντζες, όσα καρβέλια ψωμί είχε, τα φόρτωσε όλα στη φοράδα μας, ζώστηκε τη φυσιγγιοθήκη (θεός σ’ χωρέσ’ την την Καλλιόπη την μακαρίτισσα…) άδραξε έναν κοντόν σαν αραβίδα γκρα, και ‘ δώ πάν οι άλλοι!
Ξέχασα να σας πω, πως την αφεντιά μου την πέταξε ΄΄πανωσάμαρα΄΄ στην φοράδα. Δρόμο παίρνουμε – δρόμο αφήνουμε!
Δεν άκουγε κανείς τίποτ’ άλλο παρά Ντέε! Ντέε, την σαλαγή των ζώων.
Τούρκοι – Τούρκοι!
Χωρίς να σταματούν και τα μπουμπουνητά… Μη ζητάτε να σας διηγηθώ και πολλά πράγματα, διότι ο τοτενός φόβος, η τρομάρα από τους Τούρκου και γενικά η σαστισμάρα δεν μά 'φησαν πολλά στην μνήμη.
Ότι όμως δεν ξεχνώ είναι κάτι άλλες απορίες που μου είχανε γεννηθεί τότε. Και να πώς. Είχαμε φθάσει έξω από την εκκλησία της κάτω Αγόριανης. Η φοράδα μας ξαφνίστηκε από μια εκπυρσοκρότηση κανονιού, κλωτσά και ο ίδιος βρίσκομαι μέσα σε μια πυκνή παλιουριά. Κανένας δεν εστέκετο να δώσει χέρι να με βγάλουνε! Όλοι φεύγανε τρεχάτοι ν ανεβούν το βουνό. Εφοβούντο μη και προφτάσουνε οι Τούρκοι. Η μάννα μου όμως τα κατάφερε να με βγάλει. Να ξαναφορτώσει το ζωντανό της. Και κρατώντας στόνα χέρι τον γκρα και στ’ άλλο την καπιστράνα απ’ το σχοινί της, από πέτρα σε πέτρα, μια και μας έπιασε το σκοτάδι κι’ είχαμε απομείνει μόνοι, αρχίσαμε και μείς ν΄ ανεβαίνουμε τον…. Γολγοθά μας.
Προς τα πού πηγαίναμε, ιδέα δεν είχα. Το μικρό μου μυαλουδάκι άρχισε να δουλεύει και να βασανίζω τη μάννα μου, με ατέρμονες ερωτήσεις. Αυτή δε μια και δεν είχε άλλη συντροφιά, ευχάριστα μ’ απαντούσε για να διασκεδάζει την τρομάρα και των δυώνε μας απ’ τον φόβο των Τούρκων.
- Γιατί - μάννα, φεύγουμε;
- Γιατ’ έρχονται οι Τούρκοι!
- Και πού πάμε μανούλα;
- Στην Απάνω Αγόριανη!
- Και γιατί πάμε στην Απάνω Αγόριανη;
- Γιατ’ έχει δέντρα γυιόκα μου, και δε θα μας βρίσκουνε οι Τούρκοι που παίρνουνε τα μικρά παιδιά και τα Τουρκεύουνε!
- Και γιατί μανούλα δεν πηγαίνουμε στο δικό μας το βουνό, ν’ ανεβούμε, στον Παρνασσό;
-Γιατί γυιέ μου, εκεί θέλει να περπατάς μέρες να βρεις δένδρα και κρυψώνες. Για κοίτα τώρα, που βγαίνει το φεγγάρι, πόσο γυμνοί είναι οι βράχοι μας; Πως αστράφτουν στο φεγγαρίσιο φώς απ’ το χωριό μας ως τον Αϊ- Λιά ψηλά….
Στην Απάνω Αγόριανη, αντάμωσα μ’ άλλα συνομήλικα παιδιά, κάτι ξαδέρφια μου του Κομνά Τράκα, καλά τα περνούσαμε κάτω απ’ τα δασίκλαδα έλατα, στην αφθονία των κρούσταλλων νερών…
Καμιά φορά βγαίναμε στο καραούλι κι’ αγναντεύαμε το χωριό μας.
Τα σπιτάκια του γυάλιζαν, σκαρφαλωμένα στη βουνοπλαγιά του Παρνασσού και πάνωθέ των λαμπύριζεν η ξεραΐλα. Πόση αντίθεσης με το ολοπράσινο της Αγόριανης!
Έμεινα έναν χρόνο μέσ’ στο δασωμένο χωριό. Κατόπιν οι συντοπίτες μου μαζευτήκανε πάλιν στην Σουβάλα. Φυσικά και ο εαυτός μου διότι, έπρεπε λέει, να μάθω γράμματα. Εγγονός δημάρχου και μάλιστα δασκάλου, και να ζω ολοήμερα με τις βερβερίτσες, δεν γινόταν. Μ’ αποσπάσανε όθεν, και, θέλοντας και μη, με παραδώσανε στον δάσκαλό μου, τον Θανάση τον Σουφλή.
Για σχολείο μας χρησιμοποιήθηκε η εκκλησία μας Αϊ- Ταξιάρχης. Στα βορεινά του χωριού. Ο ίδιος είχα το σπίτι μου το πατρικό, στα νότια. Και για φθάσω στο σχολείο, έπρεπε να περάσω δύο φορές ένα αναθεματισμένο ρέμα.
φωτο αρχείου
Με την παραμικρή βροχή, και με την μεγάλη πούχε κλίση, κατέβαζε στροβιλίζοντας όγκους νερού, που σ’ έπιανε ίλιγγος να το βλέπεις μόνο.Το ρέμα αυτό διασχίζει το χωριό ακριβώς στην μέση μετά διαδρομή 5 χιλιομέτρων απ’ τα ανατολικά του Αϊ – Λιά. Στην άκρη του χωριού (τις μωριές) κατέκλυζαν άπειρα χωράφια, με χαλίκια και λασπουριά.
Απλωνότανε δε σαν θάλασσα εις όλον τον κάμπο ως τον Κηφισσό ποταμό. Γιατί και αυτός έχει τις πηγές του στο χωριό μου. Κι’ όταν σταματούσαν οι βροχές, τα πολλά νερά που μαζεύοντο απ’ την εκτεταμένη γύμνια των βουνών μας των υπερκείμενων του χωριού (ολόκληρος η δυτική πλευρά του Παρνασσού) δεν χωρούσαν στην κοίτη του Κηφισσού ν’ αποτραβηχτούνε. Και τι νομίζετε πως κάνανε! Απλούστατα δεν κάνανε τίποτα! Μένανε μέσ’ στο χωράφια και λιμνάζανε. Θυμάμαι ακόμα μια περιοχή, την γονιμότερη, που διατηρεί το όνομά της ως ΄΄Λούτσα΄΄.
Έστω τούτο, ενδεικτικό της καταστάσεως.
Και επειδή μένανε για πολύ καιρό στάσιμα τα νερά, σαπίζανε. Και το αποτέλεσμα ήταν, μετά τον Άγιο Κωνσταντίνο, να μην μπορεί ψυχή να μείνει στο χωριό.
Όλοι αφήνανε τις περιουσίες τους σύξυλες κι ανεβαίνανε στην Απάνω Σουβάλα.
Τούτη ήτο εγκατεστημένη εις μίαν κοιλαδούλα – ένα κάθισμα του Παρνασσού.
Είχε άφθονες καρυδιές, κερασιές, μηλιές. Δύο βήματα παραπάνω, πευκώνες φυσικούς.
Και τα παραπανούλια στις ΄΄Μουτσάρες΄΄ προς το χέλι, τα Καρκαβέλια και τα στενά του Βρένου, την Αρτοτέντα και τις ποδιές της Λιάκουρας θάλασσα από έλατα. Όσο δε για νερό, μην τα ρωτάτε. Και τι νερό!
Τώρα θα σας δώσω μιαν εικόνα των συγχωριανών μου.
Μα δεν ξέρω από πού να αρχίσω!
Ας πάρουμε τα παιδιά. Έχω και μια φωτογραφία. Σωματάκια που, αν τα έγδυνες δεν εχρειάζετο άλλο μοντέλο για να διδάξεις τον σκελετό του ανθρώπου. Πόδια σαν τσάκνα!( μικρά – ξυλαράκια – σπιρτόξυλα). Λαιμός ψηλός και λεπτός, στεγνός. Κεφάλι ολοστρόγγυλο, μεγάλο, μαμούθ. Θαύμα πως εστέκετο όρθιο. Αυτιά σαν χειρολαβές. Μάτια σβησμένα, απλανή, ηλίθια, αναιμικά, νεκρά, χωρίς ζωή. Χέρια – δάκτυλα σαν από βρικόλακα, φωνή αδύνατη και γοργή. Σπλήνα τυμπανιαία. Δεν περνούσε βδομάδα που το λυπητερό σήμαντρο της εκκλησίας μας να μη ειδοποιεί τα’ αναπάντεχα. Πώς να λησμονήσω πούχασα δυο αδερφούλες από ελονοσία. Μολονότι το κάθε σπίτι ήτο εφοδιασμένο με γυάλινα βάζα γεμάτα κινίνο, υδροχλωρικό, που το τρώγαμε με το κουτάλι, το κακό δεν σταματούσε, ελονοσία – μολώχ.
Οι γυναίκες ήταν πτώματα. Αφήστε την εικόνα των γκαστρομένων. Να σιχαίνεται άνθρωπος να τις βλέπει.
Όσο για τους άντρες, κομμένοι, ανόρεχτοι δεν άξιζαν για τίποτε. Όλοι τους χλεμπονιασμένοι. Απόδοση δουλειάς, ίσον μηδέν. Ευγονία, φασκελοκουκουλώστετα.
Το νερό της απελπισίας. Έπρεπε να το μεταφέρουνε από την πηγή του Κηφισσού στην Αλεγούσα. Όσοι χρησιμοποιούσαν το νερό πούτρεχε από τις δυο παλιές βρύσες του χωριού, αλλοίμονο τους..
Τώρα καταλαβαίνετε τι φτώχεια και τι μιζέρια επικρατούσε στο χωριό.
Δι’ ό και οι περισσότεροι επεδίδοντο εις την βαρελοποιίαν και την σφονδυλοποιίαν. Δηλαδή, εις την καταστροφή των δένδρων του βουνού. Κι’ έτσι επετείνετο το κακό.
Όσα παιδάκια επιζήσαμε, το πετύχαμε διότι τα καλοκαίρια μας ανέβαζαν στην Απάνω Σουβάλα ή ψηλότερα στην αρτοτέντα, όπου την περνούσαμε εις γιατάκια φτιαγμένα από φτέρες και λατσούδια από έλατα, φαγητό, γάλα, τυρί, γιαούρτι και κρέας.
Αποκτούσαμε δυνάμεις και λιγάκι αίμα, για να το ξαναδώσουμε στα …. Κουνούπια!....
Όσο για τις ζέστες του καλοκαιριού, να μη κάνω λόγο. Κόλασης λιοπυριού, απ’ την φοβερή αντανάκλαση την μεσημεριάτικη των βράχων. Οι ηλιοπληξίες, στην ημερήσια διάταξη.
1977 - Από την εφημερίδα ΄΄ ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ ΄΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.