Λαμία, Δευτέρα, 13 Φλεβάρη, 1949
« Μετράνε είκοσι μέρες σήμερα, που ο μικρός Κωσταντής λιώνει απ τον πυρετό στο κρεβάτι του ορφανοτροφείου.....
Τα κιτάπια του ιδρύματος γράφανε πως κρατάει πέρα μακριά απ’ τα Άγραφα. Μέσα στο δρολάπι και το καταχείμωνο το φέρανε καβάλα σ ένα μουλάρι. Το ξεφόρτωσαν στην πόρτα του ορφανοτροφείου, χωρίς στοιχεία των γονιών του και άλλες λεπτομέρειες. «Ανταρτόπληκτο», γράφανε στα χαρτιά εκείνοι που τώρα διαφεντεύανε την ξεκομμένη ζωή του.
Τα άλλα παιδάκια δεν του χαμογελούσαν. Το κρατούσαν παράμερα και το περιγελούσαν. Στέκονταν αμίλητο, με το παράπονο να του τρώει την καρδιά. Κι όλο κοιτούσε με θολωμένα μάτια πέρα κατά τα βουνά, χωρίς φωνή χωρίς παιχνίδι.
Όταν το ρωτάγανε για τη μάνα του, ένα κόμπος του σταματούσε την ανάσα. Τα βουνήσια μάτια του πνιγότανε στα δάκρυα. Γι’ αυτό και όταν το περιγελούσαν τα άλλα παιδιά, για τη μάνα του ρωτούσαν πάντα, «Κωστάκη ποια είναι η μάνα σου»
Ο Κωσταντής όταν ζωγράφιζε στα τετράδια, ζωγράφιζε πάντα μανούλες. Πολλές μανούλες με ανοιχτές αγκαλιές, λες και προσπαθούσε να τις χορτάσει όλες.
Πως το βρήκε το χτικιό το άμοιρο; Το κορμάκι του λύγισε, του έγινε βάρος ασήκωτο. Η αναπνοούλα του όλο και λιγόστευε, έβγαινε με το στανιό, σα να δείλιαζε να το αποχαιρετίσει.
Ανασηκώθηκε στο αχυρένιο στρώμα, έβαλε τα κλάματα, πήρε το τετράδιο και προσπάθησε να ζωγραφίσει την τελευταία του μανούλα. Το αδυνατισμένο χεράκι λύγισε, του έπεσε το μολύβι και δεν το ξανά σήκωσε. Λίγο πριν σουρουπώσει το καντήλι του σβήστηκε. Ψηλά στα Άγραφα με το χιόνι, κανένας δεν θα το μάθει για να κλάψει.
Η Λένη η μαγείρισσα του ορφανοτροφείου το πήρε στα χέρια Ανύπαντρη δεν αξιώθηκε να σφίξει παιδί στην αγκαλιά. Στο πλυσταριό το έπλυνε, το άλλαξε με ξένα ρούχα που είχε φυλάξει απ την Ούντρα. Με τη χτένα της το χτένισε, το στόλισε με μια στενή χωρίστρα, έμοιαζε σαν το δρόμο που θα περπατούσε για να ανταμώσει τα αγγελούδια. Μας φώναξε όλες τις γυναίκες απ τη γειτονιά. Μαζευτήκαμε και το κατεβάσαμε στο μαγειρείο του ορφανοτροφείου.
Αύριο θα ερχόταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, η μεγάλη μάνα, και δεν έπρεπε να το δει έτσι αμίλητο.
Εκεί συντροφιά το ξενυχτήσαμε, η κάθε μια με το δικό της ξεχωριστό μοιρολόι. Πολλές μανούλες μαζί, το στείλαμε με τραγούδια στους ουρανούς »
« Μετράνε είκοσι μέρες σήμερα, που ο μικρός Κωσταντής λιώνει απ τον πυρετό στο κρεβάτι του ορφανοτροφείου.....
Τα κιτάπια του ιδρύματος γράφανε πως κρατάει πέρα μακριά απ’ τα Άγραφα. Μέσα στο δρολάπι και το καταχείμωνο το φέρανε καβάλα σ ένα μουλάρι. Το ξεφόρτωσαν στην πόρτα του ορφανοτροφείου, χωρίς στοιχεία των γονιών του και άλλες λεπτομέρειες. «Ανταρτόπληκτο», γράφανε στα χαρτιά εκείνοι που τώρα διαφεντεύανε την ξεκομμένη ζωή του.
Τα άλλα παιδάκια δεν του χαμογελούσαν. Το κρατούσαν παράμερα και το περιγελούσαν. Στέκονταν αμίλητο, με το παράπονο να του τρώει την καρδιά. Κι όλο κοιτούσε με θολωμένα μάτια πέρα κατά τα βουνά, χωρίς φωνή χωρίς παιχνίδι.
Όταν το ρωτάγανε για τη μάνα του, ένα κόμπος του σταματούσε την ανάσα. Τα βουνήσια μάτια του πνιγότανε στα δάκρυα. Γι’ αυτό και όταν το περιγελούσαν τα άλλα παιδιά, για τη μάνα του ρωτούσαν πάντα, «Κωστάκη ποια είναι η μάνα σου»
Ο Κωσταντής όταν ζωγράφιζε στα τετράδια, ζωγράφιζε πάντα μανούλες. Πολλές μανούλες με ανοιχτές αγκαλιές, λες και προσπαθούσε να τις χορτάσει όλες.
Πως το βρήκε το χτικιό το άμοιρο; Το κορμάκι του λύγισε, του έγινε βάρος ασήκωτο. Η αναπνοούλα του όλο και λιγόστευε, έβγαινε με το στανιό, σα να δείλιαζε να το αποχαιρετίσει.
Ανασηκώθηκε στο αχυρένιο στρώμα, έβαλε τα κλάματα, πήρε το τετράδιο και προσπάθησε να ζωγραφίσει την τελευταία του μανούλα. Το αδυνατισμένο χεράκι λύγισε, του έπεσε το μολύβι και δεν το ξανά σήκωσε. Λίγο πριν σουρουπώσει το καντήλι του σβήστηκε. Ψηλά στα Άγραφα με το χιόνι, κανένας δεν θα το μάθει για να κλάψει.
Η Λένη η μαγείρισσα του ορφανοτροφείου το πήρε στα χέρια Ανύπαντρη δεν αξιώθηκε να σφίξει παιδί στην αγκαλιά. Στο πλυσταριό το έπλυνε, το άλλαξε με ξένα ρούχα που είχε φυλάξει απ την Ούντρα. Με τη χτένα της το χτένισε, το στόλισε με μια στενή χωρίστρα, έμοιαζε σαν το δρόμο που θα περπατούσε για να ανταμώσει τα αγγελούδια. Μας φώναξε όλες τις γυναίκες απ τη γειτονιά. Μαζευτήκαμε και το κατεβάσαμε στο μαγειρείο του ορφανοτροφείου.
Αύριο θα ερχόταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, η μεγάλη μάνα, και δεν έπρεπε να το δει έτσι αμίλητο.
Εκεί συντροφιά το ξενυχτήσαμε, η κάθε μια με το δικό της ξεχωριστό μοιρολόι. Πολλές μανούλες μαζί, το στείλαμε με τραγούδια στους ουρανούς »
Δημήτρης Φαφούτης
*Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα: «ΝΑ ΦΥΓΩ ΘΕΛΩ»
*Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα: «ΝΑ ΦΥΓΩ ΘΕΛΩ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.