Λογάριαζε τα πέτρινα γιοφύρια που στέριωσε πάνω στα θολά ποτάμια, καθώς κατέβαζαν τις πνιγμένες μνήμες με τα λιανοτράγουδα του θανάτου.....
Που χόρτασαν χίμαιρα και ριζιμιό λιθάρι, για να περάσουν αντίπερα τα συμπεθεριά με τις αρραβωνιαστικιές και τα μεγάλα βήματα της νέας ζωής. Κι όμως, ούτε μια φορά δεν αξιώθηκε για να διαβεί τα θολωτά τους τόξα. Σαν κάτι να παράκουσε για το γιοφύρι της Άρτας και τον καημό του πρωτομάστορα, ζαλίστηκε από ρακί στο μισογκρεμισμένο χάνι του αντάρτη καλόγερου, ήτανε νύχτα φόνισσα και παρθένα, ακούγονταν τα μοιρολόγια των νερών και οι ερωτικές κραυγές των αγριμιών. Έπιασε τότες και της έγραψε γραφή «μην έρθεις», της έλεγε, «ας τα γιοφύρια να γκρεμίζονται». Ξεκρέμασε ύστερα το σκουριασμένο γκρά και τράβηξε κατά το δάσος. Σαν ακούστηκε η ντουφεκιά, ένα νυφικό φεγγάρι στεφάνωνε τον ουρανό.Δημήτρης Φαφούτης
«ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.