Ο πρώτος κεραυνός τη βρήκε να τηγανίζει κολοκυθάκια. Η σκέψη της κύλισε σ’ εκείνο το βράδυ του ’81, που έβαζε την κατσαρόλα στο μάτι για να βράσει χόρτα. Πρώτο έφτασε το βουητό και μετά άρχισε να τρίζει η κουζίνα. ....
Μέχρι να σκουπίσει καλά τα νερά, ήρθε και το κούνημα. Ό,τι είχε κάνει μπάνιο, άρπαξε τα κλειδιά και κατέβηκε άρον άρον στο δρόμο, με το μπουρνούζι μέσα τον Γενάρη. Ευτυχώς που ήταν γλυκός ο καιρός. Ακόμα κουβαλούσε τον φόβο με κάθε βουητό.Αρκετά βάσανα είχε, δεν της χρειαζόταν να σέρνει και τους κεραυνούς πίσω της. Μικρή, με κάθε λάμψη έτρεχε στο κρεβάτι της γιαγιάς να κρυφτεί στα σκεπάσματά της. Όταν πέθανε η γιαγιά, της είπαν μεγάλωσες και της έδωσαν το δωμάτιό της, με το μεγάλο παράθυρο στο δρόμο. Μέχρι ν’ αποδεχτεί το θάνατό της πήγαινε στο νεκροταφείο και της μίλαγε. Οι κεραυνοί ιδιαίτερα την έκαναν να φαντάζεται την κόλαση όπως όταν ήταν παιδί και να χώνεται νωρίς στο κρεβάτι της. Γι’ αυτό δεν αγαπούσε το φθινόπωρο, εκτός του ότι σήμαινε το τέλος της καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς –Αύγουστε καλέ μου μήνα, να ’σουν δυο φορές το χρόνο– έφερνε και τις βροχές και τα κρύα. Μικρή είναι, έλεγαν, θα μεγαλώσει και θα το ξεπεράσει. Από τότε κύλισε ολόκληρη ζωή, γέρασε κι ακόμα τα πρωτοβρόχια της έφερναν αναστάτωση. Τρόμαξε να καταλάβει πως αυτά τα χούγια τα σέρνεις μαζί σου για πάντα.
Με το που πιάνει η βροχή, τα σκυλιά περνούν κάτω από μπαλκόνια και υπόστεγα, οι άνθρωποι κυκλοφορούν με ομπρέλες και τα πετεινά του ουρανού και της γης στέκουν ακίνητα κι αφήνουν το νερό να στραγγίζει απ’ τα φτερά τους. Εκείνη η χρονιά φαινόταν παράξενη. Τι δεν θα έδινε να είχε μπροστά της καμιά σαρανταριά χρόνια ακόμα. Δεν της άρεσε που γερνούσε. Όχι για την ομορφιά αλλά για τα κουράγια της που λιγόστευαν με το χρόνο. Σαν να πέρναγε τις τέσσερις εποχές σε μία μέρα. Πρωί πρωί το φαγητό και το σπίτι, το μεσημέρι ενημέρωση από τη γειτόνισσα, το απόγευμα σουπερμάρκετ και το βράδυ τηλεόραση. Το τελευταίο μπορεί να κράταγε μέχρι το ξημέρωμα. Ειδικά εκείνο το βράδυ που άκουσε για την εγχείρηση. Είχαν απ’ ευθείας σύνδεση με το νοσοκομείο. Εκτός από τις αποσπασματικές ειδήσεις, βγήκε ο γιατρός στο κεφαλόσκαλο και μίλησε συγκεκριμένα. Καταιγισμός οι ερωτήσεις, δεν προλάβαινε να ολοκληρώσει την απάντηση τον πυροβολούσαν με την επόμενη. Το ρεζουμέ: εξήντα τρία κουτάβια στην κοιλιά στην κοιλιά ενός ασθενή.
Κόλλησε στον τόπο της. Μα πώς χώρεσαν τόσα κουτάβια σε μία κοιλιά αναρωτήθηκε. Τα έβαζε με τον εαυτό της. Κοτζάμ γυναίκα να μην μπορεί να επεξεργαστεί μία είδηση. Και αυτοί, εκεί μέσα από το γυαλί, να προβάλλονται ως υπερασπιστές της ενημέρωσης ενώ θα μπορούσαν να κριθούν ένοχοι για την αδυναμία τους να πείσουν. Τόσος κόσμος έρμαιο της τύχης του μπροστά σ’ ένα τετράγωνο κουτί. Σαν να ζούσε σε έναν παράλληλο κόσμο της φάνηκε. Έξω η φύση ούρλιαζε. Η άγρια βροχή ξέφτιζε τη μπογιά από τα παραθυρόφυλλα. Δύσκολο το έβλεπε να κρατήσουν έναν χειμώνα ακόμα. Αν συνεχιζόταν αυτό το κακό θα έσπαγαν και τα τζάμια. Ωστόσο η τηλεόραση δεν έδινε νέες πληροφορίες, παρότι άλλαζε συνεχώς κανάλια, μήπως σταθεί τυχερή. Όσο πέρναγε η ώρα η βροχή δυνάμωνε επικίνδυνα. Το νερό κατέβαζε από το βουνό ό,τι δεν μπορούσε να σταθεί όρθιο. Έπρεπε να δώσουν στον κόσμο οδηγίες για
τον επικείμενο κίνδυνο πλημύρας, αντί να μεταδίδουν ειδήσεις για την κοιλιά εκείνου του δύσμοιρου κήτους που είχε καταπιεί εξήντα τρία κουτάβια.
Δεν μπορούσε να το χωνέψει ο νους της. Άκου εκεί εξήντα τρία. Σαν κατάρα της έμοιαζε, σαν οφειλή της μοίρας να τακτοποιήσει τις ανατροπές και τα ανοίκεια. Ούτε το κήτος που κατάπιε τον Ιωνά να ήταν. Η σκέψη των κουταβιών μαλάκωνε την αγωνία της για τη βροχή. Γύρισε δυο τρία κανάλια μήπως αναφέρουν κάτι. Καμιά νέα πληροφορία για τα κουτάβια. Φαίνεται πως η είδηση είχε παρέλθει –αστραπή τις πέρναγαν, πού να προλάβουν τόσες πολλές που έσκαγαν η μία μετά την άλλη. Κι ένα πράγμα βρε παιδί μου, ούτε μια ευχάριστη. Μα να φάει τα κουτάβια ο αθεόφοβος. Πώς τα κατάφερε και δεν έσκασε; Όχι πως τον λυπόταν. Καλά θα πάθαινε δηλαδή. Ο γιατρός πάλι ήταν ψύχραιμος. Η εγχείρηση ήταν δύσκολη, είπε, αλλά όλα είχαν πάει καλά και ο ασθενής θα ανάρρωνε. Κουβέντα για τα κουτάβια. Χαρά στη συμπαράσταση. Αλλά αυτή ήταν η δουλειά του. Ο εισαγγελέας όμως πού ήταν; Σε διακοπές;
Μία δυνατή αστραπή την έκανε να συνέλθει και να σταυροκοπηθεί. Σχώρα τον, Παναγιά μου, τον σιχαμερό. Η βροχή γλίστραγε τώρα ανάμεσα από τις χαραμάδες. Στράγγιζε το νερό που έσπρωχνε τα παράθυρα προς τα μέσα. Δέκα κατεβασιές ταυτόχρονα έστελνε ο χείμαρρος αφήνοντας μέσα στην αυλή της όσα σκάλωναν στην κολώνα της αυλόπορτας. Είχε γεμίσει η αυλή και τα νερά κύλαγαν τώρα στο υπερυψωμένο μπαλκόνι της. Ούτε λόγος να παραμένει στην ισόγεια κουζίνα. Ανέβηκε ως εκεί που το βλέμμα της συναντήθηκε με το πάτωμα του παταριού. Από ψηλά η τηλεόραση αντιφέγγιζε στα νερά, που λίμναζαν στο πάτωμα. Πισωγύρισε μέχρι τον πίνακα του ηλεκτρικού, και κατέβασε τον γενικό. Ήθελε να μάθει πως βρέθηκαν εξήντα τρία κουτάβια στην κοιλιά εκείνου του παλαβού αλλά αυτό δεν έπρεπε να γίνει αιτία για βραχυκύκλωμα.
Έξω στο δρόμο τα αυτοκίνητα της πόλης έπλεαν ακυβέρνητα. Μέσα, το νερό σκέπαζε σιγά σιγά τα έπιπλα. Ευτυχώς που είχε μερικά ρούχα στο πατάρι για να προφυλαχτεί από την υγρασία. Άνοιξε το παράθυρο για να ζητήσει βοήθεια. Δεν υπήρχε άνθρωπος. Αν ήταν νεότερη θα σκαρφάλωνε στη στέγη του σπιτιού, όπως ο γείτονας, αλλά δεν ήταν εύκολο για την ηλικία της να φτάσει την γκλαβανή. Το νερό τώρα είχε καλύψει τη μέση της σκάλας. Αν κατάφερνε να κατέβει μερικά σκαλοπάτια και να κολυμπήσει θα προσπαθούσε ν’ ανοίξει την πίσω πόρτα για να πάρουν τα νερά το δρόμο τους. Όσο να το σκεφτεί το νερό την έφτασε. Δεν έχω άλλη επιλογή, είπε μέσα της, πρέπει να το τολμήσω. Ξεκαρφίτσωσε την παραμάνα που είχε πάντα κάτω από το γιακά της ρόμπας της και μάγκωσε το νυχτικό της ανάμεσα στους μηρούς. Όσο κατέβαινε τόσο γλίστραγε στα σκαλοπάτια. Στο τέλος έχασε την ισορροπία της κι αφέθηκε στο νερό. Τα πόδια της δεν πατούσαν στο πάτωμα. Οι αστραπές έξω συνεχίζονταν, βροντές δεν άκουγε πια.
Με τα εξήντα τρία κουτάβια στο μυαλό της και πολύ κόπο έφτασε κοντά στην πίσω πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει. Αδύνατον. Προσπάθησε ξανά. Τίποτα. Το νερό την έσπρωχνε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της. Όσο το νερό ανέβαινε οι ευκαιρίες της λιγόστευαν. Σε λίγο θα γινόταν και αυτή κουτάβι στην κοιλιά του παλαβού σπιτιού της. Μία αστραπή φώτισε την απελπισία της και την ουρά του τηγανιού που κρεμόταν στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο. Το άρπαξε, το κατέβασε στο ύψος του τζαμιού, έβαλε το πόδι της στον πάτο του και το κλότσησε πάνω του, μία, δύο, τρείς… δέκα φορές, μπορεί και εξήντα τρείς. Φαντάστηκε πως
κλωτσούσε τα τοιχώματα της κοιλιάς του κήτους που κατάπιε τον Ιωνά κι ας μην έβλεπε πουθενά τα κουτάβια.
Είδε το νερό να κατεβαίνει αφήνοντας το αποτύπωμα της λάσπης στον τοίχο και φαντάστηκε πως το τζάμι υποχώρησε, αλλά συνέχιζε να το κλωτσάει μέχρι που τα νερά περνώντας με ορμή ανάμεσα από αυτό τη ρούφηξαν και την πήραν μαζί τους. Βρέθηκε να στροβιλίζεται στον χείμαρρο που κατέβαινε το δρόμο. Παλιά ο δρόμος ήταν η κοίτη του ποταμού, έλεγε ο παππούς της. Μετά τον σκέπασαν κι έστησαν στο καπάκι του το δρόμο. Αυτές ήταν οι τελευταίες σκέψεις της πριν παραιτηθεί στην κοιλιά του κήτους. Αναίσθητη την βρήκαν οι Διασώστες του Στρατού, λίγο πριν καταλήξει στο μεγάλο ποτάμι. Στο νοσοκομείο ξύπνησε μετά από αρκετές μέρες. Το πρώτο που ρώτησε μόλις άνοιξε τα μάτια της ήταν σε πιά πτέρυγα νοσηλεύεται αυτός που κατάπιε τα εξήντα τρία κουτάβια.
«Όχι κουτάβια, κουτάλια κατάπιε και όχι εδώ, στην Ινδία» απάντησε ο νοσοκόμος.
«Ό,τι πεις» είπε και ξανάπεσε σε λήθαργο.
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
Από την Εφημερίδα Εν Δελφοίς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.