«Την απόλυση την περίμενα εδώ και πολύ καιρό, σίγουρα μετά την χρεοκοπία της εφημερίδας μου, τον Δεκέμβριο του 2016. Εχουν «αποχωρήσει» δεκάδες συνάδελφοι, με ή χωρίς αποζημίωση, και είχα μάθει να ζω με ένα μόνιμο άγχος ότι θα χάσω και εγώ τη δουλειά μου, από τις...
25 Νοεμβρίου του 2010, όταν έκλεισε η ημερήσια έκδοση.
Αλλά την απόλυσή μου δεν την περίμενα ούτε έτσι, ούτε τώρα. Με χτύπησε ξαφνικά, στις 31 Ιουλίου 2018, λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι, αφού είχα καλύψει γράφοντας επί τρεις εβδομάδες άδειες συναδέλφων με σκληρή δουλειά (υπολογίζω βασίμως ότι δούλεψα όσο τρεις συντάκτες τις 3 τελευταίες εβδομάδες αυτού του απαίσιου μήνα Ιουλίου με τον ακούνητο καύσωνα και την τρομερή τραγωδία στο Μάτι).
Εβαζα την τελευταία τελεία σε κομμάτι 700 λέξεων και περίμενα, επιτέλους, να αρχίσει η άδειά μου, μετά αποδοχών, την 1η Αυγούστου για να πάω στο νησί μου. (Η άδειά μου ήταν μέχρι τις 27 Αυγούστου, αλλά με συνεννόηση να ξαναστείλω δουλειά με e-mail τις τέσσερις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας του Δεκαπενταύγουστου. από το ορεινό και δροσερό χωριό από όπου κατάγομαι, στο νησί της Παναγίας).
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο νόμισα ότι με ήθελαν για κάτι διαδικαστικό. Είχαμε μείνει μόνο δύο στο τμήμα στην εφημερίδα μου (όπου εργάζονταν το 2010 τουλάχιστον 13 συντάκτες και ανταποκριτές) και είχα πιστέψει τον νέο εκδότη όταν δεσμεύθηκε, σε εορταστική εκδήλωση, στις αρχές του 2018 για νέα, καλύτερη εποχή, με την δουλειά μας ίδια, και απαράλλακτη, χωρίς παρεμβάσεις, και με γενική χρηματοδότηση (άφησε να εννοηθεί), εξόρμηση, και ανάπτυξη.
Πέρυσι πάλι τέτοια εποχή, στις 9 Αυγούστου, είχα απολυθεί, ξανά, μαζί με όλους τους δεκάδες εργαζομένους στον ιστορικό οργανισμό του Τύπου. Ημουν και πάλι στην Τήνο, και έγραφα κάθε ημέρα, από τις 23 Ιουλίου μέχρι τις 9 Αυγούστου, από εδώ. Άλλο ψυχόδραμα εκείνο, όταν απολυθήκαμε περί τους 600 και κράτησαν μόνο 140 από τους συναδέλφους.
Τεράστιο πάλι το άγχος, και η αγωνία, πέρυσι τον Αύγουστο για το αν θα με κρατήσουν στη δουλειά που κάνω εντίμως και αξιοπρεπώς τα τελευταία 20 χρόνια. Τηλέφωνα σε συναδέλφους για να μάθω τι γίνεται στην Αθήνα, όπου ο διαχειριστής τους είχε στήσει στην ουρά, μέσα στον καύσωνα, για να μας απολύσει όλους, χωρίς να δώσει ούτε καν τους 2,5 μισθούς που μας όφειλε, με την δικαστική απόφαση. Για τις χαμένες αποζημιώσεις ετών, δεν το συζητάμε. Αυτό το ξέραμε, παρά τις διαβεβαιώσεις που κυκλοφορούσαν ότι με την απόλυση θα παίρναμε τα λίγα που μας αναλογούσαν από το εκπλειστηρίασμα.
Μετά, άλλο ψυχόδραμα. Θα με κρατήσουν στη δουλειά μου; Δεν το άντεχα άλλο και πήρα μόνη μου στο τηλέφωνο τον διευθυντή για να τελειώσει επιτέλους το άγχος, για να μάθω αν θα έχω εργασία, και βιοπορισμό, με τη νέα ιδιοκτησία. Είπε ναι, και το ποσό του νέου μισθού (την τρίτη περικοπή από το 2012). Είχαμε χάσει όλοι την αποζημίωση ετών, ήμασταν μέσα 8,5 μισθούς και δουλεύαμε, γιατί είμαστε επαγγελματίες, και πιστέψαμε ότι έτσι σώζουμε δύο ιστορικά φύλλα – για την ελευθεροτυπία και τον πλουραλισμό της ενημέρωσης. Γιατί αγαπήσαμε και τιμήσαμε όλοι την δουλειά μας για τους αναγνώστες μας, αν και απλήρωτοι από την επιχείρηση.
Η χαρά μου για την νέα πρόσληψη ήταν μεγάλη. Και η αίσθηση της ηθικής δικαίωσης. Καθώς ήμουν και πέρυσι τέτοιες ημέρες, Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, και μιλούσα τηλεφωνικώς με συναδέλφους, έμαθα σιγά σιγά ότι δεν προσλήφθηκαν ξανά άνθρωποι που είχαν μείνει μέχρι τέλους να εργάζονται απλήρωτοι, από πεποίθηση, παλεύοντας στα σκοτεινά με τα κύματα της αγωνίας για την δουλειά τους, για τον αν θα κρατήσουν την εργασία, τον βιοπορισμό, και την αξιοπρέπειά τους.
Δεν θα μιλήσω για την προσωπική μου περιπέτεια, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι μάλλον έπαθα λίγα σε σχέση με άλλους συναδέλφους. Αλλά αναγκάστηκα να κλείσω το σπίτι μου, ενώ δούλευα συνεχώς, απλήρωτη και χωρίς να ξέρω τι μας ξημερώνει. Ζούσα μόνη μου επί 25 χρόνια, με μόνο πόρο την εργασία μου στην εφημερίδα, και δεν μπορούσα πια να πληρώνω νοίκι, κοινόχρηστα, ΔΕΗ, ΟΤΕ, μετακινήσεις, φαγητό και λοιπά, ενώ μου χρωστούσαν 8 μήνες δεδουλευμένων.
Αλλά πίστεψα στη «νεα εποχή».
Και εργάστηκα το 2018 για 11 μήνες, ακόμα περισσότερο, για την εφημερίδα μου που την έβλεπα να γίνεται διαφορετική. Αλλά θέλω πολύ να είμαι εκεί το 2022 όταν θα κλείσει, με δίκαιη υπερηφάνεια, τα 100 χρόνια της ιστορικής και λόγιας παρουσίας της στον ελληνικό Τύπο. Θα είμαι πάντα πολύ υπερήφανη που δούλεψα για 20 χρόνια εκεί.
Η ανώμαλη προσγείωση άρχισε τον Μάιο με την απόλυση ενός συναδέλφου. Θυμάμαι ακόμα να λένε ότι ήταν «επιλεκτική», πολιτική, και επιτελική. Αλλά δεν το πίστεψα, γιατί αν και νόμιμη ήταν ανήθικη προτού κλείσουμε χρόνο στην νέα επιχείρηση. Σκέφτηκα αμέσως ότι είμαστε πια φτηνοί και αναλώσιμοι, εντελώς απροστάτευτοι, ότι αυτή είναι μια φάμπρικα για να μας διώχνουν εύκολα και χωρίς αποζημίωση. Τότε έμαθα ότι έφευγε κόσμος από τον Δεκέμβριο, αλλά κάπως σιωπηλά. Είχα συνηθίσει πια να γράφω από το σπίτι και έστελνα δουλειά από εκεί, κυρίως για να γλιτώνω τα χρήματα της μετακίνησης, και να κάνω κάποια οικονομία μετά από τόση χασούρα.
Πίστευα όμως ότι η θέση μου ήταν ασφαλής.
Υπολόγιζα ότι τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές θα μας κρατούσαν, ότι θα έπαιρνα τον μισθό μου για κάποιους μήνες ακόμα, και ήλπιζα ότι η εφημερίδα μου θα γνώριζε μια αναγέννηση με τον νέο εκδότη, που έχει λεφτά και θα έβαζε χρήματα για σοβαρή εξόρμηση. Οτι θα προσλάμβανε κόσμο για τις εφημερίδες, αντί να απολύει.
Τον Ιούνιο, απέλυσαν ομαδικά 7 συναδέλφους. Με κριτήρια που παραμένουν ακατανόητα. Είμαστε όλοι πολύ επαρκείς και άξιοι επαγγελματίες. Είναι σαν να έκατσε κάπου, τυχαία, η μπίλια στη ρουλέτα, σαν να σήκωσαν ένα χαρτί στην τσόχα και είπαν εσύ θα φύγεις– έχουν απολύσει νέους και μεγαλύτερους σε ηλικία, με παιδιά και χωρίς παιδιά, υγιείς και με προβλήματα ασθενείας, συναδέλφους που έπαιρναν 1.000 ευρώ και άλλους με λιγότερα. Είναι το κόστος για τον εργοδότη που δεν θέλει να μπαίνει μέσα ούτε ένα ευρώ, είναι οι ενοποιήσεις των τμημάτων, είναι κάτι άλλο που δεν το ξέρω, ούτε μπορώ να το φανταστώ; Μήπως φταίω εγώ;
Στη δική μου απόλυση, άκουσα ότι είναι οι περικοπές γιατί δεν βγαίνει το business plan.
Πρώτα ήταν το σοκ. Οσο και αν το περιμένεις, και νομίζεις ότι μέσα σου είσαι έτοιμος, εκείνη η στιγμή που χάνεις επισήμως τη δουλειά σου, είναι φοβερή. Είναι αυτό που έτρεμες, χρόνια τώρα. Μετά είναι η θλίψη, κάπως σαν συντριβή, σαν να μένεις αδέσποτο, σαν να σου έχει κλείσει την πόρτα του σπιτιού σου η οικογένειά σου, σαν να σε έχουν στύψει και να σε έχουν πετάξει έξω, γιατί με κάποιον τρόπο δεν αξίζεις, ενώ οι άλλοι συνεχίζουν.
Υστερα ο θυμός. Γιατί δεν σε άφησαν να κλείσεις χρόνο και να πάρεις τουλάχιστον έναν μισθό αποζημίωση, ενώ έχεις χάσει την αποζημίωση τόσων ετών και μισθούς μηνών, που τους δούλεψες. Μετά η οργή γιατί δεν σου έδωσαν ούτε ένα μηνιάτικο ακόμα (της αδείας σου μετά αποδοχών που την έχεις εργαστεί, του μηνός Αυγούστου).
Σε αυτή την άσχημη κατάσταση πέρασα πάλι εφέτος τον Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο. Δεν ήθελα να κατέβω στη Χώρα για την Παναγία. Δεν έχω όρεξη να κάνω μπάνια με τα ξαδέλφια μου που με αγαπάνε και μου φωνάζουν κάθε μέρα να πάω στη θάλασσα μαζί τους. Δεν κοιμάμαι καλά, ούτε έχω διάθεση να φάω, να πιώ και να γελάσω, παρά τους τόσους συγγενείς και φίλους εδώ. Με στήριξαν όλοι, αλλά προς το παρόν ακούω τα λόγια της ενθάρρυνσης και της αισιοδοξίας σαν παρηγοριά στον άρρωστο. Εχω χάσει την χαρά και το γέλιο μου, που το έχω συνήθως εύκολο.
Νομίζω ότι με λυπούνται – δεν με αφήνουν να πληρώσω, εκείνοι με κερνάνε όπως πάντα, και εγώ νιώθω ότι δεν είμαι πια εγώ, ότι δεν είμαι τίποτα, ότι έχω χάσει την προσωπικότητα και την αξιοπρέπειά μου.
Καμιά φορά κλαίω ακόμα. Προσπαθώ να ξεχαστώ, αλλά σκέφτομαι πολύ συχνά ότι θα γυρίσω στην Αθήνα, και για πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια δεν θα έχω δουλειά, δεν θα έχω κάτι να γράψω για την δουλειά μου όπως κάθε μέρα.
Στις 13 Αυγούστου έκαναν και άλλες 10 απολύσεις. Ανάμεσα στους άλλους συναδέλφους έφυγαν 2 που δεν τους εκτιμώ απλώς γιατί είναι πανάξιοι, αλλά είναι φίλοι της καρδιάς.
Σκέφτομαι συνέχεια ότι μακάρι να σταματήσουν εδώ οι απολύσεις, και μακάρι να γιορτάσει η εφημερίδα μου τα 100 χρόνια της μεγάλης ιστορίας της. Οσο για το εφετινό ψυχόδραμά μου του 15Αύγουστου τελειώνει κάπου εδώ, με ανάμικτα συναισθήματα.
Δύο κυριαρχούν τώρα. Ένα «Αει στο Διάολο» που το λέω σχεδόν συνέχεια ακόμα από μέσα μου, και συχνά απέξω μου δυνατά (και γελάνε γονείς, θείοι, ξαδέλφια και ανήψια μου εδώ στην Τήνο). Το λέω χωρίς να ξέρω σε ποιόν, και γιατί ακριβώς βρίζω. Και ένα «κρίμα κρίμα κρίμα» για τον κόπο, την προσπάθεια, για την δουλειά μου που την έχασα, και για την πίστη μου, για κάτι καλύτερο, για την εφημερίδα μου.
Μακάρι να παγώσουν εδώ οι απολύσεις. Μακάρι να βρω και εγώ μια άλλη δουλειά όταν γυρίσω στην Αθήνα. Ξέρω ότι τίποτα δεν θα είναι εύκολο, ούτε ίδιο, για αρκετό καιρό. Ξέρω ότι έχω φθείρει με αυτό το ψυχόδραμα τον εαυτό μου, και τους ανθρώπους που με αγαπάνε, και με στηρίζουν. Τους έχω κουράσει, και σε μερικούς, δικούς μου, έχω επιτεθεί πολύ, και αδίκως, από τη στενοχώρια, την αϋπνία, τον θυμό και τα νεύρα μου.
Ζω ακόμα σε εσωτερική σύγχυση και εξωτερική χάωση γιατί θα είναι δύσκολο να ξαναβρώ μια τόσο ωραία δουλειά σαν αυτή που έχασα, με τέτοια ανεργία και απληρωσία στο επάγγελμά μας. Πιστεύω ακόμα ότι είναι το ωραιότερο του κόσμου, και θα ήθελα πολύ να μπορέσω να ξανακάνω όσα έχω μάθει τόσα χρόνια στην εφημερίδα μου, και όσα αγαπάω»...
Το κείμενο είναι από το facebook της δημοσιογράφου Ειρήνης Μητροπούλου, η οποία απολύθηκε από το Βήμα μετά από 20 χρόνια στο τμήμα διεθνών ειδήσεων
25 Νοεμβρίου του 2010, όταν έκλεισε η ημερήσια έκδοση.
Αλλά την απόλυσή μου δεν την περίμενα ούτε έτσι, ούτε τώρα. Με χτύπησε ξαφνικά, στις 31 Ιουλίου 2018, λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι, αφού είχα καλύψει γράφοντας επί τρεις εβδομάδες άδειες συναδέλφων με σκληρή δουλειά (υπολογίζω βασίμως ότι δούλεψα όσο τρεις συντάκτες τις 3 τελευταίες εβδομάδες αυτού του απαίσιου μήνα Ιουλίου με τον ακούνητο καύσωνα και την τρομερή τραγωδία στο Μάτι).
Εβαζα την τελευταία τελεία σε κομμάτι 700 λέξεων και περίμενα, επιτέλους, να αρχίσει η άδειά μου, μετά αποδοχών, την 1η Αυγούστου για να πάω στο νησί μου. (Η άδειά μου ήταν μέχρι τις 27 Αυγούστου, αλλά με συνεννόηση να ξαναστείλω δουλειά με e-mail τις τέσσερις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας του Δεκαπενταύγουστου. από το ορεινό και δροσερό χωριό από όπου κατάγομαι, στο νησί της Παναγίας).
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο νόμισα ότι με ήθελαν για κάτι διαδικαστικό. Είχαμε μείνει μόνο δύο στο τμήμα στην εφημερίδα μου (όπου εργάζονταν το 2010 τουλάχιστον 13 συντάκτες και ανταποκριτές) και είχα πιστέψει τον νέο εκδότη όταν δεσμεύθηκε, σε εορταστική εκδήλωση, στις αρχές του 2018 για νέα, καλύτερη εποχή, με την δουλειά μας ίδια, και απαράλλακτη, χωρίς παρεμβάσεις, και με γενική χρηματοδότηση (άφησε να εννοηθεί), εξόρμηση, και ανάπτυξη.
Πέρυσι πάλι τέτοια εποχή, στις 9 Αυγούστου, είχα απολυθεί, ξανά, μαζί με όλους τους δεκάδες εργαζομένους στον ιστορικό οργανισμό του Τύπου. Ημουν και πάλι στην Τήνο, και έγραφα κάθε ημέρα, από τις 23 Ιουλίου μέχρι τις 9 Αυγούστου, από εδώ. Άλλο ψυχόδραμα εκείνο, όταν απολυθήκαμε περί τους 600 και κράτησαν μόνο 140 από τους συναδέλφους.
Τεράστιο πάλι το άγχος, και η αγωνία, πέρυσι τον Αύγουστο για το αν θα με κρατήσουν στη δουλειά που κάνω εντίμως και αξιοπρεπώς τα τελευταία 20 χρόνια. Τηλέφωνα σε συναδέλφους για να μάθω τι γίνεται στην Αθήνα, όπου ο διαχειριστής τους είχε στήσει στην ουρά, μέσα στον καύσωνα, για να μας απολύσει όλους, χωρίς να δώσει ούτε καν τους 2,5 μισθούς που μας όφειλε, με την δικαστική απόφαση. Για τις χαμένες αποζημιώσεις ετών, δεν το συζητάμε. Αυτό το ξέραμε, παρά τις διαβεβαιώσεις που κυκλοφορούσαν ότι με την απόλυση θα παίρναμε τα λίγα που μας αναλογούσαν από το εκπλειστηρίασμα.
Μετά, άλλο ψυχόδραμα. Θα με κρατήσουν στη δουλειά μου; Δεν το άντεχα άλλο και πήρα μόνη μου στο τηλέφωνο τον διευθυντή για να τελειώσει επιτέλους το άγχος, για να μάθω αν θα έχω εργασία, και βιοπορισμό, με τη νέα ιδιοκτησία. Είπε ναι, και το ποσό του νέου μισθού (την τρίτη περικοπή από το 2012). Είχαμε χάσει όλοι την αποζημίωση ετών, ήμασταν μέσα 8,5 μισθούς και δουλεύαμε, γιατί είμαστε επαγγελματίες, και πιστέψαμε ότι έτσι σώζουμε δύο ιστορικά φύλλα – για την ελευθεροτυπία και τον πλουραλισμό της ενημέρωσης. Γιατί αγαπήσαμε και τιμήσαμε όλοι την δουλειά μας για τους αναγνώστες μας, αν και απλήρωτοι από την επιχείρηση.
Η χαρά μου για την νέα πρόσληψη ήταν μεγάλη. Και η αίσθηση της ηθικής δικαίωσης. Καθώς ήμουν και πέρυσι τέτοιες ημέρες, Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, και μιλούσα τηλεφωνικώς με συναδέλφους, έμαθα σιγά σιγά ότι δεν προσλήφθηκαν ξανά άνθρωποι που είχαν μείνει μέχρι τέλους να εργάζονται απλήρωτοι, από πεποίθηση, παλεύοντας στα σκοτεινά με τα κύματα της αγωνίας για την δουλειά τους, για τον αν θα κρατήσουν την εργασία, τον βιοπορισμό, και την αξιοπρέπειά τους.
Δεν θα μιλήσω για την προσωπική μου περιπέτεια, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι μάλλον έπαθα λίγα σε σχέση με άλλους συναδέλφους. Αλλά αναγκάστηκα να κλείσω το σπίτι μου, ενώ δούλευα συνεχώς, απλήρωτη και χωρίς να ξέρω τι μας ξημερώνει. Ζούσα μόνη μου επί 25 χρόνια, με μόνο πόρο την εργασία μου στην εφημερίδα, και δεν μπορούσα πια να πληρώνω νοίκι, κοινόχρηστα, ΔΕΗ, ΟΤΕ, μετακινήσεις, φαγητό και λοιπά, ενώ μου χρωστούσαν 8 μήνες δεδουλευμένων.
Αλλά πίστεψα στη «νεα εποχή».
Και εργάστηκα το 2018 για 11 μήνες, ακόμα περισσότερο, για την εφημερίδα μου που την έβλεπα να γίνεται διαφορετική. Αλλά θέλω πολύ να είμαι εκεί το 2022 όταν θα κλείσει, με δίκαιη υπερηφάνεια, τα 100 χρόνια της ιστορικής και λόγιας παρουσίας της στον ελληνικό Τύπο. Θα είμαι πάντα πολύ υπερήφανη που δούλεψα για 20 χρόνια εκεί.
Η ανώμαλη προσγείωση άρχισε τον Μάιο με την απόλυση ενός συναδέλφου. Θυμάμαι ακόμα να λένε ότι ήταν «επιλεκτική», πολιτική, και επιτελική. Αλλά δεν το πίστεψα, γιατί αν και νόμιμη ήταν ανήθικη προτού κλείσουμε χρόνο στην νέα επιχείρηση. Σκέφτηκα αμέσως ότι είμαστε πια φτηνοί και αναλώσιμοι, εντελώς απροστάτευτοι, ότι αυτή είναι μια φάμπρικα για να μας διώχνουν εύκολα και χωρίς αποζημίωση. Τότε έμαθα ότι έφευγε κόσμος από τον Δεκέμβριο, αλλά κάπως σιωπηλά. Είχα συνηθίσει πια να γράφω από το σπίτι και έστελνα δουλειά από εκεί, κυρίως για να γλιτώνω τα χρήματα της μετακίνησης, και να κάνω κάποια οικονομία μετά από τόση χασούρα.
Πίστευα όμως ότι η θέση μου ήταν ασφαλής.
Υπολόγιζα ότι τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές θα μας κρατούσαν, ότι θα έπαιρνα τον μισθό μου για κάποιους μήνες ακόμα, και ήλπιζα ότι η εφημερίδα μου θα γνώριζε μια αναγέννηση με τον νέο εκδότη, που έχει λεφτά και θα έβαζε χρήματα για σοβαρή εξόρμηση. Οτι θα προσλάμβανε κόσμο για τις εφημερίδες, αντί να απολύει.
Τον Ιούνιο, απέλυσαν ομαδικά 7 συναδέλφους. Με κριτήρια που παραμένουν ακατανόητα. Είμαστε όλοι πολύ επαρκείς και άξιοι επαγγελματίες. Είναι σαν να έκατσε κάπου, τυχαία, η μπίλια στη ρουλέτα, σαν να σήκωσαν ένα χαρτί στην τσόχα και είπαν εσύ θα φύγεις– έχουν απολύσει νέους και μεγαλύτερους σε ηλικία, με παιδιά και χωρίς παιδιά, υγιείς και με προβλήματα ασθενείας, συναδέλφους που έπαιρναν 1.000 ευρώ και άλλους με λιγότερα. Είναι το κόστος για τον εργοδότη που δεν θέλει να μπαίνει μέσα ούτε ένα ευρώ, είναι οι ενοποιήσεις των τμημάτων, είναι κάτι άλλο που δεν το ξέρω, ούτε μπορώ να το φανταστώ; Μήπως φταίω εγώ;
Στη δική μου απόλυση, άκουσα ότι είναι οι περικοπές γιατί δεν βγαίνει το business plan.
Πρώτα ήταν το σοκ. Οσο και αν το περιμένεις, και νομίζεις ότι μέσα σου είσαι έτοιμος, εκείνη η στιγμή που χάνεις επισήμως τη δουλειά σου, είναι φοβερή. Είναι αυτό που έτρεμες, χρόνια τώρα. Μετά είναι η θλίψη, κάπως σαν συντριβή, σαν να μένεις αδέσποτο, σαν να σου έχει κλείσει την πόρτα του σπιτιού σου η οικογένειά σου, σαν να σε έχουν στύψει και να σε έχουν πετάξει έξω, γιατί με κάποιον τρόπο δεν αξίζεις, ενώ οι άλλοι συνεχίζουν.
Υστερα ο θυμός. Γιατί δεν σε άφησαν να κλείσεις χρόνο και να πάρεις τουλάχιστον έναν μισθό αποζημίωση, ενώ έχεις χάσει την αποζημίωση τόσων ετών και μισθούς μηνών, που τους δούλεψες. Μετά η οργή γιατί δεν σου έδωσαν ούτε ένα μηνιάτικο ακόμα (της αδείας σου μετά αποδοχών που την έχεις εργαστεί, του μηνός Αυγούστου).
Σε αυτή την άσχημη κατάσταση πέρασα πάλι εφέτος τον Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο. Δεν ήθελα να κατέβω στη Χώρα για την Παναγία. Δεν έχω όρεξη να κάνω μπάνια με τα ξαδέλφια μου που με αγαπάνε και μου φωνάζουν κάθε μέρα να πάω στη θάλασσα μαζί τους. Δεν κοιμάμαι καλά, ούτε έχω διάθεση να φάω, να πιώ και να γελάσω, παρά τους τόσους συγγενείς και φίλους εδώ. Με στήριξαν όλοι, αλλά προς το παρόν ακούω τα λόγια της ενθάρρυνσης και της αισιοδοξίας σαν παρηγοριά στον άρρωστο. Εχω χάσει την χαρά και το γέλιο μου, που το έχω συνήθως εύκολο.
Νομίζω ότι με λυπούνται – δεν με αφήνουν να πληρώσω, εκείνοι με κερνάνε όπως πάντα, και εγώ νιώθω ότι δεν είμαι πια εγώ, ότι δεν είμαι τίποτα, ότι έχω χάσει την προσωπικότητα και την αξιοπρέπειά μου.
Καμιά φορά κλαίω ακόμα. Προσπαθώ να ξεχαστώ, αλλά σκέφτομαι πολύ συχνά ότι θα γυρίσω στην Αθήνα, και για πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια δεν θα έχω δουλειά, δεν θα έχω κάτι να γράψω για την δουλειά μου όπως κάθε μέρα.
Στις 13 Αυγούστου έκαναν και άλλες 10 απολύσεις. Ανάμεσα στους άλλους συναδέλφους έφυγαν 2 που δεν τους εκτιμώ απλώς γιατί είναι πανάξιοι, αλλά είναι φίλοι της καρδιάς.
Σκέφτομαι συνέχεια ότι μακάρι να σταματήσουν εδώ οι απολύσεις, και μακάρι να γιορτάσει η εφημερίδα μου τα 100 χρόνια της μεγάλης ιστορίας της. Οσο για το εφετινό ψυχόδραμά μου του 15Αύγουστου τελειώνει κάπου εδώ, με ανάμικτα συναισθήματα.
Δύο κυριαρχούν τώρα. Ένα «Αει στο Διάολο» που το λέω σχεδόν συνέχεια ακόμα από μέσα μου, και συχνά απέξω μου δυνατά (και γελάνε γονείς, θείοι, ξαδέλφια και ανήψια μου εδώ στην Τήνο). Το λέω χωρίς να ξέρω σε ποιόν, και γιατί ακριβώς βρίζω. Και ένα «κρίμα κρίμα κρίμα» για τον κόπο, την προσπάθεια, για την δουλειά μου που την έχασα, και για την πίστη μου, για κάτι καλύτερο, για την εφημερίδα μου.
Μακάρι να παγώσουν εδώ οι απολύσεις. Μακάρι να βρω και εγώ μια άλλη δουλειά όταν γυρίσω στην Αθήνα. Ξέρω ότι τίποτα δεν θα είναι εύκολο, ούτε ίδιο, για αρκετό καιρό. Ξέρω ότι έχω φθείρει με αυτό το ψυχόδραμα τον εαυτό μου, και τους ανθρώπους που με αγαπάνε, και με στηρίζουν. Τους έχω κουράσει, και σε μερικούς, δικούς μου, έχω επιτεθεί πολύ, και αδίκως, από τη στενοχώρια, την αϋπνία, τον θυμό και τα νεύρα μου.
Ζω ακόμα σε εσωτερική σύγχυση και εξωτερική χάωση γιατί θα είναι δύσκολο να ξαναβρώ μια τόσο ωραία δουλειά σαν αυτή που έχασα, με τέτοια ανεργία και απληρωσία στο επάγγελμά μας. Πιστεύω ακόμα ότι είναι το ωραιότερο του κόσμου, και θα ήθελα πολύ να μπορέσω να ξανακάνω όσα έχω μάθει τόσα χρόνια στην εφημερίδα μου, και όσα αγαπάω»...
Το κείμενο είναι από το facebook της δημοσιογράφου Ειρήνης Μητροπούλου, η οποία απολύθηκε από το Βήμα μετά από 20 χρόνια στο τμήμα διεθνών ειδήσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.