Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα Μ. Τρίτη, 30 Απριλίου. .....

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Σουβαλιώτικες Ιστορίες - Η ΚΛΕΨΙΑ


Γράφει ο Γιώργος Δρίβας
Τα παλιά τα χρόνια, στα χωριά μας ήταν πολύ διαδεδομένη η ‘’κλεψιά’’. Σήμερα οι κλέφτες φύγανε από τα βουνά και πήγανε στις πόλεις…

Μάλιστα η κλεψιά των πολιτικών λέγεται κομψά ‘υπεξαίρεση’ !
Παλιά, αν δεν έκλεβες εσύ, σ’ έκλεβε ο άλλος. Λέγανε όμως και το εξής: ξέρεις να κρύψεις; Κλέψε… Αλλιώς μην κλέβεις, γιατί αν αποκαλυφθείς θα τιμωρηθείς βαριά, όπως έλεγαν και οι Σπαρτιάτες στα Σπαρτιατόπουλα.
Ο νέος που ήξερε να κλέβει, είχε μια δόση ηρωϊσμού και θεωρείτο ο καλύτερος γαμπρός του χωριού. Τώρα μιλάμε για μικροκλέφτες, ζωοκλέφτες και κλέφτες άλλων αγροτικών προϊόντων και όχι για τους ληστές των βουνών, που παλιότερα υπήρξαν και η μαγιά των επαναστατών του 1821.
Ο τελευταίος ληστής του Παρνασσού, ήταν ο Καραθανάσης απ’ την Αράχωβα. 
Έχω δει τη φωτογραφία του κάπου, φορούσε φουστανέλα και ήταν πολύ όμορφος. 
Κάποτε τσακώθηκε με τους τσοπάνηδες του Παρνασσού και από αντεκδίκηση πήγε στον ‘’τυριά’’ και άδειασε τα βαρέλια με το τυρί τον κατήφορο, όπου γέμισε ο τόπος τυρί κάτω απ’ του Γενίτσαρου το πηγάδι. 
Αργότερα, ενεργώντας βάσει νόμου της κυβέρνησης, αποκεφάλισε δύο ληστές και πήγε τα κεφάλια τους στην Αθήνα. 
Οι αρχές τότε του έδωσαν αμνηστία και αυτός έγινε μπράβος της Αστυνομίας. Έλαβε δε μέρος, στην αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Ε. Βενιζέλου, τη νύχτα που μετέβαινε στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα.

Ας  έλθουμε τώρα στα γουστόζικα της κλεψιάς στη Σουβάλα…
Οι πιο γνωστοί κλέφτες στο χωριό μας, ήταν οι φημισμένοι για την εξυπνάδα τους, ο Κατσαρός με τον Παπαθύμιο. 
Τί έκαναν οι πονηροί;  Κατέβαιναν νύχτα με τα φανάρια στα χωράφια και την άλλη μέρα διέδιδαν στο χωριό, ότι βγήκαν νεράϊδες, για να φοβηθούνε οι χωριανοί και το επόμενο βράδυ, αυτοί γέμιζαν τα ταγάρια και τις τραστίνες τους με αγροτικά προϊόντα. 
Λέγεται δε ότι κάποτε που χρησιμοποίησαν τα μουλάρια τους στην κλεψιά, επινόησαν το εξής τέχνασμα: 
έβγαλαν τα πέταλα των ζώων και τα ξαναπετάλωσαν ανάποδα ( με αντίθετη φορά ) για να φαίνεται ότι έρχονται και τις δύο φορές και δεν πάνε τα μουλάρια μπροστά.
Μπήκαν κάποτε στο μύλο του γιατρού Καρούζου (σήμερα κέντρο ‘ Ο Μύλος’.
Έβαλε ο ένας την άσπρη μπλούζα του μυλωνά Καρούζου και έλεγαν ο ένας στον άλλο:
Γιατρέ να πάρω λίγο αλεύρι γιατί πεινάνε τα παιδάκια μου;
Και δεν παίρνεις όσο θες, απαντούσε ο άλλος….
Κάποτε μπήκαν στο μύλο πάλι για κλεψιά και ο ένας έβαλε τον άλλο πάνω στις πλάτες του.
Στο δικαστήριο λοιπόν, τί είπαν;
Αν πάτησα εγώ με τα πόδια μου στο μύλο, να μου τα κόψει ο Θεός, έλεγε ο αποπάνω…
Αν έκλεψα εγώ με τα χέρια μου, έλεγε ο πεζός κλέφτης, να μου τα κόψει ο Θεός…
Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου, τους είχε βαρεθεί να τους βλέπει συνέχεια κατηγορούμενους και τους λέει, μαρτυρείστε και εγώ θα σας απαλλάξω… 
αυτοί απάντησαν:
αναιδής αναμάρτητος, κύριε Πρόεδρε.  
Προφανώς ήθελαν να πουν, ουδείς αναμάρτητος.
Γνωστή είναι και η ιστορία, δε θυμάμαι ποιος είχε κλέψει, ένα αρνί και για να το κρύψει το βάζει μέσα στην κούνια του μωρού και το κούναγε (σφαγμένο βέβαια και καλυμμένο με σεντόνι).
Φθάνει ο χωροφύλακας και ρωτάει, μήπως έχεις κλέψει εσύ τ’αρνί;
Αν έκλεψα εγώ τ’ αρνί κυρ’χωροφύλακα, να φάω τούτο ‘δω , π’ κ’νάω !
Ο χωροφύλακας  νομίζοντας ότι είναι μωρό στην κούνια, έφυγε άπρακτος.
Και άλλες πολλές ιστορίες, που ίσως τις πούμε άλλη φορά.


1 σχόλιο:

  1. Αυτός που είχε κλέψει το αρνί και το είχε βάλει στην κούνια με την γυναίκα του και το κούναγε όταν πήγαν οι χωροφύλακες ήταν ο μπάρμπα Νίκος Παναγιωτής με το παρατσούκλι Παρασκευας ήταν μάστορας στο επάγγελμα και ξάδερφος του μπάρμπα Νίκου Παναγιωτή που έφτιαχνε τα μαχαίρια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή