Γράφει ο Ηλίας Χρ. Θάνος
Φοιτητής Α.Π.Θ., Αρθρογράφος Ιστοριοδίφης, Μέλος του
Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πολυδρόσου Φωκίδας,
Μέλος του Δ.Σ. του Λαογραφικού-Ιστορικού Συλλόγου Πολυδρόσου Φωκίδας «Η Σουβάλα
Παρνασσού»
Μέσα από τις σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας ξεπηδούν διάφορες μορφές που αγωνίστηκαν και έχυσαν το αίμα και τον ιδρώτα τους για την σημερινό ελεύθερο κόσμο. Μία τέτοια μορφή είναι και ο Νικηταράς, ο επονομαζόμενος Τουρκοφάγος.....
Η ζωή του Νικηταρά πέρασε μέσα από-στην
κυριολεξία-σαράντα και ένα κύματα. Ένδοξος πολεμιστής, αγωνιστής για την
ελευθερία, ένας από τους ταπεινότερους Έλληνες και στο τέλος πάμφτωχος, τυφλός
και επαίτης. Δεν θα επιχειρήσω μια απλή παρουσίαση του βίου του αλλά μέσα από
λιγότερο γνωστές και μερικώς αποσιωπημένες σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας, θα
προσπαθήσω να σκιαγραφήσω το πρόσωπο που τόσο πίστεψε στην ελευθερία της
πατρίδας αλλά παρέμενε ένας απλός και ταπεινός-πάνω απ’ όλα-άνθρωπος.
Η ζωή του
Πριν την Επανάσταση
Ο Νικηταράς ή Νικήτας Σταματελόπουλος γεννήθηκε το 1781 στο
χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα των Πισινών Χωριών του Μυστρά (σημερινή Νέδουσα
Μεσσηνίας). Διωγμένος και επικηρυγμένος ο πατέρας του, προσέφυγε στο μικρό
συνοικισμό του Λεονταρίου, σημερινό χωριό Τουρκολέκα. Εκεί ήρθαν στον κόσμο οι
γιοι του, Νικόλαος και Γιάννης (1805), αυτοί ήταν τα αδέλφια του Νικηταρά. Ο
Γιάννης θανατώθηκε βάναυσα από τους Τούρκους το 1816 μαζί με τον πατέρα του
Σταματέλο στη Μονεμβασιά και αργότερα έγινε άγιος της Ανατολικής Ορθοδόξου
Εκκλησίας ως Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας. Ο Νικηταράς από μικρός εντάχθηκε ως
“μπουλουξής” (επικεφαλής μπουλουκιού) στο σώμα του γνωστού κλέφτη Ζαχαριά, όπου
διακρίθηκε για την ανδρεία του. Μάλιστα, λέγεται, ότι κανείς δεν τον έφτανε στο
πήδημα και στο τρέξιμο. Το 1805, μετά την δίωξη των κλεφταρματολών του Μοριά,
πήγε στη Ζάκυνθο που τότε ήταν υπό Ρωσική κυριαρχία. Εκεί εισήλθε στα Τάγματα
που είχαν ιδρυθεί και αγωνίστηκε στην Ιταλία εναντίον του Μεγάλου Ναπολέοντα.
Αργότερα, επανήλθε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους που τα είχαν,
τότε, κυριέψει. Το 1808, γύρισε στο Μοριά μαζί με τον θείο του
Κολοκοτρώνη για να ενισχύσει τον Αλή Φαρμάκη. Στη συνέχεια, επιδόθηκε στη
στρατολογία Αλβανών Τσάμηδων, στο πλαίσιο του σχεδίου των Γάλλων για τη
δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους. Μετά την κυρίευση των Επτανήσων από τους
Βρετανούς, κατατάχθηκε ως αξιωματικός στα Ελληνικά Τάγματα υπό τον Ρίτσαρντ
Τσωρτς και εστάλη στη νότια Ιταλία, για να πολεμήσει τον και πάλι τον
Ναπολέοντα. Όταν τα Τάγματα διαλύθηκαν διέμεινε στη Ζάκυνθο. Στις 18 Οκτωβρίου
1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στο μυστικό της Φιλικής Εταιρείας,
από τον Ηλία Χρυσοσπάθη. Ο Νικηταράς δεν διατήρησε το οικογενειακό επώνυμο
Σταματέλος, αλλά το έτος 1818, μετά την ένταξή του στη Φιλική Εταιρεία, το
υποκοριστικό Σταματελόπουλος. Το αυτό έκανε και ο αδελφός του Νικόλας. Στον
ελληνικό λαό όμως παρέμεινε με το αγαπημένο του προσωνύμιο Νικηταράς, που του
δόθηκε μετά τη μάχη στα Δερβενάκια και ασπάστηκε ως επώνυμο ο γιος του Ιωάννης
μετά το 1854.
Στην Επανάσταση
Με την έναρξη της Ελληνική Επαναστάσεως, πήρε μέρος στην
πρώτη μάχη που έγινε στο Βαλτέτσι, στις 24 Απριλίου 1821. Αργότερα, στη μάχη
των Δολιανών, ο Νικηταράς που ήταν με 450 άντρες στα Άνω Δολιανά, επέτυχε να
αποκρούσει χιλιάδες Οθωμανούς που επιτέθηκαν με τη βοήθεια του πυροβολικού.
Επειδή σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι από αυτόν εκείνη την ημέρα, οι άντρες του τον
ονόμασαν "Τουρκοφάγο". Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι αυτό το
προσωνύμιο του δόθηκε στην μάχη στα Δερβενάκια, για την οποία θα δούμε στην
συνέχεια. Διακρίθηκε και στις μάχες που ακολούθησαν, όπου συνέπραξε με τον θείο
του, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, κυρίως δε στην πολιορκία και την άλωση της
Τριπολιτσάς. Επίσης, συμμετείχε και σε πολλές μάχες στη Στερεά Ελλάδα. Ήταν
ένας από τους ουσιαστικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Διατηρούσε
δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που ερχόντουσαν από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Αργότερα, έλαβε μέρος στην αντιμετώπιση του Δράμαλη στην Πελοπόννησο. Όταν οι
Έλληνες χάλασαν τη στρατιά του Δράμαλη στα Δερβενάκια, ο Νικηταράς μαζί με τον
Δημήτριο Υψηλάντη και τον Παπαφλέσσα είχαν καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον
Άγιο Σώστη, απ' όπου θα διάβαιναν οι Τούρκοι, προκαλώντας τους τεράστια
καταστροφή. Κατά τη διάρκεια της μάχης, μάλιστα, έσπασε τρία σπαθιά, και όταν
έσπασε και το τέταρτο, λέγεται ότι, το χέρι του έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε
γιατρός για να του το ανοίξει και να βγάλει τη λάμα του σπαθιού. Καθώς ο
Δράμαλης οπισθοχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς έπιασε την οχυρή θέση
Αγιονόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν μέσω αυτής.
Τελικά, συνέβαλε στο να υποχωρήσει ο Δράμαλης.
Μετά την Επανάσταση
Επί Καποδίστρια και Όθωνα, ο Νικηταράς ανήκε στο Κόμμα των Ναπαίων (ρωσόφιλων). Το 1839, ο Νικηταράς, έκανε προσπάθεια ίδρυσης Εταιρείας με την ονομασία «Φιλορθόδοξος Εταιρεία», σκοπός αυτής ήταν η απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας. Οι πράξεις της Εταιρείας κατ’ επίφασιν είχαν επιδίωξη την απελευθέρωση της Μακεδονίας, στην πραγματικότητα όμως επιδιώκανε στον εξαναγκασμό του βασιλιά Όθωνα σε παραίτηση. Ο Νικηταράς αφελής για το τι γίνεται είχε πέσει σε παγίδα του Ρώσου πρεσβευτή. Η ελληνική κυβέρνηση, υπό τον φόβο ότι το ρωσόφιλο κόμμα απέβλεπε στο να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκηπα, έπιασε τον Νικηταρά το 1839 και τον τιμώρησε σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας. Τον είχαν μπλέξει στη συνωμοσία εναντίον του Όθωνα ορίζοντάς τον στρατιωτικό αρχηγό αλλά η δράση της εταιρείας προδόθηκε από ένα πρώην μέλος της. Στην επακόλουθη δίκη, ελλείψει στοιχείων, αθωώθηκε, ωστόσο παρέμεινε στην φυλακή για άλλους δεκατέσσερις μήνες. Όταν αποφυλακίστηκε, η υγεία του ήταν εξασθενημένη από τα βασανιστήρια που ανέχτηκε κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του.
Νοσούσε από διαβήτη χωρίς να το γνωρίζει, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάσει σε μεγάλο βαθμό την όρασή του. Του χορηγήθηκε άδεια επαιτείας στο χώρο όπου υπάρχει τώρα ο ναός της Ευαγγελίστριας Πειραιώς, μία φορά την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή. Το 1843, όταν ο βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει Σύνταγμα στην Ελλάδα, στον Νικηταρά απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου, μαζί με μία πενιχρή σύνταξη. Κατόπιν, μεταξύ 7/9/1844 - 20/12/1844 υπήρξε Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, και το 1847 διορίστηκε Γερουσιαστής. Ήταν, όμως, πολύ εξασθενημένος για να δράσει. Απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 68 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί πλάι στον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Τα λιγότερο γνωστά στοιχεία της ζωής του Νικηταρά
Η σωτήρια καμήλα
Στην θέση Αγιονόρι, που αναφέραμε και πιο πάνω, οι Έλληνες
είχαν στήσει καρτέρι για να αποδεκατίσουν εντελώς την στρατιά του Δράμαλη και
να πάρουν τους θησαυρούς και τα πολεμοφόδιά τους. Τα πολεμοφόδια αυτά τα
μετέφεραν με δεκάδες καμήλες και μουλάρια. Το σχέδιο των Ελλήνων, λόγω
ελλείψεως συντονισμού, δεν πέτυχε και οι λίγοι Έλληνες υπό τις οδηγίες των
Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα και Νικηταρά βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν τεράστιο όγκο
Οθωμανικού στρατεύματος. Τότε, ο Νικηταράς παρατήρησε μια καμήλα η οποία ήταν
παραφορτωμένη με κάτι που έμοιαζε με μπαρούτι. Έτσι, το πυροβόλησε με το όπλο
του και από την φωτιά που προκλήθηκε, οι Οθωμανοί γέμισαν από πανικό. Με αυτόν
τον τρόπο, οι Οθωμανοί τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας τα όπλα, τα πυρομαχικά
και τους θησαυρούς τους.
Ο Νικηταράς και ο Τσοπανάκος
Ο Τσοπανάκος ήταν ένας αστείος λαϊκός ποιητής με τον οποίο
διασκέδαζαν οι στρατιώτες. Κάποτε, ο Νικηταράς για να τον ανταμείψει του χάρισε
ένα κολοβό άλογο που είχαν πάρει ως λάφυρο. Ο ποιητής, όμως, όντας φτωχός και
ανήμπορος να το θρέψει, σκέφτηκε και έγραψε τους παρακάτω στοίχους, στον
Νικηταρά, για να εξασφαλίσει την τροφή του αλόγου του.
«Το δώρο σου, Νικηταρά,
είν’ άλογο χωρίς ουρά,
ή μου στέλνεις και κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι.»
Ο Νικηταράς βρήκε τους στοίχους αυτούς πολύ ωραίους και
διασκεδαστικούς και του έστειλε το κριθάρι.
Ό,τι έχει ο καθένας
Ο Νικηταράς ήταν από τους πιο φτωχούς ήρωες της επανάστασης.
Παρά τα αξιώματα και τα λάφυρα από τις νίκες, ποτέ δεν απέκτησε ιδιαίτερα πολλά
χρήματα. Μετά την μάχη στα Δερβενάκια όλοι έτρεχαν να πάρουν λάφυρα. Να
γεμίσουν τις τσέπες τους. Μόνο ο Νικηταράς καθόταν κάπου αμέριμνος και
αγνάντευε. Τότε, τα παλληκάρια του, του έδωσαν μια ξύλινη ταμπακέρα και ένα
πολύτιμο σπαθί. Την ταμπακέρα την έστειλε στην γυναίκα του λέγοντάς της: «Την
στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι».
Κάποτε, το 1822, έγινε έρανος για να μαζευτούν χρήματα ώστε να δοθούν στους
Υδραίους για να κινήσουν τον στόλο. Ο Νικηταράς πρόσφερε το μόνο που είχε, το
πολύ πολύτιμο σπαθί το οποίο είχε πάρει σαν λάφυρο από τον Κιαμίλ μπέη στην
μάχη στα Δερβενάκια. Έγραψε στους υπεύθυνους του εράνου: «Πάρτε το. Αυτό έχω,
αυτό δίνω». Τότε, όλοι συγκινήθηκαν από το παράδειγμά του. Οι Υδραίοι ντράπηκαν
και του έστειλαν πίσω το σπαθί, μαζί με ένα φιλικό γράμμα.
Ο μεγαλόψυχος Νικηταράς
Στην μάχη στα Δερβενάκια, τον Ιούλιο του 1822, καμιά τριανταριά Τούρκοι και Αρβανίτες μαζί μ’ έναν μπέη, κατάφεραν να κρυφτούν κάτω από τα ταμπούρια του Νικηταρά. Σαν έφεξε, λοιπόν, αμέσως έτρεξαν προς την Κόρινθο για να γλυτώσουν. Ο Νικηταράς με τα παλληκάρια του τους κυνήγησαν, σκότωσαν καμιά δεκαριά και οι υπόλοιποι γλύτωσαν. Όταν ο Νικηταράς και οι άλλοι γύρισαν στα ταμπούρια τους, άκουσαν βογγητά από την μεριά που ήταν κρυμμένοι οι Τούρκοι. Πήγε τότε ο ίδιος προς τα εκεί και είδε έναν λαβωμένο Αρβανίτη. Στην μάχη, που είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα, ένα βόλι τον είχε πετύχει και του έσπασε την μέση. Ο Αρβανίτης αυτός σαν είδε τον Νικηταρά του ζήτησε να του κόψει το κεφάλι για να τον γλυτώσει. Ο Νικηταράς όμως του απάντησε: «Ορέ, είμαι πολεμιστής κι όχι τζελάτης-δήμιος. Άϊντε να σε πάω πάνω στο καραούλι που είναι ο γιατρός μας να σε γιάνη». Έτσι, ο Νικηταράς αφού του περιποιήθηκε πρόχειρα το τραύμα, τον πήρε στους ώμους του και άρχισε να ανηφορίζει για το στρατόπεδο που ήταν ο Παναγιώτης Γιατράκος, ο γιατρός των Ελλήνων. Ο Αρβανίτης δεν ήξερε ποιος ήταν ο καλός αυτός πολεμιστής που τον ζώστηκε στην πλάτη και ήθελε να τον σώσει παρά να τον σκοτώσει. Τότε, στον δρόμο για το στρατόπεδο, άκουσε μερικούς να τον φωνάζουν «Καπετάν Νικηταρά». Σαν άκουσε αυτό ο Αρβανίτης, ρωτάει τον Νικηταρά, αν έχει καμιά σχέση με τον Νικηταρά, τον Τουρκοφάγο, που τόσα ακούγονταν ανάμεσα στους Τούρκους και Αρβανίτες γι’ αυτόν και την δράση του. Όταν άκουσε δε πως ο περιβόητος Νικηταράς ο Τουρκοφάγος ήταν αυτός που είχε βαλθεί για να του σώσει την ζωή, άρχισε να τρέμει από την συγκίνηση και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Σαν προχώρησαν λίγο, ο Νικηταράς ένιωσε στον λαιμό του την κρυάδα μιας λεπίδας από μαχαίρι. Τότε, γυρνάει προς τον Αρβανίτη και του λέει αγριεμένος: «Δεν είσαι μπεσαλής, ορέ Αρβανίτη. Εγώ θέλω να σε γλυτώσω και συ τηράς πως να με σκοτώσης;». Τότε ο Αρβανίτης του δίνει εξηγήσεις. Δεν ήθελε να τον σκοτώσει. Στα κρυφά ήθελε να του κόψει μια τούφα από τα μαλλιά του για να θυμάται για πάντα αυτόν που του έσωσε την ζωή. Το χέρι του, όμως, έτρεμε και ακούμπησε το μαχαίρι στον λαιμό του Νικηταρά. Έλεγε αλήθεια ο Αρβανίτης και απόδειξη η τούφα που κρατούσε στο χέρι του. Μετά από αυτό, φτάσανε στο στρατόπεδο και ο Νικηταράς παρέδωσε τον Αρβανίτη στον Γιατράκο για να τον κάνει καλά. Ο Αρβανίτης, όμως, δεν βάστηξε και σε λίγες μέρες πέθανε. Πριν πεθάνει έδωσε την τούφα στον Γιατράκο και του εξιστόρησε τι είχε γίνει.
Ο Γιατράκος, με
την σειρά του, την έδωσε, μετά από χρόνια, στον Ελβετό φιλέλληνα Μπετάν, ο
οποίος δεν χόρταινε να εξιστορεί την ιστορία της. Αυτή η ιστορία έκανε τόση
εντύπωση στο ευρύ κοινό που οι γλύπτες αδερφοί Φυτάλη το κάνανε γλυπτό. Το έργο
τους αυτό οι Φυτάληδες το εκθέσαν στην έκθεση του αγώνα το 1884. Τώρα παραμένει
άγνωστο που βρίσκεται αυτό το γλυπτό που εξιστορεί ένα περιστατικό που
φανερώνει την μεγαλοψυχία και την αγνότητα ενός από τους μεγαλύτερους αγωνιστές
του ’21.
Το ρολόι του Νικηταρά
Λίγοι από τους μεγάλους καπετάνιους είχαν ρολόγια. Τα
ονόμαζαν «Ώρα». Ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης και άλλοι. Ήθελε και ο Νικηταράς
να αποκτήσει ένα ρολόι. Όμως, δεν είχε χρήματα. Αλλά και να είχε, τότε, δεν
πουλούσαν ρολόγια στην Ελλάδα. Έτσι, αναγκάστηκε να γράψει στους Ζακυνθινούς
που του είχαν στείλει και ένα κανοκιάλι. Τους έγραψε, λοιπόν: «Το κιάλε που μου
στείλατε με ωφελεί μεγάλως δια τον Ιμπραήμ. Μου ήτον όμως αναγκαιότατον και ένα
ωρολόγι διά να ρεγολάρωμεν εις τους πολέμους. Όθεν και όπως αγαπάτε κάμετε».
Δεν μπορούσαν οι Ζακυνθινοί να αρνηθούν την επιθυμία του μεγάλου αυτού
πολεμιστή. Του έστειλαν το ρολόι. Ο Τάκης Λάππας αναφέρει ότι έχει σωθεί και η
απόδειξη του ανθρώπου που το παρέλαβε.1
Παραπομπές:
1) ΤΑΚΗ ΛΑΠΠΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ 1750-1862,ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΤΛΑΝΤΙΣ-Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε. , Σελ. 132
Πηγές:
1) ΤΑΚΗ ΛΑΠΠΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ 1750-1862,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΤΛΑΝΤΙΣ-Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε. , Σελ. 106 και 111-113 και
131-132
2) ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ-ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΛΚΟΣ-ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΟΡΤΗΣ-ΕΚΤΟΡΑΣ
ΧΟΡΤΗΣ, ΟΣΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821,
εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Σελ. 192-194
3) ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
ΤΟΥ 1821, ΤΟΜΟΣ Ν-Ω, ΤΟ ΒΗΜΑ και ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΕΔΕΜΑΔΗ, Σελ. 31-38
4) Νικηταράς - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
(https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%82)
5) Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: Η Ελλάδα τον τίμησε ρίχνοντάς
τον στη φυλακή και δίνοντας του άδεια να ζητιανεύει | Έθνος (ethnos.gr)
(https://www.ethnos.gr/todayinhistory/article/208305/nikhtarasotoyrkofagoshelladatontimhserixnontastonsthfylakhkaidinontastoyadeianazhtianeyei)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.