Κείμενα.
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(Δια της ΔΟΥ ……..)
ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
(άρθρο 63 Ν. 4174/13)
Τ.. …………… του ………. κατοίκου …….. (οδός ……….αριθμός ..) με ΑΦΜ ……………..
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ
Του
από …………….2014 εκκαθαριστικού σημειώματος ενιαίου φόρου ακινήτου (ΕΝΦΙΑ)
οικονομικού έτους 2014 της ΔΟΥ …………
____________________________________
Α! ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.-
Την ……………..2014 έλαβα ηλεκτρονικά το, ίδιας ημερομηνίας, εκκαθαριστικό σημείωμα
της αρμόδιας ΔΟΥ ……….. για τον ενιαίο φόρο ακινήτων (ΕΝΦΙΑ Ν. 4223/13) με το
οποίο μου καταλογίζεται συνολικός φόρος ύψους ΕΥΡΩ …….. [εκ των οποίων ΕΥΡΩ
…….. κύριος φόρος και ΕΥΡΩ …….. συμπληρωματικός φόρος].
Β! ΛΟΓΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Ήδη
με την παρούσα μου ζητώ την επανεξέταση του από ……………….2014 εκκαθαριστικού
σημειώματος ενιαίου φόρου ακινήτου (ΕΝΦΙΑ) οικονομικού έτους 2014 που εξέδωσε η αρμόδια ΔΟΥ ……….. για τους εξής
λόγους :
Πρώτον : Διότι σε σχέση με τα εντός αντικειμενικού προσδιορισμού
ακίνητά μου (…………………………………………….) ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας των δεν
είναι νόμιμος.
1.-
Σύμφωνα με το άρθρο 41 Ν. 1249/1982 (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 4 Ν.
4223/13) οι φορολογικές αξίες των ακινήτων αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο ανά
διετία με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών. Ο σκοπός του νόμου είναι οι
αξίες που αποτελούν την βάση φορολόγησης να συμβαδίζουν προς τις αγοραίες.
Επομένως, η πάροδος απράκτου της διετίας χωρίς αναπροσαρμογή των τιμών, συνιστά
παράνομη παράλειψη έκδοσης κανονιστικής πράξης εκ μέρους της Διοίκησης. Την
παράνομη αυτή παράλειψη του Υπουργού δεν μπορεί να αναπληρώσει ούτε η
φορολογική διοίκηση ούτε τα Διοικητικά Δικαστήρια, κρίνοντας κατά περίπτωση για
την αξία ενός εκάστου ακινήτου, ύστερα από προσφυγή του φορολογουμένου.
2.-
Επομένως, εν όψει της, κατά την κοινή αντίληψη, καταβαράθρωσης των αγοραίων
αξιών των ακινήτων, ούτως ώστε να είναι ένα ποσοστό των αντικειμενικών αξιών
που ισχύουν από το 2007 – τελευταίο έτος γενικής αναπροσαρμογής τους (ΥΑ
106/07, ΥΑ 102/07, ΠΟΛ 1036/07, ΠΟΛ 1035/07, ΠΟΛ 1034/07, ΑΠΟΦ 100/06, ΠΟΛ
1158/05), η χρήση των αξιών αυτών (που αφορούν και στα ακίνητά μου) προς
υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ είναι μη νόμιμη και αντίκειται προς τις αρχές της χρηστής
διοίκησης, αφού έτσι η Διοίκηση για καθαρά ταμιευτικούς λόγους, που δεν
ταυτίζονται αναγκαία προς το δημόσιο συμφέρον, βλάπτει εκουσίως τα έννομα
συμφέροντα μου ως φορολογουμένου. Συνεπώς ο καταλογισθείς σε βάρος μου ΕΝΦΙΑ
είναι μη νόμιμος διότι στηρίζεται σε μη νόμιμες φορολογικές αξίες ακινήτων.
Δεύτερον: Διότι η φορολογητέα αξία των εκτός αντικειμενικού
προσδιορισμού ακινήτων μου (………………………………………..) δεν προσδιορίζεται νόμιμα.
1.-
Σύμφωνα με το άρθρο δέκατο όγδοο παρ. 1β του Ν. 4286/2014 με το οποίο
προστέθηκε εδάφιο στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 5 Ν. 4223/2013, για τον
προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των εκτός αντικειμενικού προσδιορισμού
ακινήτων, η αξία του οικοπέδου ανά τ.μ. δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη εκείνης
που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό το φόρου ακίνητης περιουσίας φυσικών
προσώπων έτους 2013.
Πλην
όμως κατ’ αυτόν τον τρόπον η αξία των φορολογητέων ακινήτων δεν προσδιορίζεται
με βάση σημερινά (του έτους φορολογίας) στοιχεία που αφορούν αυτό τούτο το
φορολογητέο ακίνητο αλλ’ απλώς ορίζεται ένα ανώτατο ποσό φόρου με βάση στοιχεία
προηγούμενης χρήσεως.
2.-
Συνεπώς ο νόμος αντίκειται στα άρθρα 4 και 78 του Συντάγματος, αφού δεν
καθορίζει πλήρως τα στοιχεία υπολογισμού του φόρου των ετός αντικειμενικού
προσδιορισμού ακινήτων, αντιβαίνοντας προς τις αρχές αναλογικής ισότητας
συνεισφοράς στα δημόσια βάρη και της δίκαιης φορολόγησης με βάση το ίδιο το
αντικείμενο της φορολογίας και είναι ανεφάρμοστος, πλέον του ότι ο προκύπτον
κατά τον τρόπο αυτό φόρος συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας κατά
παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου
στης ΕΣΔΑ
Τρίτον: Διότι ο νομοθέτης προβαίνει σε διπλή φορολόγηση.
1.-
Από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος απορρέει η
αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας, δηλαδή της φορολογήσεως της ίδιας
φορολογητέας ύλης σε βάρος του ιδίου προσώπου για την ίδια αιτία (NON BIS IN IDEM) δεδομένου ότι η διπλή
φορολόγηση της ίδιας φορολογητέας ύλης επί της αυτής νομικής βάσεως,
συνεπάγεται ανισότητα των φορολογουμένων
στην συμμετοχή στα δημόσια βάρη, κατά παράβαση της αρχής της φορολογικής
ισότητας που καθιερώνεται από την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.
2.-
Στην προκειμένη περίπτωση, επειδή η φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας
μου ανέρχεται σε ΕΥΡΩ ………. μου καταλογίσθηκε συμπληρωματικός φόρος ύψους ΕΥΡΩ
…….. σύμφωνα με το άρθρο 5 Ν. 4223/13.
Πρόκειται για διπλή φορολόγηση, αφού καταβάλω φόρο για τα ίδια ακίνητά μου, μία
φορά επί της φορολογητέας αξίας ενός εκάστου και μία φορά επί της συνολικής αξίας
τους, παραβιαζόμενης έτσι της αρχής της φορολογικής ισότητας, πολλώ μάλλον
που το αφορολόγητο όριο και το ύψος των
συντελεστών του συμπληρωματικού φόρου
δεν συνδέονται με την φοροδοτική
ικανότητα των υποκειμένων του φόρου.
Συνεπώς
ο συμπληρωματικός φόρος είναι αντισυνταγματικός .
Τέταρτον : Διότι αντικείμενο του φόρου είναι και τα απρόσοδα
ακίνητα.
1.-
Ο Ν. 4223/13 θεσπίζοντας τον ΕΝΦΙΑ ως φόρο κατοχής ακίνητης περιουσίας απέβλεψε
στον καθορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων ως βάση επιβολής του
φόρου. Προς τούτο, παρέπεμψε, στις τιμές ζώνης όπως προσδιορίζονται από την
σχετική νομοθεσία (βλ. αρθρ. 4Α1α’ του Ν. 4223/13 που παραπέμπει στο άρθρο 41
Ν. 1249/82) και στις κατ’ εξουσιοδότηση του εκδιδόμενες αποφάσεις από τον
Υπουργό Οικονομικών. Κατά την έννοια, επομένως, του νόμου θα έπρεπε να
ρυθμίζεται ιδιαιτέρως, με την πρόβλεψη μηδενικού συντελεστή, και, κατ’
ακολουθίαν, εξαίρεσης από το φόρο, η περίπτωση εκείνη κατά την οποία οι
περιστάσεις, έχουν ουσιαστικά καταστήσει αδύνατη για τον ιδιοκτήτη του την κατά
τον προορισμό του ακινήτου χρήση και εκμετάλλευση του. Γιατί, η υπαγωγή ενός
τέτοιου ακινήτου σε φόρο ακίνητης περιουσίας, αφ’ ενός μεν συνιστά υπέρμετρη
επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του
Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφ’ ετέρου δε σε αντίθεση με το άρθρο 4
παρ. 5 του Συντάγματος, αφού, υπό τις συνθήκες αυτές, η κυριότητα του ακινήτου,
ως αντικείμενο του φόρου, δεν θα αποτελεί, για τον ιδιοκτήτη, ένδειξη
αντίστοιχης φοροδοτικής ικανότητας, με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζεται η
φορολόγηση κάθε πολίτη ανάλογα με τις δυνάμεις του. Τέτοια όμως ρύθμιση,
πρόβλεψη δηλ. μηδενικού συντελεστή για την τελευταία αυτή περίπτωση των
απροσόδων (λόγω της κρίσης) ακινήτων, δεν περιέχεται στον νόμο, ο οποίος είναι κατά
τούτο αντισυνταγματικός, αντίθετος προς την ΕΣΔΑ, και επομένως ανεφάρμοστος.
Την αναγκαιότητα
εξαίρεσης από την φορολόγηση των απρόσοδων ακινήτων δέχεται εμμέσως πλην σαφώς
και ο νομοθέτης με το άρθρο δέκατο όγδοο του νόμου 4286/2014 με το οποίο προστέθηκε
παράγραφος 5 στο τέλος του άρθρου 3 Ν. 4223/2013 κατά την οποία για το τρέχον
έτος ο ΕΝΦΙΑ μειώνεται κατά 20% για κενά και μη ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα καθ’
όλο το προηγούμενο έτος. Πλην όμως κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας θα
πρέπει αφ’ ενός μεν η πιο πάνω εξαίρεση να ισχύσει για όλα τα μη
χρησιμοποιούμενα ακίνητα (αστικά ή αγροτικά) αφού η ηλεκτροδότηση δεν σημαίνει
και χρήση του ακινήτου (αλλ’ ενδεχομένως φροντίδα για την συντήρησή του) αφ’
ετέρου δε η απαλλαγή θα πρέπει να είναι ολική αφού ο περιορισμός της στο 20%
είναι αυθαίρετος και ασύνδετος προς την φοροδοτική ικανότητα του ιδιοκτήτη.
2.-
Εν προκειμένω, όλα τα ακίνητά μου (πλην ……………………………………….) παραμένουν
ανεκμετάλλευτα συνεπεία της σοβαρής οικονομικής κρίσης. Πρέπει συνεπώς να
απαλλαγώ όλων των φόρων (κύριου και συμπληρωματικού) που αφορά στα
ανεκμετάλλευτα ακίνητά μου.
Πέμπτον: Διότι στερούμαι φοροδοτικής
ικανότητας.
Ως
φοροδοτική ικανότητα νοείται η οικονομική δυνατότητα καλύψεως του ποσού, το
οποίο συνιστά τη φορολογική επιβάρυνση. Ως εκ τούτου η φοροδοτική ικανότητα
κρίνεται με βάση την παραγωγή από μέρους του φορολογούμενου εισοδημάτων
επαρκών, ώστε δι’ αυτών να ικανοποιεί και τις φορολογικές υποχρεώσεις του και,
παραλλήλως, να του απομένει κι ένα εισόδημα επαρκές για την αξιοπρεπή διαβίωσή
του, όπως υποχρεούται να του εξασφαλίζει η Πολιτεία κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του
Συντάγματος. Η εξέταση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών με βάση
εισοδηματικά κριτήρια επεκτείνεται στη γενική αξιολόγηση και εκτίμηση αφενός
του συνολικώς παραγομένου εισοδήματος του φορολογουμένου από όλες τις πηγές και
αφετέρου της συνολικής φορολογικής επιβαρύνσεως που υφίσταται.
Επειδή
το ετήσιο εισόδημα μου έχει ήδη δαπανηθεί ως εξής
Α)Λογαριασμοί
ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, τηλέφωνο ………
Β)Για
τρόφιμα και ρούχα …………………………
Γ)Για
έξοδα στέγασης (νοίκι ή στεγαστικό δάνειο)……………
Δ)Για
ιατρικές δαπάνες ………………………………………….
Ε)Για
φόρο εισοδήματος ………………………………………..
Επειδή
επομένως δεν διαθέτω φοροδοτική ικανότητα ώστε να μπορώ να συνεισφέρω στα κοινά
βάρη χωρίς να κινδυνεύει κάποιο από τα απαραίτητα για την διαβίωση στοιχεία
όπως η στέγαση, η διατροφή ή η υγεία του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΩ
Την
επανεξέταση του προσβαλλομένου εκκαθαριστικού και την απαλλαγή μου από κάθε
φόρο, άλλως τον ανάλογο περιορισμό αυτού.
…………., 23 Σεπτεμβρίου 2014
….. Προσφεύγ………
ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Τ… ………….. του ………. κατοίκου ……. (οδός ………… αριθμός…. με ΑΦΜ ……….
ΠΡΟΣ
Τον κ. Προϊστάμενο της ΔΟΥ …………
_________________
Σε
σχέση με την οφειλή ΕΝΦΙΑ έτους 2014 (χρήση 2013) (Αρ. Χρημ. Καταλ. …./…..)
ταυτότητα οφειλής ……………………………………………… σας δηλώνω πως ό,τι καταβάλω για την
οφειλή επιφυλάσσομαι να αναζητήσω
εντόκως ως αχρεωστήτως καταβληθέντα συνεπεία μελλοντικής ακυρώσεώς της
φορολογικής υποχρέωσής μου σε περίπτωση αποδοχής της από 28.8.2014 Ενδικοφανούς
Προσφυγής ενώπιον της αρμόδιας υπηρεσίας επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης
ή, σε περίπτωση απόρριψης της, ύστερα από αμετάκλητη απόφαση των αρμοδίων
Διοικητικών Δικαστηρίων.
Πειραιάς,
28 Αυγούστου 2014
……
Εξωδίκως Δηλ…….
_________________
Η Ενδικοφανής προσφυγή πρέπει
να υποβληθεί εντός αποκλειστικής
προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση του εκκαθαριστικού
σημειώματος, δηλαδή για τα εκκαθαριστικά που φέρουν ημερομηνία έκδοσης
31/7/2014 (ο Αύγουστος δεν μετράει) μέχρι 30/09/2014, για τα διορθωμένα
εκκαθαριστικά ένα μήνα μετά την νέα έκδοση τους. Την προσφυγή αυτή μπορεί ο
φορολογούμενος να την υπογράψει μόνος του.
Ο φορολογούμενος θα πρέπει να
συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία και τα δικαιολογητικά δαπανών που αποδεικνύουν την
δεινή οικονομική του κατάσταση (λογαριασμοί ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, δαπάνες θέρμανσης,
νοσήλια) καθώς και μια εκτίμηση δαπάνης για τα τρόφιμα και να τα ψηφιοποιήσει
εγγράφοντας τα σε CD ή δίσκο, καθώς η κατάθεση της προσφυγής και των
δικαιολογητικών γίνεται υποχρεωτικά σε ψηφιακή μορφή.
Παρά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής,
βεβαιώνεται άμεσα το 100% του φόρου και ο φορολογούμενος θα πρέπει να
προκαταβάλει το 50% του βεβαιωμένου αυτού φόρου για να επιτύχει την αναστολή
του υπολοίπου. (Είναι πολύ δύσκολο να επιτύχει
αναστολή πληρωμής για όλο το ποσό και απαιτείται, να αποδείξει πλήρη οικονομική
αδυναμία και να ασκήσει με άλλο δικόγραφο
και ειδική διαδικασία αίτηση αναστολής.)
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών αποφασίζει εντός 60
ημερών και αν απορρίψει ρητά την ενδικοφανή προσφυγή ή δεν αποφασίσει εντός της
προθεσμίας αυτής, η προσφυγή θεωρείται σιωπηρώς απορριφθείσα και μόνον τότε ο
φορολογούμενος δικαιούται να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια (και όχι
απ΄ευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας), εντός 30 ημερών από την απορριπτική
απόφαση της Επιτροπής ή τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας, σύμφωνα με την παρ. 2β
του άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Αρμόδια
δικαστήρια για την κατάθεση της προσφυγής αυτής (μετά την απόρριψη) είναι τα
κατά τόπους Διοικητικά Πρωτοδικεία . Όταν η υπόθεση συζητηθεί και εκδοθεί
απόφαση, ο ηττηθείς διάδικος έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση και όποιος ηττηθεί
και στο Εφετείο, τότε μπορεί υπό προϋποθέσεις να ασκήσει αναίρεση στο Συμβούλιο
της Επικρατείας.
Αν υπάρξουν πολλές παρόμοιες προσφυγές στα
Πρωτοδικεία, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να επιλέξει ορισμένες από
αυτές και να προχωρήσει σε διενέργεια «πιλοτικής δίκης» όπως είχε συμβεί και με
το ΕΕΤΗΔΕ. Στη διαδικασία αυτή ενώπιον του ΣτΕ έχει δικαίωμα να ασκήσει
παρέμβαση οποιοσδήποτε έχει ήδη μεμονωμένα προσφύγει στα Διοικητικά Πρωτοδικεία.
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ ΑΡ. 63 ΤΟΥ Ν. 4174/2013
Του
______________ (όνομα) _____________
(επώνυμο) του _______________ (πατρώνυμο), κατοίκου
__________________________________________ (διεύθυνση),
με Α.Φ.Μ.
ΚΑΤΑ
της
πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου
ΕΝΦΙΑ που εκδόθηκε επί της δήλωσης φόρου ΕΝΦΙΑ 2014 με
στοιχεία ________________ (αριθμό δήλωσης, ειδοποίησης και αριθμό χρηματικού καταλόγου)
Του
Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.
______________________
****************
Η περιουσία (κεφάλαιο) περιλαμβάνεται μεταξύ των
στοιχείων, τα οποία δύνανται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 78§1 του
Συντάγματος, να αποτελέσουν αντικείμενο του φόρου. Περαιτέρω, όμως, η
φορολόγηση, που πραγματοποιείται με αντικείμενο την περιουσία, πρέπει να
ανταποκρίνεται στη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, όπως υπαγορεύουν οι
διατάξεις του άρθρου 4§§1,5 του Συντάγματος. Οι θεμελιώδεις για τη φορολογία
συνταγματικές διατάξεις των ανωτέρω άρθρων (78§1
και 4§§1,5) πρέπει, ασφαλώς, να εφαρμόζονται συνδυαστικώς, κατά τρόπο, ώστε
η φορολόγηση ενός νομίμως αποτελούντος αντικείμενο του φόρου στοιχείου να μην
εξικνείται μέχρι του σημείου εκείνου, που υπερβαίνει τη φοροδοτική ικανότητα
του υποκειμένου στον φόρο.
Ο φόρος, ως χρηματική παροχή,
καταβάλλεται διά των χρηματικών διαθεσίμων του φορολογουμένου, ήτοι απαιτεί την
αντίστοιχη ύπαρξη ρευστότητας από μέρους του. Κατά συνέπεια, η φοροδοτική
ικανότητα νοείται ως οικονομική δυνατότητα καλύψεως του ποσού, το οποίο συνιστά
τη φορολογική επιβάρυνση, με αποτέλεσμα να συνδέεται αναγκαίως με τη χρηματική
επάρκεια του φορολογουμένου. Ως εκ τούτου, η φοροδοτική ικανότητα αξιολογείται,
σε κάθε περίπτωση, με εισοδηματικά κριτήρια, δηλαδή κρίνεται με βάση την
παραγωγή από μέρους του φορολογουμένου εισοδημάτων επαρκών, ώστε δι’ αυτών να
ικανοποιεί και τις – φύσει χρηματικού χαρακτήρα – φορολογικές υποχρεώσεις του
και, παραλλήλως, να του απομένει κι ένα εισόδημα επαρκές για την αξιοπρεπή
διαβίωσή του.
Ι. Τα
προαναφερθέντα, αναγόμενα στο πεδίο της φορολογίας της ακίνητης περιουσίας,
άγουν στο συμπέρασμα ότι, για τον προσδιορισμό της φοροδοτικής ικανότητας του
ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας, δεν αρκεί η διαπίστωση της αξίας της, η
οποία, άλλωστε, είναι μέγεθος ευμετάβλητο, διαμορφούμενο υπό τις εκάστοτε
συνθήκες της αγοράς. Αντιθέτως, απαιτείται η συνεκτίμηση της πραγματικής
οικονομικής δυνατότητας του ιδιοκτήτη, δηλαδή η εισοδηματική του κατάσταση, που
του αποφέρει και την αντίστοιχη ρευστότητα, αναγκαία για την καταβολή του
χρηματικού ποσού του φόρου. Μόνη η διατήρηση ακίνητης περιουσίας, όποια και αν
είναι η αξία της, δεν αρκεί για να τεκμηριώσει φοροδοτική ικανότητα, εφ’ όσον
δεν διαπιστώνεται ανάλογη οικονομική δυνατότητα, ήτοι τέτοια παραγωγή
εισοδήματος για τον φορολογούμενο, η οποία να επαρκεί για την κάλυψη των
φορολογικών επιβαρύνσεων, που αποδίδονται στην ακίνητη αυτή περιουσία. Περιουσία
οποιουδήποτε ύψους, η οποία δεν παράγει εισόδημα, δεν επιτρέπει την εξασφάλιση
του μέσου, διά του οποίου θα καταβληθεί ο επιβαλλόμενος λόγω αυτής φόρος.
Η εξέταση της φοροδοτικής
ικανότητας των πολιτών με βάση εισοδηματικά κριτήρια δεν πρέπει να περιορίζεται
στο επίπεδο της συγκρίσεως των εισοδημάτων, που παράγονται από το αντικείμενο
του φόρου, και του ποσού φόρου, που επιβάλλεται στο αντικείμενο αυτό, αλλά να
επεκτείνεται στη γενική αξιολόγηση και εκτίμηση αφενός του συνολικώς
παραγομένου εισοδήματος του φορολογουμένου από όλες τις πηγές και αφετέρου της
συνολικής φορολογικής πιέσεως (επιβαρύνσεως),
που υφίσταται αυτός. Η έλλειψη επαρκών εισοδημάτων από κάθε πηγή, τα οποία να
καθιστούν δυνατή την καταβολή του συνολικού ποσού των πάσης φύσεως φόρων και
λοιπών δημοσιονομικών επιβαρύνσεων, που καταλογίζονται σε έναν πολίτη,
αποτυπώνει την έλλειψη σχετικής φοροδοτικής ικανότητας. Θα πρέπει, μάλιστα, τα
εισοδήματα αυτά όχι μόνο να επαρκούν για την καταβολή των φόρων, αλλά και ένα
σημαντικό τμήμα αυτών να απομένει εις χείρας του φορολογουμένου, κατ’ επιταγή
και της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 Συντ.).
Συναφώς το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο
της Καρλσρούης, με μια απόφαση που εξέδωσε στις 22 Ιουνίου 1995 (BVerfGE, 93, 121), έκρινε ότι ο φόρος επί
της κατοχής της περιουσίας δεν μπορεί να καθιερώνεται παρά στο μέτρο που, από
τη συνύπαρξή του με τους άλλους υφισταμένους φόρους, αφήνει άθικτη την ουσία
της περιουσίας και μπορεί να καταβάλλεται ετησίως χάρη στα εισοδήματα, τα οποία
προέρχονται κατά συνήθη χρήση από την περιουσία αυτή.
Ομοίως, το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο (Conseil Constitutionnel),
με μια απόφαση, που εξέδωσε στις 29 Δεκεμβρίου 1998 (no 98-405 DC), σχετικά με τον γαλλικό φόρο αλληλεγγύης επί
της περιουσίας (Impôt de Solidarité sur la Fortune ),
ο οποίος, σημειωτέον, επιβάλλεται στο σύνολο της περιουσίας και όχι μόνον στην
ακίνητη ιδιοκτησία, έκρινε ότι ο φόρος αλληλεγγύης επί της περιουσίας αποτελεί
φόρο επί της κατοχής της περιουσίας, καταβλητέο διά των εισοδημάτων, που
παράγει αυτή. Για να είναι η φορολόγηση της περιουσίας συνταγματικώς ανεκτή, θα
πρέπει η κατοχή της να συνδέεται και με παραγωγή εισοδήματος.
Επειδή εν προκειμένω η
περιουσιακή μου κατάσταση συνίσταται στα εξής:
_____________________________________________________________
__________________________________________________________________________
__________________________________________________________________________
Επειδή το ποσό των εισοδημάτων
μου, όπως αυτό δηλώθηκε στην φορολογική μου δήλωση για το οικονομικό έτος 2014
(χρήση 2013), ανέρχεται σε
______________________________ ευρώ .
Επειδή στο πρόσωπό μου ή στο
πρόσωπο της οικογένειάς μου συντρέχουν ειδικοί λόγοι όπως ειδικότερα αναφέρεται
: ___________________________________________________________________________
___________________________________________________________________________
___________________________________________________________________________
Επειδή το ετήσιο μου
εισόδημα έχει ήδη δαπανηθεί ως εξής :
Α)
Λογαριασμοί ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, τηλέφωνο
_________________________
Β)Για
τρόφιμα κατ’ εκτίμηση ________________________________
Γ)
Για έξοδα στέγασης (νοίκι ή στεγαστικό δάνειο) ________________________
Δ)
Για ιατρικές δαπάνες
_______________________________________________
Επειδή επομένως δεν διαθέτω φοροδοτική ικανότητα
ώστε να μπορώ να συνεισφέρω στα κοινά βάρη χωρίς να κινδυνεύσει κάποιο από τα
απαραίτητα για την διαβίωσή στοιχεία όπως η στέγαση, η διατροφή ή η υγεία μου
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Ζητώ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 και 4
παρ. 5 του Συντάγματος να ακυρωθεί το
προσβαλλόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα και να αναγνωριστεί ότι δεν διαθέτω
φοροδοτική ικανότητα για το τρέχον οικονομικό έτος ή να αναπροσαρμοστεί η
φορολογική μου υποχρέωση ανάλογα με τις
πραγματικές οικονομικές μου δυνάμεις
Ειδικότερα ζητώ να αναγνωριστεί
ότι δεν διαθέτω φοροδοτική ικανότητα
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ:
Ειδικότερα ζητώ να αναγνωριστεί ότι το ποσό που
μπορώ να καταβάλλω ανάλογα με τις οικονονομικές μου δυνάμεις ανέρχεται στο ποσό
των ________ ευρώ[1].
(ΥΠΟΓΡΑΦΗ &
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ)
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ 2 ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΕΝΦΙΑ
ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ ΑΡ. 63 ΤΟΥ Ν. 4174/2013
Του
______________ (όνομα) _____________
(επώνυμο) του _______________ (πατρώνυμο), κατοίκου
__________________________________________ (διεύθυνση),
με Α.Φ.Μ.
ΚΑΤΑ
της
πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου
ΕΝΦΙΑ που εκδόθηκε επί της δήλωσης φόρου ΕΝΦΙΑ
2014 με στοιχεία ________________ (αριθμό δήλωσης, ειδοποίησης και αριθμό χρηματικού καταλόγου)
Του
Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ______________________
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΤου από 31.7.2014 εκκαθαριστικού σημειώματος ενιαίου φόρου ακινήτου (ΕΝΦΙΑ) οικονομικού έτους 2014 της ΔΟΥ …………
****************
Με την παρούσα μου
ζητώ την επανεξέταση του από 31.7.2014 εκκαθαριστικού σημειώματος Ενιαίου Φόρου
Ακινήτου (ΕΝΦΙΑ) οικονομικού έτους 2014 που εξέδωσε η αρμόδια ΔΟΥ …………………. για
τους εξής λόγους:
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 41 Ν. 1249/1982 (στο
οποίο παραπέμπει το άρθρο 4 Ν. 4223/13) οι φορολογικές αξίες των ακινήτων
αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο ανά διετία με αποφάσεις του Υπουργού των
Οικονομικών. Ο σκοπός του νόμου είναι οι αξίες που αποτελούν την βάση
φορολόγησης να συμβαδίζουν προς τις αγοραίες. Επομένως, η πάροδος απράκτου της
διετίας χωρίς αναπροσαρμογή των τιμών, συνιστά παράνομη παράλειψη έκδοσης
κανονιστικής πράξης εκ μέρους της Διοίκησης. Την παράνομη αυτή παράλειψη του
Υπουργού δεν μπορεί να αναπληρώσει ούτε η φορολογική διοίκηση ούτε τα
Διοικητικά Δικαστήρια, κρίνοντας κατά περίπτωση για την αξία ενός εκάστου
ακινήτου, ύστερα από προσφυγή του φορολογουμένου.
Επειδή, κατά την κοινή αντίληψη, οι αγοραίες αξίες των ακινήτων, έχουν λόγω της
επί τέσσερα συνεχή έτη οικονομικής κρίσης και της παντελούς έλλειψης
αγοραστικού ενδιαφέροντος, καταβαραθρωθεί, είναι πολύ κατώτερες των αντικειμενικών
αξιών που ισχύουν από το 2007 – τελευταίο έτος γενικής αναπροσαρμογής τους (ΥΑ
106/07, ΥΑ 102/07, ΠΟΛ 1036/07, ΠΟΛ 1035/07, ΠΟΛ 1034/07, ΑΠΟΦ 100/06, ΠΟΛ
1158/05), επομένως, η χρήση των αξιών αυτών (που αφορούν και στα ακίνητά μου)
προς υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ είναι μη νόμιμη και αντίκειται στις αρχές της χρηστής
διοίκησης. Με τον τρόπο αυτό η Διοίκηση
για καθαρά ταμειακούς και εισπρακτικούς
λόγους, που δεν ταυτίζονται αναγκαία προς το δημόσιο συμφέρον, βλάπτει
εκουσίως τα έννομα συμφέροντα του φορολογουμένου.
Συνεπώς ο καταλογισθείς σε βάρος μου ΕΝΦΙΑ είναι μη νόμιμος διότι
στηρίζεται σε μη νόμιμες φορολογικές αξίες ακινήτων.
Επειδή επομένως σε σχέση με τα εντός
αντικειμενικού προσδιορισμού ακίνητά μου με στοιχεία ……………………………………………. ο
προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας αυτών, όπως στο προσβαλλόμενο σημείωμα,
δεν είναι νόμιμος, αντίκειται στα άρθρα
4 και 78 του Συντάγματος, αντιβαίνοντας προς τις αρχές αναλογικής ισότητας
συνεισφοράς στα δημόσια βάρη και της δίκαιης φορολόγησης με βάση το ίδιο το
αντικείμενο της φορολογίας και είναι ανεφάρμοστος, πλέον του ότι ο προκύπτον
κατά τον τρόπο αυτό φόρος συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας κατά
παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου
στης ΕΣΔΑ
ΙΙ. Ο Ν. 4223/13
θεσπίζοντας τον ΕΝΦΙΑ ως φόρο κατοχής ακίνητης περιουσίας απέβλεψε στον
καθορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων ως βάση επιβολής του
φόρου. Προς τούτο, παρέπεμψε, στις τιμές ζώνης όπως προσδιορίζονται από την
σχετική νομοθεσία (βλ. αρθρ. 4Α1α’ του Ν. 4223/13 που παραπέμπει στο άρθρο 41
Ν. 1249/82) και στις κατ’ εξουσιοδότηση του εκδιδόμενες αποφάσεις από τον
Υπουργό Οικονομικών. Κατά την έννοια, επομένως, του νόμου θα έπρεπε να
ρυθμίζεται ιδιαιτέρως, με την πρόβλεψη μηδενικού συντελεστή, και, κατ’
ακολουθίαν, εξαίρεσης από το φόρο, η περίπτωση εκείνη κατά την οποία οι
περιστάσεις, έχουν ουσιαστικά καταστήσει αδύνατη για τον ιδιοκτήτη του την κατά
τον προορισμό του ακινήτου χρήση και εκμετάλλευση του. Γιατί, η υπαγωγή ενός
τέτοιου ακινήτου σε φόρο ακίνητης περιουσίας, αφ’ ενός μεν συνιστά υπέρμετρη
επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του
Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφ’ ετέρου δε είναι σε αντίθεση με το
άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού, υπό τις συνθήκες αυτές, η κυριότητα του
ακινήτου, ως αντικείμενο του φόρου, δεν θα αποτελεί, για τον ιδιοκτήτη, ένδειξη
αντίστοιχης φοροδοτικής ικανότητας, με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζεται η
φορολόγηση κάθε πολίτη ανάλογα με τις δυνάμεις του. Τέτοια όμως ρύθμιση,
πρόβλεψη δηλ. μηδενικού συντελεστή για την τελευταία αυτή περίπτωση των
απροσόδων (λόγω της κρίσης) ακινήτων, δεν περιέχεται στον νόμο, ο οποίος είναι
κατά τούτο αντισυνταγματικός, αντίθετος προς την ΕΣΔΑ, και επομένως
ανεφάρμοστος.
Επειδή όλα τα
ακίνητά μου (πλην ……………………………………….) παραμένουν ανεκμετάλλευτα συνεπεία
της σοβαρής οικονομικής κρίσης και δεν μου αποφέρουν κανένα εισόδημα. Πρέπει
συνεπώς να απαλλαγώ όλων των φόρων (κύριου και συμπληρωματικού) που αφορά στα
ανεκμετάλλευτα ακίνητά μου.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΩ
ΖΗΤΩ
Την επανεξέταση
του προσβαλλομένου εκκαθαριστικού και την απαλλαγή μου από κάθε φόρο.
Αθήνα,
……………………………….. 2014
….. Προσφεύγ………
….. Προσφεύγ………
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.