Το
1928 και κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου με το πρώτο δεκαήμερο του
Μάιου, στο Γυμνάσιο Δαδιού έπεσε μια επιδημία....
Ήμουν
τότε στη τελευταία τάξη και διακόπηκαν τα μαθήματα ΄΄επ’ αόριστον΄΄.
Καθώς
ήταν φυσικό, μετά τη διακοπή των μαθημάτων, οι Σουβαλιώτες γυμνασιόπαιδες
φορτωθήκαμε τα ταγάρια και φύγαμε για το χωριό.
Τη
χρονιά εκείνη είχαμε σπείρει ένα χωράφι στην τοποθεσία ΄΄Σουριάς΄΄ με
κουκιά, και κατά την περίοδο των ανέλπιστων διακοπών των μαθημάτων είχαν
αρχίσει να ψωμώνουν και σκέφτηκα να τα προφυλάξω από τυχόν λαίμαργους, μια και
παρουσιαζόταν η ευκαιρία.
Πήγα
λοιπόν στο χωράφι και έφτιαξα μια πρόχειρη καλύβα από πλατάνια και καναπίτσες
και με αρκετά σκεπάσματα διανυκτέρευα εκεί κάθε βράδυ.
Συντροφιά
μου είχα πάρει ένα μαυροβουνιώτικο κουμπούρι, που βρισκόταν στο σπίτι από τα
παλιά τα χρόνια.
Ένα
βράδυ του Μάιου ήταν πανσέληνος και το φεγγάρι έλαμπε σαν ημέρα. Εκείνο το
βράδυ μου ήρθε η όρεξη να πάω τη νύχτα στην Αγία Ελαιούσα, για να δώ τις πηγές
του θείου Κηφισού και κυρίως να ικανοποιήσω την περιέργειά μου αν υπάρχουν
νεράιδες, καθώς μας διηγούτανε η γιαγιά μας η Γεροζούβαινα.
Μια
μέρα του καλοκαιριού, μας έλεγε, ντάλα μεσημέρι, πήγε ένας βοσκός στις πηγές
της Αλεγούσας για πιεί νερό.
Φτάνοντας
ο βοσκός στις πηγές είδε στις πλάκες της πηγής και συγκεκριμένα κάτω από τον
ίσκιο μιας ιτιάς, που υπήρχε δίπλα από την λεγόμενη μάνα της πηγής, να κάθονται
δύο πανέμορφες κοπέλες και να χτενίζουν με χρυσά χτένια τα
ξέπλεκα μακριά μαλλιά τους.
Ο
βοσκός έκθαμβος από το θέαμα τις χαιρέτησε και εκείνες αντί απαντήσεως του
πήραν τη λαλιά του και από τότε έμεινε μουγγός.
Γύρω
στα μεσάνυχτα έβαλα το κουμπούρι στη μέση μου και ξεκίνησα για τη μεγάλη
απόφαση. Έφτασα στον Πόρο, εκεί έκανα μια μικρή στάση για ανίχνευση κι άρχισα
να ανηφορίζω προς τις πηγές, βαδίζοντας στο μονοπάτι δίπλα στο ποτέκι, όπως
λέγανε τότε το βαθύ νερό του Κηφισού που ήτανε αμέσως μετά τον Πόρο προς τις πηγές.
Προχωρούσα
με μεγάλη προφύλαξη και με μεγάλο φόβο, έχοντας πάντα στο δεξί μου χέρι το
΄΄μαυροβουνιώτικο΄΄, το οποίο και μου έδινε θάρρος για το τολμηρό για την
ηλικία μου διάβημα.
Όταν
πλησίαζα προς τις πηγές ο φόβος μου έφτασε στο κατακόρυφο, αντικρίζοντας τον
θείο Κηφισό, να κυλά ήρεμα τα νερά του, όπως κάνει το ίδιο επί αιώνες.
Τη
στιγμή εκείνη το ολόγιομο φεγγάρι αντικαθρεφτιζότανε στο νερό, ανάμεσα από τους
ίσκιους των δύο ιτιών που υπήρχαν τότε στην πηγή, βασίλευε δε απόλυτη ηρεμία
και σιγή, και αν εκείνη τη στιγμή βρισκόταν κανείς κι έβγαζε μια φωνή, θα έμενα
ξερός από το φόβο μου.
Κοίταξα
δειλά – δειλά ολόγυρα στις πλάκες της πηγής και δεν είδα τίποτα, έσκυψα, ήπια
νερό από την πηγή και πήρα τον δρόμο της επιστροφής, ευχαριστημένος διότι είχα
ικανοποιήσει την παιδική μου περιέργεια για τις νεράιδες της Αλεγούσας.
Κατά
την κατοχή, που ήμουνα στα Αντάρτικά, πολλές φορές ξαναπέρασα νύχτα με φεγγάρι
και χωρίς φεγγάρι από τις πηγές της Αλεγούσας και γελούσα με τα παιδικά μου
καμώματα.
ΣΠ.
ΑΔΡΙΜΗΣ
Πολύ ωραία αφήγηση!
ΑπάντησηΔιαγραφή