Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα Μ. Τρίτη, 30 Απριλίου. .....

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Σκοτώνουν τα δέντρα όταν γεράσουν - Της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου

«Η Αθήνα γεμάτη και η γειτονιά μας αραίωσε.»

«Παντού ερημιά, σπίτια κλειστά και άδεια μαγαζιά.»

«Πού πήγε ο κυρ Γιάννης; Έχω καιρό να τον δω.»

«Ποιος κυρ Γιάννης;»

«Που είχε πρόβλημα με τα πόδια του.»

«….».....

«Ο επιπλοποιός, ντε, που μας έφτιαξε τις ντουλάπες...»

«Πού τον θυμήθηκες; Πέθανε έμαθα.»

«Και η κυρία με τον σκύλο απέναντι;»

«Αυτή που πέρναγε τη μέρα της στο μπαλκόνι;»

«Ναι αυτή. Την είδες;»

«Πέθανε και αυτή.»

«Άδειασε η γειτονιά…»

«Από το φευγιό του κυρ Γιάννη και της απέναντι κυρίας με το σκυλί;»

«Και απ’ όλους εκείνους που τους πήρε κάποιο ασθενοφόρο και δεν τους ξαναέφερε.»

«Γιατί; Τους ήξερες;»

«Λέγαμε μια καλημέρα.»

«Σου λείψανε;»

«Ναι μου λείψανε. Συναντούσα πέντε ανθρώπους στο δρόμο και ήξερα πως μένουν εδώ τριγύρω. Αν φώναζα βοήθεια θα έτρεχαν. Σημείο αναφοράς τους είχα. Τώρα δεν ξέρω τι απέγιναν. Αν ζούνε, ή αν πέθαναν. Τους γνωρίζω τόσα χρόνια. Δεν γίνεται να μην νοιάζομαι.»

«Εντάξει τώρα. Μία καλημέρα λέγατε.»

«Και λίγο είναι αυτό; Για την Αθήνα που δεν γνωρίζεις τον διπλανό σου είναι πολύ!»

«Μήπως και στο χωριό το ίδιο δεν γινόταν;»

«Δεν το άντεχα. Κάθε μέρα η καμπάνα διαλαλούσε και κάποιον νέο θάνατο.»

«Αυτό λέω. Κι εκεί τους ήξερες όλους.»

«Στα χωριά οι άνθρωποι γνωρίζονται καλύτερα. Συμμετέχουν όλοι και στις χαρές και στις λύπες των άλλων.»

«Κι εγώ;»

«Εσύ δεν μπορείς να μας δεις. Είναι το πρόσωπό σου σκεπασμένο με λευκό μαντήλι.» 

Ο Σταμάτης την παρατηρούσε πώς έπιανε την καντηλήθρα κι άλλαζε το φυτίλι του καντηλιού. Όσο λάδι έμενε στα χέρια της το άπλωνε στις παλάμες σαν ιαματικό. Κι ύστερα, παφ, το έντονο φως, που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο, την εξαφάνιζε. Ο δρόμος πρόβαλε σε όλο το μήκος του γεμάτος φλύκταινες. Διέκρινε τον εαυτό του να προσπαθεί να περάσει απέναντι και να γλιστράει. Πατούσε πάνω τους και τον κατάπιναν. Έκανε τρομερές προσπάθειες να κρατηθεί στην επιφάνεια αλλά το υγρό της πληγής ήταν βαρύ και κολλώδες. Ίδιο όπως και στο όνειρό του κάθε βράδυ. Μετά τον διάλογό τους, εκείνη χανόταν με το παφ που κάνει η φουσκάλα όταν σκάει. Έπειτα πρόβαλε ο δρόμος κι εκείνος σκόνταφτε, βούλιαζε, πνιγόταν ως τη στιγμή που ξύπναγε αγκαλιά με την ταραχή· έφτανε μεσημέρι κι ακόμα μαζί του την έσερνε. Εντάξει, είχε φόβο για τα γεράματα, που έρχονταν σκληρά και αδιαπραγμάτευτα. Μόνος του ήταν. Δεν περίμενε κάτι καλύτερο. Παιδιά δεν είχε και σκυλιά δεν αποφάσιζε να πάρει από τότε που πέθανε η γυναίκα του. Χάθηκε νωρίς. Της στάθηκε και με το παραπάνω. Την αγαπούσε. Από έρωτα την πήρε, αλλά βλέπεις ακολούθησε τον χάρο. Καμία προσπάθεια δεν έκανε για να ζήσει. Την παρακάλεσε, τη φοβέρισε να μη φύγει, ξόδεψε πολλά σε γιατρούς και μάγους, δεν κατάφερε να την γυρίσει πίσω. Έμεινε με τον καημό της στην καρδιά και τον τάφο της αποκούμπι για να την κλαίει.

            Όταν στέρεψαν τα δάκρυα τον πλεύρισαν διάφοροι γνωστοί. Του πρότειναν ν’ αρχίσει να σκέφτεται για μια συντροφιά. Άντρα, γυναίκα δεν είχε σημασία. Σάμπως θα τους παντρευόταν; Ένα φίλο χρειαζόταν να λέει δυο λόγια, να μη χτυπάει η φωνή του στους τοίχους. Το καφενείο δεν του άρεσε, στο πάρκο θέριζε ο βοριάς τον χειμώνα και ο λίβας το καλοκαίρι, οι ταβέρνες είχαν την τσίκνα τους. Όσο έκανε κρύο άναβε το τζάκι και μίλαγε με τη φωτιά. Τον τρόπο του τον είχε. Φίλους δεν έκανε. Είχαν δεθεί τόσο πολύ με τη γυναίκα του ώστε δεν άφηναν να χωρέσει κανένας ανάμεσά τους. Στην ανάγκη, ας έβρισκε μια οικονόμο, ντόπια χωρίς παιδιά κι εγγόνια στον παγωμένο Βορρά, που θα της ζήταγαν να επιστρέψει επειδή τους έλειπε.

            Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε κι όταν έφτασε σε σημείο επιλογής καμία δεν του άρεσε. Καμία δεν έμοιαζε μ’ Εκείνη. Υποπτευόταν πως η πραγματικότητά τους κρυβόταν πίσω από αυτό που έδειχναν και δεν είχε ούτε διάθεση ούτε καιρό μπροστά του για να το ανακαλύψει το πρόσωπο πίσω από το πρόσωπό τους. Κι έτσι να μην γινόταν θα ζούσε μια ζωή στην αβεβαιότητα, με το φόβο πως κάποια μέρα θα του χτυπούσε την πόρτα η έκπληξη. Ήθελε να πιστέψει σ’ έναν νέο άνθρωπο, να τον βάλει στη καθημερινότητά του όπως είχε μέχρι τώρα τη γυναίκα του. Ήθελε να συνεχίσει τη δική του ζωή και όχι να συνθηκολογήσει με τις συνθήκες για να σκοτώσει τη μοναξιά του.

            Στο παρελθόν αυτή η ίδια ζωή είχε παίξει παιχνίδια μαζί του. Τον έκανε να πιστέψει πως θα γερνούσαν με τη γυναίκα του, φροντίζοντας ο ένας τον άλλο. Οι γύρω του ήξεραν πόσο την αγαπούσε κι αυτή το ίδιο. Γι’ αυτό τώρα τον συμπονούσαν και δικαιολογούσαν την αργοπορία του ν’ αποφασίσει. Ήταν και αυτοί οι θάνατοι που κυνηγούσαν ο ένας τον άλλο. Η καμπάνα χτυπούσε συνέχεια για τα ξόδια τους. Όσο και αν απέφευγε τις κηδείες ο ήχος τους τον έφτανε. Αποφάσισε να κάνει την καρδιά του πέτρα και να πηγαίνει σε κάποιες από αυτές γιατί αν συνέχιζε τις αποχές στη δική του κηδεία δεν θα πήγαινε κανένας.

            Έπρεπε να συμφιλιωθεί και με τον χάρο. Επιτέλους, είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που του πήρε την σύντροφό του. Ένα χλωμό κυριακάτικο πρωί αποφάσισε να πάει στην εκκλησία. Πρόλαβε και την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Πήρε και άρτο από έναν άγιο, που γιόρταζε εκείνη τη μέρα, χωρίς να συγκρατήσει το όνομά του. Ως εκεί όλα καλά. Ανάσανε που δεν τον μάλωσε ο παπάς επειδή είχε χαθεί τελευταία. Πήρε και θάρρος, τόσο που άλλαξε το δρόμο επιστροφής με κάποιον πολυσύχναστο, μπας και δει κανέναν άνθρωπο γνωστό και πει και καμία καλημέρα παραπάνω.

            Στην αναμονή για να διασχίσει τη λεωφόρο πρόσεξε το ζευγάρι που περίμενε για τον ίδιο λόγο. Ο άντρας καλοστεκούμενος, τα ’χε τα χρονάκια του όμως τα μυαλά του έμοιαζαν φυρά. Η γυναίκα είχε μακριά ξέπλεκα μαλλιά και έδειχνε μικρότερη. Παρόλο που είχαν γκριζάρει, ταίριαζαν πολύ με τη νεανική κορμοστασιά της. Φορούσαν συντηρητικά ρούχα αλλά ήταν ιδιαίτερα περιποιημένοι και καθαροί. Εκείνος έκανε παράτολμα βήματα για να της ξεφύγει παρότι τα διερχόμενα αυτοκίνητα δεν του αφήναν περιθώριο να διασχίσει το δρόμο και να περάσει απέναντι. Αυτή, πιο νέα και δυναμική, τον καθοδηγούσε, τον συγκρατούσε από το μπράτσο και τον μάλωνε. Ο θόρυβος του δρόμου σκέπαζε τα λόγια της. Και ξαφνικά άρχισε να τον χτυπάει στο κεφάλι ενώ αυτός έσκυβε να για να την αποφύγει.

Ο Σταμάτης έμεινε να τους κοιτάζει σαστισμένος. Οι φυσιογνωμίες τους ήταν τόσο ευγενικές ώστε δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη. Σκέφτηκε να τρέξει κοντά τους, να την αρπάξει από τα μαλλιά και να την φέρει δύο σβούρες αλλά το μετάνιωσε. Η ζωή του πέρασε ξαφνικά ολόκληρη από τη σκέψη του. Η δική του γυναίκα δεν θα το έκανε ποτέ αυτό, αλλά τι τα θες, ετούτη εδώ ήταν πολύ νεότερη και το χέρι της σηκωνόταν πιο εύκολα. Τη στιγμή που η άγνωστη γυναίκα άρχισε να γρονθοκοπεί το κεφάλι του άντρα ο Σταμάτης αυτόματα αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν νέα σύντροφο. Τα Χριστούγεννα ξεμάκρυναν απότομα από τα μάτια και την καρδιά του και τα θλιβερά δέντρα τους κείτονταν ήδη δίπλα στους κάδους των σκουπιδιών. Η συνείδησή του δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την αδράνειά του. Έβλεπε αυτόν τον άντρα, που ίσως είχε παραχωρήσει κάτι πολύτιμο για χάρη μιας χριστουγεννιάτικης συντροφιάς, τώρα να ζητιανεύει το ενδιαφέρον των περαστικών όπως τα νεκρά δέντρα στο κράσπεδο. 

Και επειδή κανείς δεν δέχεται να κάνει παραχωρήσεις αν δεν διαθέτει ισχυρό κίνητρο, θα τα έβγαζε πέρα μόνος του, χωρίς έναν δυνάστη στη ζωή του. Ας μη βρισκόταν κανένας να τον θάψει. Ίσως άφηνε ένα γράμμα στον παπά της ενορίας, πριν εξαφανιστεί σαν τον κυρ Γιάννη ή σαν την κυρία του απέναντι μπαλκονιού με τον σκύλο. 

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου