Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα, Πέμπτη 25 Απριλίου 2024, τιμάται η μνήμη των: Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου . .....

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

ΟΙ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ 1912 – 13 Του Γιώργου Δρίβα


 0ι παππούδες μου ήταν, από τον πατέρα μου, ο Γιάννης  Δρίβας (Ντρίβας) και από τη μάνα μου ο Γιάννης Παπαγεωργίου.

Γράφει ο Γιώργος Αθ. Δρίβας.....

 Μετείχαν στον απελευθερωτικό αγώνα του ’12 σαν μαχητές του 542 συντάγματος ευζώνων της Λαμίας, το θρυλικό  σεϊτάν ασκέρ, όπως το ονόμαζαν οι Τούρκοι. Κατάφερε τότε η Ελλάδα να απελευθερώσει τη Μακεδονία, την Ήπειρο  και να τριπλασιαστεί σχεδόν.

Μετά το κίνημα στο Γουδί ( 1909 συνταγματάρχης Ζορμπάς ) ο Βενιζέλος πρωθυπουργός με υπουργό των οικονομικών τον Αθανάσιο Ευταξία, αναμόρφωσε τα οικονομικά, οργάνωσε το στρατό και το ναυτικό, αγοράζοντας το θρυλικό θωρηκτό ‘’Αβέρωφ’’.

Έτσι το 1912 ο Βενιζέλος, σαν μεγάλος διπλωμάτης, κατάφερε να συμφωνήσει με τους Σέρβους  και  Βουλγάρους, να  πολεμήσουν την παραπαίουσα τότε  Οθωμανική Αυτοκρατορία, χτυπώντας ταυτόχρονα, όποιο μέρος δε  κατακτούσε ο καθένας, θα ήταν δικό του.  

 Ο  ελληνικός στρατός μετά από μια νικηφόρα πορεία με λαμπρές νίκες στο Σαραντάπορο, στην Ελασσόνα  κ.α. μπήκε πρώτος στη Θεσσαλονίκη, στις 26 Οκτωβρίου 1912.  

Προλάβαμε τους Βούλγαρους, που ήθελαν διακαώς να πάρουν αυτοί πρώτοι τη Θεσσαλονίκη. Φάνηκε τότε η διορατικότητα του Βενιζέλου, που ήρθε σε κόντρα με το βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος ήθελε πρώτα να τραβήξουν προς Γιάννενα, λέγοντάς του το ιστορικό  ‘’Μεγαλειότατε σας διατάσσω’’!

Οι Βούλγαροι, λοιπόν, είπαν: ‘’αφήστε μας να μπούμε κι εμείς για λίγο μέσα στην πόλη, για να ξεκουραστούμε’’, αλλά μετά δεν έφευγαν.   

Τότε συμμαχεί ο Βενιζέλος με τους Σέρβους και τους Ρουμάνους, πολεμάνε το 1913 τους Βούλγαρους και τους έφτασαν λίγο έξω από τη Σόφια…

Οι  Βούλγαροι,  κατά τις μαρτυρίες των παππούδων μου, ήταν σκληροί πολεμιστές. Σε μια μάχη που οι Έλληνες νίκησαν, οι ξένοι δημοσιογράφοι που ήταν εκεί τους έλεγαν, ‘’νικήσατε, αλλά είχατε μεγάλες απώλειες…’’.

Πήγε που λέτε, ο παππούς μου ο Παπαγιωργάκης, σε μια πηγή να πάρει νερό κι εκεί συλλαμβάνει  αιχμάλωτο ένα Βούλγαρο.

‘’Μπρος, του λέει, ψηλά τα χέρια και πάμε στο τάγμα’’

 Με νοήματα φυσικά. 

 Ο Βούλγαρος στρατιώτης, φοβήθηκε για τη ζωή του και έλεγε: 

 Χριστιάν – χριστιάν, Φερδινάρδο, Γκέσοφ.  Δηλαδή, ήθελε να πει, είμαι κι εγώ χριστιανός, δεν φταίω εγώ, αλλά οι αρχηγοί μου που ήθελαν τον πόλεμο.

Εκεί, πριν μπουν στη Θεσσαλονίκη οι Έλληνες, ο άλλος παππούς μου ο Ντρίβας, τί έπαθε… 

 Είχε χρεωθεί ένα γάιδαρο και περνώντας τον Γαλλικό ποταμό, ο γάιδαρος, για να δροσιστεί φαίνεται, κωλοκάθησε μέσα στο νερό ( λίγο το νερό ) κι έριξε το Ντρίβα μέσα στο ποτάμι… 

Τότε όλοι οι γύρω στρατιώτες γελούσαν και ο Ντρίβας γύρισε και λέει στον Παπαγιωργάκη, ‘’γελάνε οι άλλοι ρε Γιάννη, γελάς κι εσύ που είσαι πατριώτης μου,  εγώ χαζέ να πινγού..’’

 ‘’Τί να πνιγείς ρε Γιάννη, σε είκοσι πόντους νερό….’’,   τότε δεν είχαν συμπεθεριάσει βέβαια ακόμα.

Ο παππούς μου ο Παπαγιωργάκης ήταν σαμαράς το επάγγελμα κι εγώ μικρός τον βόηθαγα στο φτιάξιμο του σαμαριού και θυμάμαι τί είναι το σαμαροσκούτι, το ραγάζι, η ίγγλα, το μπαλντίμι, το κολτσάκι, κτλ.  

Κάποτε μέθυσε με το φίλο του τον Γιάννη τον Αντώνη στο  σπίτι κι επειδή τον μάλωσε η γυναίκα του, ( η γιαγιά μου η Κοντύλω),  θύμωσε  και μεθυσμένος κι αγριωπός, πήρε ένα τσεκούρι να πάει να χαλάσει το βαρέλι με το κρασί… δεν το χάλασε βέβαια, τον πήρανε με το καλό… 

Εμείς αργότερα με τον αδερφό μου το Γιάννη, τον ονομάσαμε γέρο – Στάλιν, λόγω των πεποιθήσεών του και της φοβερής μουστάκας του!

Ο άλλος παππούς ο Ντρίβας, ήταν αγροφύλακας, είχε φτιάξει μια  ‘’δραγασιά’’ στον Άγιο Κωνσταντίνο, πάνω στη βελανιδιά και κάθε τόσο, για καλό και για κακό, σηκωνόταν, σφύριζε και φώναζε, ‘’έξω απ’ τα αμπέλιαααα…’’    

Κάποια φορά, πέρασε ο γιατρός απ’ το σπίτι του και ρώτησε τον παππού τί έχει.  -Να, γιατρέ, είχα έναν πόνο..   

-Πού τον είχες τον πόνο, Γιάννη;    

-Ρε Βασίλω, πού τον είχα εκείνο τον πόνο πέρσι;!

Άλλη φορά δεν ήθελε να πάει στο χωράφι και λέει στη γιαγιά : 

Βασίλω βάλε τα μπλάρια μέσα, γιατί θα βρέξει, μια ανταρούλα κρέμασε στο Μπράλο…   

 Έλεγε στις αφηγήσεις του πολύ συχνά το  ‘’τέλος πάντων’’ κι εμείς τα εγγόνια του, του το κολλήσαμε…

Και πόσα άλλα θυμάμαι απ’ τους παππούδες μου με πολλή αγάπη, που  με φτώχεια και με βάσανα, μεγάλωσαν τις οικογένειές τους, εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου