Γιώργος Βιδάκης
1963, Η Σουηδική Ακαδημία τιμά τον Γιώργο Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».....
Στο τραπέζι η κυρία Σεφέρη είχε ανάψει καντηλέρια. Άλλο φως δεν υπήρχε. Έτσι που μόνο η σκιά του πιάνου φαινόταν ανησυχητική για μένα, γιατί το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ΄το ερώτημα «άραγες θα του αρέσουν;»
Τέλος ήρθε η μεγάλη στιγμή. Κάθισα στο πιάνο και άρχισα να τραγουδώ και να παίζω την ΑΡΝΗΣΗ. Μετά το δεύτερο στίχο, η κυρία Μαρώ γέλασε νευρικά. Σταμάτησα.
– Τι συμβαίνει Μαρώ ; τη ρωτά ο Σεφέρης αυστηρά.
– Με συγχωρείτε… Όμως αυτό το ποίημα το έχω ακούσει τόσες και τόσες φορές να το απαγγέλει ο Γιώργος, που μου φαίνεται τόσο περίεργο να το ακούω με μουσική… Μ΄ αρέσει πολύ.
Όταν τελείωσα και το τελευταίο τραγούδι, το ζεύγος ήταν ικανοποιημένο. Ο Σεφέρης πάντα μετρημένος και βαρύς. Όμως στα μάτια του είδα τη λάμψη του δημιουργού που χαιρόταν για τη νέα μορφή που έπαιρνε ξαφνικά η ποίησή του. Τώρα βιαζόταν να το δει τραγουδισμένο…
Μίκης Θεοδωρακης
Κάποτε στη χώρα αυτή σπουδαίοι μουσικοσυνθέτες μελοποιούσαν μεγάλους ποιητές.
Ποίηση : Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία :Λάκης Χαλκιάς & Ιωάννα Κιουρκτσόγλου
Δισκογραφία: "Ο Στράτης θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους" 1973.
Οι φωτογραφίες του βίντεο είναι του ελληνοαμερικάνου φωτογράφου, Κωνσταντίνου Μάνου.
Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου
Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος
Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις·
θ’ ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων
σιγά σιγά θα `ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου
Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπω σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους
Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν
Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεται στο χώμα
Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρκτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους
Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα..
Ο συνθέτης σημειώνει στο δίσκο τα εξής:
Η μουσική μου προσέγγιση σε ιδεολογικό και φιλοσοφικό επίπεδο του ελληνικού ανθρωπογεωγραφικού πεδίου, όπως αυτό εμφανίζεται στα ποιήματα του Σεφέρη. Τα αισθήματα, τα πάθη, το νόστιμον ήμαρ και τα ιστορικά δεδομένα που διακλαδώνουν την οντολογική αναζήτηση του ποιητή μέσα στο φως, για μια επικοινωνία με το πνεύμα και την τέχνη σήμερα, με ενέπνευσαν σε μια παράλληλη διείσδυση, οικεία στην ιδιοσυγκρασία μου.
https://youtu.be/PfDjTAgAIFk
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο 1938 ο Γιώργος Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα από την Κορυτσά, όπου είχε διοριστεί Πρόξενος της Ελλάδας το 1936. Ο ποιητής γυρίζοντας στην πατρίδα του βρίσκει το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941) καλά εδραιωμένο και βιώνει με απογοήτευση, όχι μόνο το καθεστώς ανελευθερίας που έχει επιβληθεί, αλλά και την τοποθέτησή του στη Διεύθυνση Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου, την οποία ως κυβερνητικός υπάλληλος δεν μπορεί να αρνηθεί. Ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να εργαστεί για τη στρατιωτική κυβέρνηση κι αυτό του δημιουργεί δυσφορία και δυσκολία στο να αποδεχτεί το νέο του ρόλο.
Η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, η προσωπική απογοήτευση του ποιητή, καθώς και η απειλή του πολέμου που δεσπόζει στην Ευρώπη το Μάρτη του 1938 η Γερμανία θα προσαρτήσει την Αυστρία βρίσκουν την έκφρασή τους σ’ αυτό το εξαιρετικό ποίημα, όπου ο Σεφέρης εκφράζει όλη του την πικρή διάθεση και την αδυναμία του να συμβιβαστεί με τις αλλαγές που έχουν επέλθει στον τόπο του.
Το ποίημα δίνεται ως διάλογος ανάμεσα στον ξενιτεμένο που επιστρέφει και σ’ ένα φίλο του, που φαίνεται να γνωρίζει πάρα πολύ καλά τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ξενιτεμένου. Ο ποιητής δημιουργεί εδώ δύο προσωπεία, δύο διαφορετικές εκφάνσεις του εαυτού του, για να παρουσιάσει εναργέστερα τα αντικρουόμενα συναισθήματά του. Η επιθυμία του ξενιτεμένου να επιστρέψει στην πατρίδα του, στρέφεται περισσότερο προς την πατρίδα όπως τη γνώριζε προτού φύγει. Ο ξενιτεμένος προσδοκούσε να βρει τα πράγματα όπως ακριβώς τα είχε αφήσει, αλλά αυτό δεν είναι δυνατό, γιατί οι αλλαγές που έχουν επέλθει τόσο στην πατρίδα του όσο και στον ίδιο είναι πλέον ανέκκλητες.
Το ποίημα ξεκινά με τη διαπίστωση πως ο ξενιτεμένος στα χρόνια που απουσίαζε έχει διαμορφώσει τις σκέψεις και τις προσδοκίες του στα πλαίσια μιας άλλης χώρας, μακριά από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην πατρίδα του. Επομένως, οι προσδοκίες του αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της χώρας του και δεν μπορούν να υλοποιηθούν. Η διαπίστωση αυτή γίνεται από το φίλο του ξενιτεμένου, ο οποίος τον προειδοποιεί από την αρχή κιόλας πως ό,τι σχεδίαζε και σκεφτόταν όσο βρισκόταν μακριά από την Ελλάδα, βασίστηκε σε δεδομένα που δεν ισχύουν πια. Η κατάσταση στην πατρίδα έχει αλλάξει ριζικά.
Ο ξενιτεμένος γυρίζοντας αναζητά τον παλιό του κήπο, το χώρο όπου μεγάλωσε, μα με έκπληξη διαπιστώνει πως όλα γύρω του είναι πολύ μικρότερα απ’ ό,τι τα θυμόταν. Ο ποιητής αξιοποιεί μια γενική διαπίστωση των ανθρώπων που επιστρέφουν σε τόπους που έχουν να δουν από παιδιά τα πάντα φαίνονται μικρότερα φτάνοντας όμως την αίσθηση αυτή στην υπερβολή της -τα δέντρα φτάνουν ως τη μέση του και οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια-, ώστε να δείξει παραστατικότερα το μέγεθος της απογοήτευσής του. Γυρίζοντας στην Ελλάδα βρίσκει τα πράγματα σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι θα επιθυμούσε ή θα περίμενε κι αυτό δημιουργεί στον ποιητή έντονα συναισθήματα απογοήτευσης και διάψευσης των προσδοκιών του. Όλα γύρω του μοιάζουν μικρότερα, όλα γύρω του αποπνέουν την αίσθηση παραίτησης και υποταγής που έχει κυριαρχήσει στη χώρα.
Ο φίλος του ξενιτεμένου η φωνή του συμβιβασμού επιχειρεί να τον παρηγορήσει, λέγοντάς του πως με τον καιρό θα συνηθίσει τη νέα κατάσταση και θα μπορέσει να προσαρμόσει τις προσδοκίες του στα νέα δεδομένα. Η προτροπή αυτή μας παραπέμπει σε μια στάση παραίτησης και αποδοχής των αρνητικών γεγονότων, εκφράζει τις αδύναμες πτυχές που έχουν όλοι οι άνθρωποι και φυσικά αποτελεί και τη συνήθη στάση των ανθρώπων απέναντι σε καταστάσεις που αδυνατούν να αλλάξουν.
Ο ξενιτεμένος έχοντας πάντοτε την επιθυμία του νόστου, την επιθυμία της επιστροφής στην πατρίδα του, δεν είχε λάβει υπόψη του τις αλλαγές που πιθανόν να είχαν συμβεί στα χρόνια της απουσίας του, γεγονός που σημαίνει πως τώρα που κατόρθωσε να επιστρέψει, θα πρέπει να συνηθίσει τις νέες συνθήκες και σταδιακά θα μπορέσει να βρει και πάλι στην πατρίδα του κάποια από τα στοιχεία που αγαπούσε τα χρόνια που ζούσε και μεγάλωνε εδώ.
Κωνσταντίνος Μάντης