Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Πέμπτη 18 Απριλίου σήμερα......

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΑ


Η συνάντηση Νικηφόρου - Καλλία για την προετοιμασία του αντιστασιακού αγώνα τον Αύγουστο του 1942 στο Μαυρολιθάρι......

*Στη μνήμη του ανθυπολοχαγού Χαράλαμπου Μώκου - "Καλλία", στρατιωτικού διοικητή του 1ου Λόχου του 5ου Ανεξάρτητου Τάγματος Παρνασσίδας, που έπεσε για την πατρίδα, σαν σήμερα στις 5 Ιανουαρίου 1944, σε γερμανική ενέδρα στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής, μαζί με 30 συναγωνιστές του.
[Νικηφόρου "ΑΝΤΑΡΤΗΣ στα Βουνά της Ρούμελης", τόμος Α']
“Νύχτα ακόμα πιάσαμε το λημέρι στο κεφαλάρι του Μαυρολιθαριού και το πρωί ξυπνήσαμε αδιαφορώντας πάλι με τη ζέστη που συνεχιζόταν.

Από το ένα χωριό παίρναμε πληροφορίες για το άλλο. Στη Γκούρα άκουσα με χαρά για το συμμαθητή μου και φίλο Χαράλαμπο Μώκο, από το Μαυρολιθάρι, ότι ήταν στην οργάνωση. Πήρα λοιπόν από το καινούριο λημέρι μας το Λάμπρο Κουμπούρα αφήσαμε τα όπλα μας και ξεκινήσαμε να κατεβούμε στο χωριό. Αλώνιζαν τις ημέρες εκείνες. Τ' αλώνια είναι τη δώθε μεριά του χωριού και είχε ζωηρή κίνηση. Κύκλοι στιλπνό φως τα άχυρα, άνθρωποι σκυφτοί στη δουλειά, οι άντρες με ψάθες στα κεφάλια, οι γυναίκες με μπαμπακέλλες, άλογα δεμένα στους στρίουρους και νάρχονται γύρω. Κατεβαίναμε το μονοπάτι και τα βλεπαμε όλα από ψηλά. Βγήκαμε από το δάσος και μας πήρανε είδηση. Σταματούσαν τότε μ' ένα ξαφνικό σάστισμα ο ένας με τον άλλον οι μαυρολιθαρίτες γύριζαν και μας έβλεπαν.
Κλονιστήκαμε μπροστά σ' αυτή τη γενική προσοχή. Πρέπει να τους φανήκαμε αλλόκοτοι, κάτι σαν το πρώτο ξαφνικό φανέρωμα του αναμενόμενου. Είχαμε και τα μούσια μας, ο Κουμπούρας ψηλός-ψηλός κι αδύνατος, ξάνθιζε κιόλας –ξένοι είναι σου λέει!
Ανταμώσαμε πιο κάτω από κοντά τους πρώτους μαυρολιθαρίτες και ρωτήσαμε για το σπίτι του φίλου κι αν βρισκόταν και ο ίδιος στο χωριό. «Εδώ πρέπει να είναι!» μας είπαν και μας έδειξαν το σπίτι. Στέκονταν ύστερα και μας κοίταζαν περίεργοι από κοντά.
Τινάχτηκε κατάπληκτος και χαρούμενος ο Χαράλαμπος μόλις μας είδε. «Τι θέλεις εδώ!» ανέκραξε γελώντας κι άστραφταν τα μάτια του. Ευχαριστήθηκα με την υποδοχή. «Είχα ακούσει πολλούς επαίνους για το χωριό σου -του είπα- και ήρθα να το δω!». Με κοίταζε δύσπιστα, ερευνητικά. Κάτι! Κάτι σαν να ψυλλιάστηκε στο μυαλό του...
Μας ανάγκασε να περάσουμε μέσα. Μας πήρε πρώτα στο επάνω δωμάτιο (το χειμωνιάτικο), μισοσκότεινο και δροσερό. Με σύστησε στον παππού του, φώναζε να τον ακούσει ο γέρος που καθόταν κάτω και είχε τεντώσει πρόθυμα-πρόθυμα το αυτί του μπροστά και ύστερα είπε σκύβοντας «χαίρω πολύ! χαίρω πολύ!».
Έπειτα περάσαμε στο κάτω δωμάτιο. Έλαμπε από τον ήλιο που εισορμούσε απ' όλα τα ανοιχτά παράθυρα, ανοιγόταν μαγευτική θέα προς τα κάτω, καρυδιές θρασιές κατηφόρισαν στη ρεματιά, η Γκιώνα αντίκρυ έλιωνε σε καταρράκτες φως, η κοιλάδα του Μόρνου χανόταν μακρυά! Στο πάτωμα αμέτρητες κατακόκκινες γυαλιστερές ντομάτες τροφαντές-τροφαντές κι αντιφέγγιζε γιορτινή κοκκινίλα όλο το δωμάτιο. Ξεχείλιζε και μένα μέσα
μου σπάνια ευφορία. Σύστησα το σύντροφό μου στο Χαράλαμπο.
Με κύτταζε επίμονα στα μάτια ο αλησμόνητος φίλος ότι κάποιοι εξαίσιο νέο έχω και καθυστερώ να του φανερώσω. «Πεινάμε πρώτα!» του είπα. Πετάχτηκε σα φταίχτης. «Ό,τι βρεθεί!» είπε. Του αποκρίθηκα. «Ψωμί και απ' αυτές τις ωραίες ντομάτες και καμμιά σαλάτα. Λάδι υπάρχει;». «Κάτι θα γίνει» είπε φωναχτά και χάθηκε προς το άλλο σπίτι. Γύρισε αμέσως μ' ένα καρβέλι ψωμί στην αγκαλιά του, μια σουπιέρα ένα μαχαίρι. «Κόβε» μου έκανε και ξανάφυγε. Άρχισα να κόβω ντομάτες στη σουπιέρα. Ο Κουμπούρας γευόταν προκαταβολικά το λουκούλειο γεύμα μας. Διάλεγε και μούδινε ντομάτες. Ξανάρθε ο Χαράλαμπος μ' ένα δοχείο λάδι, πιρούνια, αλάτι.
Πλημμύρισε τη σουπιέρα λάδι. Έφερε και ελιές, και κρεμμύδι. Κατόπιν και τυρί. «Κουτάλια καλλίτερα δε φέρνεις» του είπαμε γελώντας. Έφερε και τα κουτάλια. Όλα βιαστικά, γιατί αδημονούσε. Μαζεύτηκα κοντά στο τραπέζι, «έλα Λάμπρο» είπα. Kι εκείνος τέντωσε πάλι ψηλά το μακρύ λαιμό
του, γαργάρισε ελαφρά το γέλιο του και είπε: «Θα τον παλαβώσω το Σουραβλή σήμερα!». Ξανάρθε πάλι ο Χαράλαμπος με μια τρακοσιάρα μπουκάλα κεασί και τρία ποτήρια. Σπίθιζε διάφανο και κοκκινωπό το κρασί στη μπουκάλα.

Αρχίσαμε να τρώμε. «Θυμάσαι τους κεφτέδες σου στο σταθμό του Μπράλλου;» ρώτησα το φίλο μου. «Εδώ είναι η θεία μου εκείνη!» αποκρίθηκε, τα μάτια του όμως ρωτούσαν, ρωτούσαν. Τέλος τη σαρώσαμε τη σαλάτα. «Τώρα -του είπα- θέλουμε να μας οικονομήσεις ψωμί κι ό,τι προσφάι γίνεται και γι' άλλους δέκα. Είναι δυνατόν;». Δε βάσταξε τότε άλλο. «Πες μου τώρα τι γίνεται -είπε αγανακτισμένος- και θα δούμε κατόπιν και για ψωμί!». Γέλασα εγώ. «Τι κάνετε εσείς στο χωριό σας;» τον ρώτησα. «Κάτι κάνουμε κι εμείς!» μου αποκρίθηκε. «Τόμαθα και χάρηκα πολύ!», του είπα. Έτσι με υπονοούμενα είχαμε κιόλας συνεννοηθεί. «Bγήκατε;» μου λέει. «Βγήκαμε!».
Κανονίσαμε ν' ανεβούν να μας δουν το βράδυ. «Θα πάρουμε και το νωματάρχη!» -μου είπε. Άστραφτε το ωραίο του πρόσωπο για αυτήν την τολμηρή ιδέα που είχε. «Αα! έχετε κι αστυνομία εσείς εδώ!» είπα λίγο ανήσυχος. Τα κουβεντιάζουμε -με καθησύχασε ο Χαράλαμπος- είναι εντάξει. Στο κάτω-κάτω έλληνας είναι. Τι θα κάμει;». «Πάρτε τον!» συμφωνήσαμε κι εμείς.
Ανεβήκαμε στην Ομάδα που περίμενε ανυπόμονα και τους είπαμε όλα τα καθέκαστα. Ευχαριστηθήκανε, φάγανε χορτάτα και οι υπόλοιποι και περιμέναμε ευδιάθετοι το βράδυ.
Σα νύχτωσε καλά έφτασαν μια γερή παρέα οχτώ-δέκα άτομα. Καθήσαμε στα πρώτα έλατα, χαρούμενοι, με έξαψη. «Το χωριό είναι στο ποδάρι -μου είπε ο Χαράλαμπος- με ρωτούσαν αν είσαστε αλεξιπτωτιστές!». Και γελούσε.
Μιλήσαμε πρώτα εμείς τα δικά μας. Για τα καθήκον να πάρουμε τα όπλα. Ν' απλωθούν οι οργανώσεις. Να δυναμώσει γρήγορα ο αγώνας μας. Άκουγαν όλοι αχνοί. Στις διακοπές της ομιλίας, θαρρείς θα 'κουγες το
σπίθισμα που έκαναν οι ψυχές μας μέσα στο σκοτάδι. Στιγμές-στιγμές κάποιος αναστέναζε.
Μόλις τελειώσαμε εμείς ακούμε το νωματάρχη και λέει: «Καλά είναι όλα αυτά αλλά η δουλειά που αρχίσατε είναι δύσκολη και πρέπει να ξέρετε ορισμένα στοιχειώδη πράγματα. Να πούμε, αμέσως-αμέσως. Τι μέτρα πήρατε να μας προφυλάξουν εμάς που ήρθαμε να σας δούμε; Πού είναι ένας σκοπός; Δεν έχετε!».
Μας κακοφάνηκε ολουνών αυτή η ανευλάβεια. «Τον έξυπνο πάει να κάμει αυτός» -είπα μέσα μου φουρκισμένος και του κολλήθηκα: «Και πώς το ξέρετε ότι δεν έχουμε σκοπούς;». «Δε μας σταμάτησε κανένας που ανεβαίναμε!» αποκρίθηκε λίγο θορυβημένος αυτός. «Ο σκοπός ήξερε ότι δεν χρειαζόταν να σας σταματήσει!» του είπα ικανοποιημένος –«κάνει καλλίτερα τη δουλειά του όταν δε φανερώνεται τότε που δεν υπάρχει λόγος!». Δεν είπε τίποτ' άλλο ο ενωματάρχης.
Ζήτησε τότε το λόγο ένας από τη συντροφιά τους μαυρολιθαρίτες –ο φοιτητής Αντρέας Δραγάτσης. «Αγαπητοί σύντροφοι -άρχισε- δεν θα προσπαθήσω να εκφράσω το ανέκφραστο»... Μ' αυτά τα λόγια ακριβώς άρχισε. Και σταθερός. Καταλάβαινες ότι γένναγε ιδέες το κεφάλι του και ήξερε πώς να τις διατυπώσει. «Ορέ! -θαύμασα μέσα μου- αυτός είναι γερός!». Κι αλήθεια μίλησε δυνατά. Πήραν κατόπιν το λόγο κι άλλοι, μείναμε ενθουσναμένοι ότι έπιασε τόπο αυτή η βραδιά.
Από το Μαυρολιθάρι κατεβήκαμε στη Στρώμη...”.
Εικόνες.
1. Ομάδα ανταρτών του Αρχηγείου Παρνασσίδας στην Αγόριανη το καλοκαίρι του 1943. Στο κέντρο ο Καλλίας.
2. Το σημείο στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής που έπεσαν οι άνδρες του 1ου Λόχου.
3. Προσκυνητές και συγγενείς των πεσόντων στο μνημείο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου