Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Παρασκευή 26 Απριλίου σήμερα . .....

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥ ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΟΥ Του Δημήτρη Φαφούτη


  « Γιάννη μου το μαντήλι σου, τι τόχεις λερωμένο/Το λέρωσε η ξενιτιά, τα έρημα τα ξένα/Πέντε ποτάμια το πλενε και βάψαν και τα πέντε/Εκεί περνά κι ένα πουλί και βάψαν τα φτερά του/Πέρασε κι αγάπη σου κι έβαψε την καρδιά της ».....

Θυμάμαι χιόνιζε. Χιόνιζε άσπρο και σιωπή και δεσμωτήρια, εκείνες τις μέρες. Η θάλασσα με απαγορευτικό για τα μικρά πλεούμενα, που τα σκάρωναν οι τρυφεροί συνωμότες στα μυστικά καρνάγια. 

Κυριακή μεσημέρι, χειμώνας ήτανε του ’70, φοιτητές κατεβήκαμε με το Ντίνο Μιχελή στο καφενείο «η Ζίτσα» στην Ομόνοια. Παίζανε οι Χαλκιάδες φερμένοι κι αυτοί απ την Ήπειρο, γυρεύανε τα καζάντια τους, ο Τάσος στο μοιρολόγι για τη γυναίκα που του σκότωσαν όταν βομβάρδισαν τα Γιάννενα, ο Φώτης να ιστορεί το « Γιάννο» που περνοδιάβαινε τη νύχτα τραγουδώντας. Το τραγουδούσε τότε η Κούλα στη Λαμία μπροστά στο απόσπασμα. 

Ξανακουρδίσανε ύστερα τα όργανα, κι όλοι μαζί το «Γιάννη μου το μαντήλι σου», κατέβαινε ο ήχος σα φαρμάκι και σα μεταλαβιά στα κατάβαθα, πάλι και πάλι, ώσπου έβαψε το μαντήλι απ το αίμα, σαν τα ποτάμια που τα πίνει η θάλασσα, σαν τα δάκρυα που τα πίνει η καρδιά. 

Ρίξαμε τα κεράσματα στο τραπέζι, όπου στέκονταν αμίλητα τα θηκάρια απ τα όργανα, κι αφήσαμε τους άλλους να αποτελειώσουν  τη λειτουργία. 

Από τότε όταν θέλω να κλάψω, κοιτάζω το ματωμένο χρώμα απ το μαντήλι που περίσσεψε, «πέρασε κι η αγάπη μου κι έβαψε την καρδιά της». Θέλω ένα βράδυ να τραγουδήσω για όλες τις ξενιτιές που πέρασαν και γίνανε κορμιά με χαρακιές, για όλες τις αγάπες που τις μαράνανε τα χρόνια. Το οινόπνευμα να αναφλέγει, με μάτια γεμάτα φώσφορο… αυτό το βράδυ θέλω… έστω με άδεια πια αγκαλιά. Και να χιονίζει όπως τότε, να χιονίζει άσπρο και σιωπή και ελευθερία. Όταν τραγουδάμε για την ξενιτιά και τον έρωτα, μας αφουγκράζονται οι θεοί. 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ

ΥΓ/Άκουσα ξανά το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» διασκευασμένο από δυο νεαρά παιδιά. Και πίστεψα πως η ευγένεια των χεριών και η τρυφεράδα της ψυχής τους, κρατάνε σφιχτά το λερωμένο μαντήλι και θα περάσουν την ξενιτιά του Γιάννη στην αθανασία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου