Ποτέ δε μπόρεσα να ξεχάσω τα καλοκαίρια στο χωριό. Να ξέρεις, τα
ατέλειωτα παιχνίδια στις αλάνες και στις πλατείες, τα γέλια μας, καθώς
και τα αθώα φλερτ του καλοκαιριού. Είναι όμως που... ποτέ δε μπόρεσα να
ξεχάσω και εκείνους.Ναι εκείνους...
Θυμάμαι σαν τώρα εκείνο τον τσακωμό που είχα κάνει με τον παππού μου. Ήμουν κάπου στα δεκαέξι βλέπεις και ήθελα να κάτσω μέχρι αργά έξω. Του φαινόταν αδιανόητο. Η δική του εγγονή να τριγυρνάει μέχρι αργά από δω και απο κει. Θαρρώ πως ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος τσακωμός μαζί του.
Θυμάμαι πάλι τις γιορτές στο χωριό. Όταν μάθαινε πως θα ανεβαίναμε, έφευγε άρον άρον από το καφενείο για να είναι ήδη στο σπίτι περιμένοντας μας. Η χαρά του απερίγραπτη. Μας αγκάλιαζε σαν να μην υπάρχει αύριο.Τα μάτια του δε, έλαμπαν και μεις απλά χανόμασταν στην αγκαλιά του. Έπειτα του λέγαμε τα νέα μας. Ξέρεις, για την ζωή στην Αθήνα και την δική μας καθημερινότητα. Εκείνος με τη σειρά του μας μίλαγε για τη ζωή στο χωριό. Για το περιβόλι του, τον στάβλο μας... Ύστερα του ζητάγαμε να μας ζωγραφίσει. Πόσα χαρτιά είχαμε χαλάσει... Θυμάμαι και εκείνα τα βιβλία στιβαγμένα στη βιβλιοθήκη. Διάβαζε πολύ, θεωρούσε ας πούμε τη μόρφωση βασικό εφόδιο για τον άνθρωπο.
Έπειτα φέρνω στο νου μου τη γιαγιά μου. Από κείνη βλέπεις πήρα και το όνομα μου. Πάντα τη θυμάμαι να κάθεται σε κείνο το σημείο, να στη μέση της αυλής, σε κείνη τη μεγάλη άσπρη καρέκλα κοιτώντας τον κάμπο. Ακόμη και τώρα, καμιά φορά κοιτάζω στα κλεφτά θαρρώντας πως βρίσκεται εκεί και με κοιτάει.
Τον παππού μου δε, νομίζω πως θα τον δω να στέκεται σε εκείνη την δύσβατη ανηφόρα δίπλα στο σπίτι μας κρατώντας ντομάτες από το περιβόλι.
Τελικά στη θέαση ενός άδειου σπιτιού η μνήμη είναι ο καλύτερος σου φίλος. Άψυχα αντικείμενα, φωτογραφίες παντού και το μόνο που δηλώνει ότι κάτι υπάρχει εκεί γύρω είναι ο εκκωφαντκός ήχος της βρύσης που στάζει. Και πάλι να, στέκεσαι εκεί χωρίς να περιμένεις κάτι. Απλά στέκεσαι και περιμένεις...
Και ύστερα... κλειδώνεις την πορτα πίσω σου, παίρνεις τον δρόμο της επιστροφής και απλά χαμογελάς. Ναι χαμογελάς, για εκείνα που έζησες αλλά και για εκείνα που θα ρθουν...
Κίνητρο του σημερινού μου κειμένου; Μια πρόσφατη εξόρμηση στο χωριό μου αλλά και η μνήμη. Ναι η μνήμη. Κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού και άκλιτη, Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη...
Καλή συνέχεια
Μόνη μας πατρίδα, τα παιδικά μας χρόνια.!
Θυμάμαι σαν τώρα εκείνο τον τσακωμό που είχα κάνει με τον παππού μου. Ήμουν κάπου στα δεκαέξι βλέπεις και ήθελα να κάτσω μέχρι αργά έξω. Του φαινόταν αδιανόητο. Η δική του εγγονή να τριγυρνάει μέχρι αργά από δω και απο κει. Θαρρώ πως ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος τσακωμός μαζί του.
Θυμάμαι πάλι τις γιορτές στο χωριό. Όταν μάθαινε πως θα ανεβαίναμε, έφευγε άρον άρον από το καφενείο για να είναι ήδη στο σπίτι περιμένοντας μας. Η χαρά του απερίγραπτη. Μας αγκάλιαζε σαν να μην υπάρχει αύριο.Τα μάτια του δε, έλαμπαν και μεις απλά χανόμασταν στην αγκαλιά του. Έπειτα του λέγαμε τα νέα μας. Ξέρεις, για την ζωή στην Αθήνα και την δική μας καθημερινότητα. Εκείνος με τη σειρά του μας μίλαγε για τη ζωή στο χωριό. Για το περιβόλι του, τον στάβλο μας... Ύστερα του ζητάγαμε να μας ζωγραφίσει. Πόσα χαρτιά είχαμε χαλάσει... Θυμάμαι και εκείνα τα βιβλία στιβαγμένα στη βιβλιοθήκη. Διάβαζε πολύ, θεωρούσε ας πούμε τη μόρφωση βασικό εφόδιο για τον άνθρωπο.
Έπειτα φέρνω στο νου μου τη γιαγιά μου. Από κείνη βλέπεις πήρα και το όνομα μου. Πάντα τη θυμάμαι να κάθεται σε κείνο το σημείο, να στη μέση της αυλής, σε κείνη τη μεγάλη άσπρη καρέκλα κοιτώντας τον κάμπο. Ακόμη και τώρα, καμιά φορά κοιτάζω στα κλεφτά θαρρώντας πως βρίσκεται εκεί και με κοιτάει.
Τον παππού μου δε, νομίζω πως θα τον δω να στέκεται σε εκείνη την δύσβατη ανηφόρα δίπλα στο σπίτι μας κρατώντας ντομάτες από το περιβόλι.
Τελικά στη θέαση ενός άδειου σπιτιού η μνήμη είναι ο καλύτερος σου φίλος. Άψυχα αντικείμενα, φωτογραφίες παντού και το μόνο που δηλώνει ότι κάτι υπάρχει εκεί γύρω είναι ο εκκωφαντκός ήχος της βρύσης που στάζει. Και πάλι να, στέκεσαι εκεί χωρίς να περιμένεις κάτι. Απλά στέκεσαι και περιμένεις...
Και ύστερα... κλειδώνεις την πορτα πίσω σου, παίρνεις τον δρόμο της επιστροφής και απλά χαμογελάς. Ναι χαμογελάς, για εκείνα που έζησες αλλά και για εκείνα που θα ρθουν...
Κίνητρο του σημερινού μου κειμένου; Μια πρόσφατη εξόρμηση στο χωριό μου αλλά και η μνήμη. Ναι η μνήμη. Κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού και άκλιτη, Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη...
Καλή συνέχεια
Μόνη μας πατρίδα, τα παιδικά μας χρόνια.!
Ένα ανθρώπινο ευαίσθητο και άκρως συγκινητικό κείμενο μπράβο σου!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΦΟΥΛΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!ΝΑΣΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ ΚΟΠΕΛΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ...ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ....ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΜΑΣ ΠΑΝΤΩΣ ΜΑΣ ΕΚΑΝΕΣ ΛΙΩΜΑ.
ΤΙΣ ΨΥΧΟΥΛΕΣ ΜΑΣ ΣΤΑ ΤΑΡΤΑΡΑ ΤΙΣ ΕΣΤΕΙΛΕΣ.
ΟΙ "ΜΑΝΟΣ ΛΟΙΖΟΣ ΚΑΙ ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ "ΕΙΠΑΝ*
Όλα σε θυμίζουν,
απλά κι αγαπημένα,
πράγματα δικά σου, καθημερινά
σαν να περιμένουν κι αυτά μαζί μ’ εμένα
νά ’ρθεις κι ας χαράξει για στερνή φορά.
Όλη μας η αγάπη την κάμαρα γεμίζει
σαν ένα τραγούδι που λέγαμε κι οι δυο,
πρόσωπα και λόγια και τ’ όνειρο που τρίζει,
σαν θα ξημερώσει τι θα ’ν’ αληθινό.
ΜΑΝΟΣ ΛΟΙΖΟΣ ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάτω απ΄ το μαξιλάρι - 1995
Στίχοι:
Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική:
Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Κάτω απ’ το μαξιλάρι
είναι ένα βαθύ πηγάδι
που μέσα κατοικούν
οι ψυχές που σ’ αγαπούν.
Παλεύουν κάθε βράδυ
με τα κιούγκια στο σκοτάδι
να φτάσουν στα ψηλά
πλάι στο μαχαραγιά.
Να σου μιλάν στον ύπνο,
να σε μπάζουνε σε κήπο
με μ’ Αϊ Γιάννη και λωτούς
με χειμωνανθούς.
Κι όταν σ’ αναταράσσει
για τα σκάρτα που `χεις πράξει
κύμα φαρμακερό,
να σου δίνουν φυλαχτό.
Χαϊμαλί από μετάξι,
που `χουν μέσα του φυλάξει
άχυρο απ’ τη γη
που `χει μείνει απάτητη.
Έρχονται και σε μένα
πρόσωπα λησμονημένα,
άδεια και χλωμά
από πριν κι από μετά.
Μου κρατάν το χέρι
στο ταξίδι, στο καρτέρι
στον ύπνο τον βαθύ.
Είναι λίγοι, είναι πολλοί.
Μέσα στο πηγάδι
κάτω απ’ το μαξιλάρι
ρίχνονται οι ψυχές
Ήλιε μου τώρα βγες!
ΟΑΣΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝΙΚΟΣ ΣΤΥΛΙΑΣ
για ακομα μια φορα..μας συγκινησες εφακι..!
ΑπάντησηΔιαγραφήpasta flora
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπραβο κοριτσι μου! νοσταλγικο και τρυφερο κειμενο!Συνεχισε.