Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Τρίτη 16 Απριλίου 2024 σήμερα.....

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

ΔΗΜ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» ΜΕΤΑ το ΑΝΟΙΓΜΑ ΦΥΛΑΚΩΝ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ (6 Μαρτίου 1943).


[Οι 25 αντάρτες που άνοιξαν τις Φυλακές μαζί με τον απελευθερωμένο δάσκαλο Νίκο Δημητρίου, επανασυνδέονται με τα Αρχηγεία Παρνασσίδας-Λοκρίδας -δύο ημέρες μετά την επιχείρηση- και ετοιμάζονται να μπουν στην Βελίτσα (Τιθορέα) Παρνασσού].....


«Ο Πατέρας είχε μείνει μοναχός στη δημοσιά! Περπατούσε πάνω-κάτω. Στεκόταν, κάθε τόσο, ανάσαινε δυνατά, σ’ όλες τις κατευθύνσεις, και ξανάρχιζε τις βόλτες. Η βροχή λασάριζε, κι έφεγγε σιγά-σιγά η μέρα.
Ανέβηκα κι εγώ κοντά του.
― Μωρέ! – μου ξαναλέει – σα μπόλικοι είναι!
Έβλεπες τις καύτρες τα τσιγάρα, πούχε γεμίσει ο τόπος.
Σε λίγο έφεξε καλά! Το χωριό καθάριζε σιγά-σιγά άχρωμο κι ανόρεχτο στην πλαγιά.
Η πλαγιά του Παρνασσού, κάθετη, γιγάντια από πάνω μας, ίσια ως τα σύννεφα. Γίνεσαι ελάχιστος αυτού.
Ανέβηκαν στη δημοσιά κι ο Διαμαντής, και οι άλλοι, τα αρχηγεία. Είπαμε να ξεκινάμε.
Φώναξα τότε δυνατά.
― Συναγωνιστές! Σε φάλαγγα κατά τριάδες! Αρχηγείο Παρνασσίδας! Αρχηγείο Λοκρίδας! Σύνταξιιις!
Σηκώθηκε τότε ένα χαρωπό σούσουρο μέσα στις σύθαμπες εληές και ξεμπουκάριζαν επιβλητικά στη δημοσιά ατελείωτα μπουλούκια οι αντάρτες. Είδα τους αντάρτες, γύρισα πάλι με τρόπο να δω και τον πατέρα. Είχε μείνει σύξυλος στον τόπο του. Μόνο κύτταζαν κατάπληκτα τα μάτα του και κυλούσε το κεφάλι του αργά από τη μιαν άκρη της φάλαγγας στην άλλη.
Μπήκαν οι αντάρτες στη γραμμή. Γέμισε η δημοσιά ως κάτω στη στροφή στρατό. Αληθινό στρατό! Μέσα στο ρουθούνι των εχθρών! Τριακόσια πενήντα αθάνατα παλληκάρια δύναμη, τα δυο Αρχηγεία μαζί αυτόν τον καιρό.
Φώναξα ξανά:
― Σαλπιγκτές! Σημαιοφόροι! Όλοι στην κεφαλή της φάλαγγας!
Και δεν έχανα από τα μάτια μου τον Πατέρα.
Έρχονταν μπροστά οι σαλπιγκτές και οι σημαιοφόροι. Κάθε ομάδα 15 άντρες είχαν σίγουρα σημαία τότε στην αρχή γιατί παίρνανε αποστολές και φεύγανε πότε η μια πότε η άλλη περιοδείες. Και οι πιο πολλές είχανε και σαλπιγκτή. Μαζευτήκανε λοιπόν μπροστά, σημαιοφόροι είκοσι με εικοσιπέντε και σάλπιγγες δεκαπέντε πάνω-κάτω. Έπαυε και η φασαρία στη φάλαγγα.
― Έπαρση σημαιών! – φώναξα με όλη μου τη δύναμη. (Άρχισαν τα ρίγη ν’ αυλακώνουν το κορμί μου).
Απλώθηκε σιγή στη φάλαγγα. Κατέβασαν γρήγορα οι σημαιοφόροι τα μακρυά κοντάρια τους, έβγαλαν τις αδιάβροχες θήκες που τύλιγαν τις σημαίες μαζεμένες ρολό στο κοντάρι, έβγαλαν από τα σακίδιά τους και τους χρυσούς σταυρούς, τους έμπηξαν στην κορυφή κι όταν τα ξανασήκωσαν ορθά φάνταζαν ένα μικρό δάσος και οι σταυροί λαμποκοπούσαν.
Ο Πατέρας είχε αποσβολωθεί στη θέση του. Μια στιγμή τον φοβήθηκα.
Έδωσα ξανά παράγγελμα «προσοχή!». Σα να τίναξε τη φάλαγγα ένας δυνατός σπασμός κι έμεινε ακίνητη.
Τότε σήμαναν και οι δεκαπέντε σάλπιγγες προσοχή! Σείστηκε ακέρηο το βουνό. Έκλεισα τα μάτια. Γύρισε εκείνη η βουή ξανά απάνω μας από τον κόκκινο βράχο και βογγούσε πίσω μας κύματα-κύματα όλος ο υγρός κάμπος.
Έδωσα παράγγελμα, «παρουσιάστε!».
Κι άρχισαν ξανά οι σάλπιγγες. Οι σημαιοφόροι, τεντωτοί, και ξετύλιγαν αργά-αργά τις μεταξωτές σημαίες με τα κιτρινωπά κρόσσια. Τεντωτή, σα σαΐτα, τανυμένη και η φάλαγγα, κύτταζε ολόκληρη ατενώς μπροστά, στις σημαίες.
Ο Πατέρας, πετρωμένος ο φτωχός στη θέση του! Είχε υποταχτεί εκμηδενισμένος. Χάθηκε μέσα σε κείνο το τρομαχτικό βουϊτό! Ξάφνου όμως!... Οι αντάρτες κάτι έκαναν! Γύρισε απότομα, είδε κι αυτός τις σημαίες. Άστραψε τότε σαν έντρομο το μάτι του. Έκαμε ένα τίναγμα αστείο, όπως κάναμε καμμιά φορά μικρά παιδιά στην εκκλησιά, που αποξεχνιόμασταν αθώα και μας σκούνταγε αγροίκα κάποιος «το καπέλλο σου ρε!». Έτσι κι ο Πατέρας, άρπαξε αστραπή τη στραπατσαρισμένη του τραγιάσκα από το κεφάλι του, κατέβασε το χέρι του με δύναμη, σα σπαθί, κάτω στο πλευρό του, και τεντώθηκε να κάτσει προσοχή κι αυτός. Πώς να το κατάφερνε όμως!... Τον αρπάξανε οι λυγμοί, διπλώθηκε σκυφτός στα δυο, δοκίμασε ξανά να στεριωθεί, αδύνατο – τρανταζόταν σύγκορμος κι έκλαιγε, έκλαιγε σα μικρό παιδί.
Και το χωριό στο μεταξύ, άλλος σεισμός. Με τα πρώτα σαλπίσματα, λαβατώθηκε ο κόσμος. Άνοιγαν παντού πόρτες και παράθυρα. Ανώγεια όλα τα σπίτια και φάτσα μπροστά μας στο ανηφόρισμα της πλαγιάς. Έγινε όλο το χωριό, σπίτια, άνθρωποι, σα σπασμωδικά κουρντισμένα παιγνιδάκια, κουνούσαν έξαλλα τα χέρια τους, φώναζαν, μαδούσαν τις γλάστρες. Στα μπαλκόνια, στα παράθυρα, κοπέλλες άπλωναν πολύχρωμες βελέντζες από τα προικιά τους, άστραψε όλο το χωριό λουλουδιασμένο. Ύστερα πλημμύρισαν οι δρόμοι κόσμο. Όλο το χωριό κατέβαιναν, ανοιχτά στα πλάγια τα χέρια τους να κρατούν ισορροπία, σα να πετούσαν.
Ήταν έτοιμη η φάλαγγα. Τέλειωσε η έπαρση, δώσαμε παράγγελμα και ξεκίνησε, σύσσωμη ξεκόλλησε από τη θέση της μ’ έναν ασυγκράτητο συγχρονισμό. Με το τρίτο βήμα άρπαξαν και το τραγούδι οι αντάρτες, άναψε και βούιξε όλη η πυκνή παράταξη. Έτρεξα στον Πατέρα. Έκλαιγε συνέχεια. Είχε βγάλει το μαντήλι του, μάζευε τα δάκρυά του. Τον έπιασα ήσυχα από το χέρι.
― Έλα, Πατέρα! – του ψιθύρισα.
Γύρισε και μ’ έβλεπε. Δεν κατάλαβε τι τούπα. Άφησε και τον οδήγησα. Τον πήγα μπροστά στη φάλαγγα και τον πήραμε ανάμεσά μας στην πρώτη τριάδα. Είχε βρει τον εαυτό του, συμμαζεύτηκε μ’ επίγνωση, έσκυψε να πάρει βήμα, ύστερα τεντώθηκε καμαρωτός κι έτσι προχωρήσαμε.
Δυο βήματα παραπάνω μας προλάβαινε το πλήθος. Άλλο πανηγύρι τότε εδώ! Άρχισαν ζητωκραυγές, ένα παραλήρημα, έκλαιγε ο κόσμος όλος, μας έραναν με λουλούδια, άνοιγαν να μείνει μέρος να περάσουμε, οι γερόντοι στέκονταν ευλαβικά, βγάζαν τα καπέλλα τους χλωμοί, έκθαμβο το βλέμμα τους και περνούσαν δάσος οι σημαίες μας μπροστά και κοντά η φάλαγγα με το δυνατό τραγούδι της.
Ανεβήκαμε στην πλατεία του χωριού, βούιζε το πλήθος γύρω μας. Όλη την ημέρα την περάσαμε μέσα σε μια έκσταση, αντάρτες και λαός. Παρέες-παρέες οι αντάρτες είπαν και ξανάπαν τα τραγούδια μας. Φέρανε οι Βελιτσιώτες κι όργανα, μια γερή ζυγιά κλαρίνα και στεριώθηκε τρικούβερτος χορός. Έγινε και η συγκέντρωση και μιλήσαμε.»
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Β΄
* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.
* Στις 2 φωτογραφίες: Στην Δαύλεια, μετά το άνοιγμα των Φυλακών Λιβαδειάς: η ομάδα των 25 ανταρτών και τα ονόματά τους γραμμένα από τον δάσκαλο γερο-Νίκο Δημητρίου -στο κέντρο ανάμεσα στους γιους του Νικηφόρο και Σόλωνα.
https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=952767948251758&id=416570205204871

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου