Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Τετάρτη 27 Νοεμβρίου σήμερα.....

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

ΠΑΛΙΕΣ ΣΟΥΒΑΛΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟ ΡΑΔΙΟ Τ’ ΝΤΡΙΒΑ ( ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΔΡΙΒΑ)


Γράφει ο Γιώργιος Δρίβας
Από το 1946 λειτουργούσε στο χωριό μας το καφενείο του Θανάση Δρίβα, όπου μαζευόταν όλο το ‘’αφάν κατέ’’ του  χωριού....
και εξελίσσονταν   ‘’σπαρταριστές ιστορίες’’. 
Στο χωριό βέβαια υπήρχαν άλλα τρία καφενεία. 
Του Κώστα Σβίγγου στην πλατεία, του Γεροδιαμαντώνη στο σημερινό ‘πέτρινο’ και του Θανάση (Τσιάκου) Τζιβάρα δίπλα στου Ντρίβα.
Κατά το 1951 ο κυρ-Θανάσης λοιπόν, αγόρασε ένα ραδιόφωνο
‘τελεφούνκεν’ από κάποιο Σουβαλιώτη Πλατιά που είχε μαγαζί στον Πειραιά. 
Τότε ήταν λίγα τα ραδιόφωνα στο χωριό και το τελεφούνκεν ήταν η ‘ατραξιόν’ του καφενείου Ντρίβα.
Το ράδιο λοιπόν, είχε μεσαία και βραχέα εκείνη την εποχή, με όχι καλή λήψη. 
Να φανταστείτε στα ‘μεσαία’ είχε τόσα πολλά παράσιτα που έπιανε ακόμα και τις αστραπές και τις βροντές. 
Τότε εγώ κι ο αδερφός μου, που είμαστε μαθητές Δημοτικού, για να πειράζουμε τον πατέρα μας, του λέγαμε ‘’τί το θές αυτό το κολοκύθι του Πλατιά, πέτα το σιαπέρα στο ρέμα…’.
Έλεγε λοιπόν το ράδιο και το δελτίο του καιρού, με όχι και πολύ επιτυχία,  η ΕΜΥ τότε ήταν στα σπάργανα. 
Όταν έφτανε η ώρα για τον καιρό, όλοι ήταν κρεμασμένοι από το ράδιο. Ο καιρός είχε μεγάλη Σημασία για τους γεωργούς, αλλά περισσότερο ενδιαφέρον είχαν οι κυνηγοί που μαζεύονταν στο καφενείο του Ντρίβα, γι’ αυτό άλλωστε λεγόταν καφενείο των κυνηγών, με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον καφετζή τον κυρ-Θανάση.  
Όταν η ΕΜΥ προέβλεπε κακοκαιρία οι κυνηγοί τρίβαν τα χέρια τους γιατί θα ερχόντουσαν παπιά στην Αλεγούσα και στο ποτάμι. Να όμως που η ΕΜΥ  ‘έπεφτε έξω’  και αντί για κακοκαιρία ερχόταν καλοκαιρία.  
Τότε λοιπόν ο κυρ Παναγιώτης (Νιόνιος)  κυνηγός κι αυτός, αγανακτούσε κι έλεγε ‘’αυτό το ράδιο τ’Ντρίβα χαζοκβεντιάζ’,
Έτσι έμεινε η περίφημη φράση ‘’μη χαζοκβεντιάζεις σαν το ράδιο τ’Ντρίβα’’!

ΑΛΕΞΗΣ ΝΤΙΒΕΡΕΣ
Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω, με τις ιστορίες που άκουγα με μεγάλη προσοχή από τους γερόντους θαμώνες του καφενείου.
Υπήρχε προπολεμικά κάποιος Αλέξης Ντιβερές (παρατσούκλι). Λόγω της μεγάλης φτώχειας ήταν διαδεδομένη η κλοπή προϊόντων από τα χωράφια τη νύχτα.
Ο Ντιβερές λοιπόν έκλεβε κουκιά από έναν Αγοριανίτη (κειανά). Τους Αγοριανίτες τότε τους έλεγαν ‘κειανάδες’, γιατί αντί για εκεί πέρα έλεγαν κειάνα.
Όταν ο ‘κειανάς’ ανακάλυψε ότι του έλειπαν τα κουκιά από το χωράφι, αποφάσισε να φυλάξει το βράδυ με την κουμπούρα γεμάτη…
Φτάνει το βράδυ ο δύστυχος Ντιβερές, με το φανάρι στο χέρι και το ‘τράστο’ στο λαιμό και άρχισε να κλέβει. Ξαφνικά ο κειανάς του ανάβει μια κουμπουριά, μπαμ και κάτω, ξερός ο Ντιβερές. Και τότε βγήκε το εξής ποίημα:
Γιατί Αλέξη Ντιβερέ κουκιά να πα’ να κλέψεις,
δεν ήτανε καλύτερα να πα’ να τα χαλέψεις (γυρέψεις)
Και συ βρε παλιοκειανά με την τρανή κουμπούρα
εσκότωσες τον άνθρωπο σα νάτανε γαϊδούρα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.