Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Παρασκευή 26 Απριλίου σήμερα . .....

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Πίσω στα παλιά ....ΑΘΗΝΑ 1929. Ο ΣΩΦΕΡ ΕΝΟΣ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΤΑΞΙ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ.

Παρουσιάζει:  ο Βίκτωρ Σαμπώ

«Είναι η ώρα 9 το πρωί. Μόλις έχω βγάλει το αμάξι μου από το γκαράζ. Προχωρώ σιγά-σιγά επί της οδού Πατησίων. Από μια πάροδο εμφανίζεται βιαστικός, ένας νεαρός άψογης εμφάνισης.
-Σοφέρ στάσου!.....

Φρενάρω και σταματώ. Ο νεαρός ρίχνεται στο ταξί και δίνει την διαταγή.
-Γρήγορα στην Ομόνοια.

«Πατάω βενζίνα». Συγχρόνως όμως μέσα στο καθρεφτάκι που έχω στερεωμένο πλάι στο παρ-μπριζ, ακριβώς απάνω από το βολάν περιεργάζομαι τον πρώτο πελάτη.
Είναι ο νεαρός υπάλληλος τραπεζιτικού η ιδιωτικού γραφείου η της μεγάλης ξένης επιχειρήσεως ο οποίος έχει ξενυχτίσει ποιος ξέρει σε ποιο ντάνσιγκ η σε πιο φιλικό σπίτι παίζοντας ποκεράκι. Επωφελείται των λίγων στιγμών του ταξιδιού του για να φτιάξη την γραβάτα του και να προετοιμάσει την δικαιολογία που θα πει στον προϊστάμενο του για την καθυστέρηση.
Το αυτοκίνητο πέρασε την Ομόνοια και έχει μπει σ’ άλλη κεντρική οδό. Ο υπάλληλος όμως δεν πρέπει να φθάσει έως την πόρτα της Τραπέζης η του γραφείου με ταξί. Ποιος ξέρει, καμιά ανεπιθύμητος συνάντησης προϊσταμένου του κατά την στιγμήν της εξόδου του από το ταξί, μπορεί να γεννήσει την εντύπωση άνετου οικονομικής ζωής, πράγμα το οποίον είναι δυνατόν να συντελέσει εις την ματαίωση της αναμενομένης αυξήσεως. Εφ’ ό και η διαταγή:
-Στρίψε εδώ στην πάροδο αριστερά και στάσου. Πόσα γράφει το ρολόι σου;
-Δεκατρείς δραχμές κύριε.
-Να’ πάρε δεκαπέντε.
Λίγα μέτρα παρά πέρα ένας χονδρός ξουρισμένος καλοντυμένος κύριος φωνάζει:
-Ταξί! Ταξί!
Φρενάρω. Λόγω όμως της κεκτημένης ταχύτητας, σταματώ δύο βήματα παρά κάτω. Ο χονδρός κύριος φαίνεται θυμωμένος γι’ αυτό. Παρ’ όλα ταύτα πλησιάζει και μπαίνει μέσα.
-Στον Βοτανικό σε παρακαλώ και όσο μπορείς πιο γρήγορα!
Υπακούω και εξετάζω συγχρόνως τον νέο πελάτη. Είναι κι’ αυτός βιαστικός, ακόμα πιο βιαστικός από τον προηγούμενο. Αυτός όμως ίσως νάχει περισσότερο δίκιο. Είναι ο επιχειρηματίας που έχει κάποιο εργοστάσιο, κάποια επιχείρηση σ’ ένα απομακρυσμένο σημείο της πρωτευούσης και βιάζεται για να δώσει εντολή στους υφισταμένους του. Καθ’ όλο το ταξίδι καμιά κουβέντα. Είναι απορροφημένος σε υπολογισμούς και σκέψεις. Ο λογαριασμός του ταξί πληρώνεται με την επί πλέον στερεότυπη και μετρημένη δραχμή του νοικοκύρη εργοστασιάρχη για πουρμπουάρ.
~
Η ώρα είναι τώρα 12 ½ και το ταξί μου διευθύνεται προς την οδόν Ερμού. Είναι η ώρα της γυναικείας πελατείας, της πολυτιμοτέρας και πλέον ανοιχτοχέρας πελατείας. Η κομψή κυρία δεν αργεί να φανή. Γούνινο παλτό, μακιγιαρισμένο προσωπάκι, κομψό ποδαράκι, συνοδεύεται από μια άλλη αιθέρια υπαρξούλα. Είναι η κυρίες που επιστρέφουν από τα ψώνια. Έχουν τσακιστεί κυριολεκτικά από το πρωί. Μα έχουν επιτύχει στις αγορές.

-Σοφέρ, στην οδό Πατησίων!
Υπακούω μετά μειδιάματος. Κοντά στο Μουσείο νέα διαταγή:
-Στάσου εδώ δεξιά! Στο πεζοδρόμιο!
Η κυρίες μπαίνουν σ’ ένα φιλικό σπίτι για «μια στιγμή». Όταν βγουν, έχουν περάσει τρία τέταρτα της ώρας.
-Σοφέρ, συνέχισε! Ολόισια!
Υπακούω. Το ρολόι τώρα γράφει 52 δραχμές! Με το πλούσιο πουρμπουάρ ο λογαριασμός θα φθάσει ασφαλώς το εβδομηνταπεντάρι. Αλλά δεν βαριέσαι! Τι σημαίνει! Μήπως αυτές θα πληρώσουν;
~
Δύο παρά τέταρτο η ώρα. Ένας όμιλος από τρείς μεσήλικες σταματά το ταξί εις την οδό Κοραή. Η λιακάδα είναι προκλητική. Η συντροφιά φαίνεται ευχαριστημένη. Ο περισσότερο γελαστός από τους άλλους δίνει την διαταγή.
-Σοφέρ, τράβα στο Παλιό Φάληρο.
Και συνεχίζει αποτεινόμενος προς τους άλλους:
-Εγώ βρε παιδιά, θα σας κάμω σήμερα το τραπέζι. Η δουλειά εκείνη τελείωσε! Επομένως θα την γλεντήσουμε!
Είναι ο εργαζόμενος στο χρηματιστήριο εργένης, του οποίου το πρωινό πήγε καλά και θέλει να γλεντήσει στο εξοχικό εστιατόριο του Παλιού Φαλήρου με τους φίλους του. Υπολογίζω: Το γεύμα έχει εξασφαλισθεί και μάλιστα στην εξοχή. Και ο λογαριασμός θα περάσει το ενάμιση εκατοστάρικο. Έτσι και γίνεται.
~
Ώρα 5 ½ απογευματινή. Μια δεσποινιδούλα –ψηλή, ξανθή, μυρωδάτη με σφιχτοδεμένο σωματάκι και βάδισμα πυργοδεσποίνης- με σταματά εκεί κοντά στην οδό Πειραιώς.
-Σοφέρ, πήγαινε σε παρακαλώ στους «Αμπασσαντέρ». Και πούσαι, πρόσεχε πολύ τις λακκούβες.
Συμμορφώνομαι. Πρόκειται περί σνομπ ατθιδούλας, η οποία εννοεί να πάει στο κοσμικό κέντρο εντελώς ατσαλάκωτη.
~

Έξω έχει πια νυχτώσει. Ανάβω τη μικρή πλαφονιερίτσα του ταξί. Η ώρα είναι η πιο αχάριστη. Απραξία μέχρι της 8 περίπου, οπότε αρχίζει η μεγάλη δουλειά, έξοδος κινηματογράφων, κοσμικών κέντρων κλπ.
Στης 8 ½ στον πιο ρομαντικό δρομάκο της Αθήνας, στον δρόμο των ερωτευμένων, την οδό Ηρώδου του Αττικού, ένας συνοδός του ετέρου ημίσεως σταματά το ταξί. Τοποθετεί την μικρούλα του μέσα, παίρνει θέση δίπλα της κοντά-κοντά και μου δίνει διαταγή να… σβηστή η πλαφονιέρα. Είναι το ερωτευμένο ζευγαράκι –του φοιτητού με την ραφτρούλα- που επιστρέφει από το ραντεβού του με αυτοκίνητο στο συνοικιακό δρομάκι που κάθεται εκείνη. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Γυρνώ διά το πλέον ασκανδάλιστον και το προδοτικό καθρεφτάκι, το επάνω, κάτω.
~
Στης 9 ½  κοντά στην Πλάκα, μια παρέα από τέσσερις νεαρούς που μόλις έχουν βγει από την συνοικιακή ταβερνούλα με το λάγνο κοκκινέλι, σταματά το ταξί. Οι νεαροί μπαίνουν μέσα με τραγούδια και φωνές. Είναι φοιτηταί, υπαλληλίσκοι κλπ που το έχουν τσούξει λιγάκι για να ξεχάσουν ο καθένας τα βάσανά του. Η διαταγή είναι κάπως ακαθόριστη.
-Σοφέρ! Τράβα αδελφέ μου να κάνουμε τσάρκα στην Αθήνα!
Ξεκινούν αλλά αμέσως εκδηλώνεται διαφωνία. Τα δυό μεθυσμενάκια θέλουν να πάει το ταξί από την οδό Φιλελλήνων. Ο τρίτος θέλει να εμφανισθούν στην οδό Σταδίου. Ο τέταρτος δεν έχει γνώμη. Κάθεται συλλογισμένος.
Υπολογίζω ότι το κέρδος από την κούρσα θα είναι αρνητικόν. Και βρίσκω την σωτηρία μου προφασιζόμενος έλλειψην βενζίνης.
Η δικαιολογία πιάνει και οι νεαροί κατεβαίνουν αφού προηγουμένως με πληρώσουν πλουσιοπάροχα. Ένα τάλιρο πουρμπουάρ, έτσι για να πιώ ένα κρασί στην υγειά τους.
~
Η ώρα είναι πια 11 ½ . Τα ταξί περιμένουν αράδα έξω από τα θέατρα και τους κινηματογράφους. Αναμένω τον νυκτερινό πλούσιο πελάτη που θα κάμει το γλεντάκι του στο κοσμικό παραλιακό κέντρο με την υπό απόκτησιν φιλεναδούλα του, την κομψή κοκοτίτσα. Και το ζεύγος δεν αργεί να εμφανιστή. Αυτός ψηλός με μαύρο σταυρωτό παλτό, με γιακά από αστραχάν, το μεταξωτό κας-κολ, χρηματιστής, τραπεζίτης, μεγαλοεπιχειρηματίας. Το ζευγαράκι θα καταφύγει στην αρχή στο κοσμικό κέντρο, όπου θ’ άνοιγε η απαραίτητη «πομμερύ». Θα επακολουθήσει χορουδάκι, ενώ εγώ θα περιμένω έξω από το κέντρο μέχρι των πρώτων πρωινών ωρών, δια να οδηγήσω το ζευγαράκι είτε σε καμιά μακρινή «αίθουσα δι’ οικογενείας» είτε στην γκαρσονιέρα του συνοδού.
Κ’ έτσι τελειώνει η ημέρα μου»
(Βασισμένο σε σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εβδομάς»). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου