Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ


Κωνσταντίνος Μπαλωμένος

ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ


Προλεγόμενα


   Η παρούσα εργασία είναι αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας, του συγγραφέα. Αναφέρεται στο ρουμελιώτικο γλωσσικό ιδίωμα (ρουμελιώτικο λεξιλόγιο), που χαρακτηρίζει μεν τη Ρούμελη, αλλά καλύπτει τη Θεσσαλία, Ήπειρο και Μοριά......
Σεραφείμ Ν. Κακούρας
   Ο φιλόλογος Σεραφείμ Ν. Κακούρας, ευρυτάνας στην καταγωγή, με σπουδές στην κλασική φιλολογία και (συνταξιούχος πλέον) καθηγητής σε σχολεία της Φθιώτιδας (κυρίως της Λαμίας) συνδύασε τη βιωματική χρήση και άκουσμα των ρουμελιώτικων (εφόσον έζησε στα παιδικά-εφηβικά του χρόνια σε χωριό της Ευρυτανίας), με την ειδικότητα του φιλόλογου. Έτσι συγκέντρωσε 2.156 λέξεις (με την ερμηνεία τους) στο Λεξικό που θα ακολουθήσει, αναφέροντας και την προέλευση των λέξεων από αρχαιοελληνικές, ελληνιστικές, μεσαιωνικές, λατινικές ρίζες, όπως και μεταγενέστερες επιδράσεις από βενετσιάνικες, σλαβικές, αλβανικές, ιταλικές, αραβικές, περσικές και τουρκικές λέξεις.
  Επιπλέον όμως έδωσε και Γραμματικές Παρατηρήσεις του ρουμελιώτικου ιδιώματος, που συνοδεύονται από παραδείγματα κλίσης άρθρων, ουσιαστικών-επιθέτων και ρημάτων. Επίσης, δίνει τις πλέον χαρακτηριστικές μονοσύλλαβες λέξεις και τις χαρακτηριστικές φράσεις των ρουμελιωτών.
  Η προσπάθεια αποβλέπει στη διάσωση του γλωσσικού ιδιώματος, αλλά και στην ανάδειξη της διαχρονικής αξίας και της αντοχής του στο χρόνο. Η ικανότητα της ελληνικής γλώσσας με τον προφορικό λόγο, να διατηρεί αρχαιοελληνικές και ελληνιστικές ρίζες, αλλά και να ενσωματώνει ξένες λέξεις, από τους κατά καιρούς κατακτητές, αποδεικνύει τον πλούτο της αλλά και τη δύναμή της, παρά τη μεγάλη διείσδυση των νέων γλωσσών.
  Η προσθήκη λέξεων και φράσεων, όσο και κάθε τι που θα συμβάλει στον εμπλουτισμό της προσπάθειας αυτής είναι πολύ επιθυμητή. Ως διαχειριστής αυτής της μορφής ιστοσελίδας “amfictyon.blogspot.gr” οφείλω και αποδίδω τα συγχαρητήριά μου στον κ. Σεραφείμ Νικ. Κακούρα, για την εξαιρετική αυτή εργασία.

Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος
             φυσικός

---


Το Ρουμελιώτικο γλωσσικό ιδίωμα 

(μέρος Α’)



 

Σύντομη εισαγωγή


  Το λεξιλόγιο που ακολουθεί αποτελείται από μια συλλογή λέξεων, όπως τις μιλούσαν αρκετοί, μέχρι και τη δεκαετία του ’60, κι όπως, ίσως, τις μιλάνε κάποιοι μεγαλύτεροι - ακόμα και σήμερα - στα χωριά κυρίως της ορεινής Ρούμελης. Από τις λέξεις αυτές, πολλές είναι εκείνες που έχουν αρχαιοελληνικές ρίζες, άλλες έχουν μεσαιωνικές ελληνικές, ενώ μερικές προήλθαν από παραφθορά λέξεων της κοινής νέας ελληνικής. Τέλος, αρκετές είναι κι εκείνες που έχουν  ξενική προέλευση (τουρκική, σλαβική, αλβανική, κλπ.).
   Για αρκετές από τις λέξεις ξενικής προέλευσης σημειώνω την καταγωγή τους. Οι αναφερόμενες ως αραβικές ή περσικές έφτασαν στην ελληνική μέσω της τουρκικής γλώσσας. (Εδώ θα άξιζε ίσως να αναφερθεί ότι η τουρκική γλώσσα ήταν πολύ φτωχή σε λέξεις και για το λόγο αυτό αναγκάστηκε να δανειστεί μια πληθώρα λέξεων από άλλους λαούς και κυρίως ομοδόξους των Τούρκων, όπως π.χ. είναι οι Άραβες και οι Πέρσες). 
  Κάποιες απ’ τις λέξεις του λεξιλογίου απαντώνται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, άλλες με τρόπο όμοιο ακριβώς μ’ αυτές της Ρούμελης και κάποιες άλλες λίγο έως πολύ παραλλαγμένες. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα στο ρουμελιώτικο ιδίωμα αποτελεί ασφαλώς η αποβολή πολλών φωνηέντων ή και η αντικατάστασή τους από άλλα.
  Κατά την καταγραφή των λέξεων προτιμήθηκε, όσο ήταν δυνατόν, η παρουσίασή τους με τον τρόπο που αυτές προφέρονταν και για το λόγο αυτό επέλεξα κατά την αναγραφή τους την ορθογραφία σύμφωνα με την προφορά τους.

του Σεραφείμ Ν. Κακούρα
             φιλολόγου

---


Μερικές απ’ τις πιο συνηθισμένες μονοσύλλαβες λέξεις

(σε αλφαβητική σειρά)

βαλτς = βάλε της
βαρ’ = χτύπα.
βλαφτ = βλάπτει.

γιουρτ = χωράφι γύρω από σπίτι.
γκολφ = φυλαχτό.
γλεντ = γλέντι.
γλεπς = βλέπεις.
γμαρ = γομάρι, γαϊδούρι.
γρουν = γουρούνι.

δλεβς = δουλεύεις.
δλεια = εργασία.

ζαφτ (λέγεται και ζαπ) = να δαμάζω, να καταβάλλω, να κάνω κάποιον υποχείριο.
ζγουρ = ζυγούρι.
ζλαπ = ζουλάπι, αγρίμι.
ζμαρ = ζυμάρι.
ζμι = ζουμί.
ζναρ = ζώνη.
ζουδ = ξωτικό.

θερμ = θέρμη.
θκομ = δικό μου.
θλια = θηλιά.
θμος = θυμός, αλλά και πρήξιμο.

καδ = μεγάλη ξύλινη κυλινδρική κατασκευή για τσάμπουρα, μούρα …).
κβαρ = κουβάρι.
κθαρ = κριθάρι.
κιο = αφού.
κλος = κουτσός, παράλυτος.
κλουρ = κουλούρι.
κλουφ = θήκη.
κμπι = κουμπί.
κναβ = κουνάβι.
κνεις = κουνήσου.
κνουπ = κουνούπι.
κοφτς = κόβεις.
κριντ = μίλησέ του.
κταβ = κουτάβι.
κτι = κουτί. 
κτση = κουτσή.
κτσιαφτς = αυτός που έχει κομμένο αφτί ή και μέρος αυτού κομμένο.
κτσος = κουτσός.
κφο = κουφό, αλλά και τυφλοπόντικας.
κφος = κουφός.

λθαρ = πέτρα.
λτσιδ = μουσκεμένο.

Μαρτς = Μάρτιος.
ματ = μάτι.
μκρό = μικρό.
Μπζιλ = Μουζίλο (χωριό της Ευρυτανίας)
μπλαρ = μουλάρι.
μπλαστς = πλάστης (όργανο που οι νοικοκυρές έπλαθαν τη ζύμη για πίτα).
μπλια = μηλιά.
μπλιορ = αρνί ή κατσίκι δύο ετών.
μποτ = πήλινο δοχείο κρασιού.
μσκαρ = μοσχάρι.
μυτ = μύτη.

νια = μια, αλλά και νεαρή κοπέλα.
νομ’= δώσε μου.
νσαφ = επί τέλους, αμάν πια.
ντβαρ = ντουβάρι.
ντλαπ = ντουλάπι.


πλι = πουλί.
πλύσ’ = πλύσου.
πραζ = πειράζει.
πστεβς = πιστεύεις.

ρεβ’ = είναι βαριά άρρωστος.
ριξτ = ρίξε του.

σκλι = σκυλί.
σκτια = τα ρούχα.
σπιτ = σπίτι.
σπρι = το σπυρί.
σταρ = σιτάρι.
στλιαρ = στειλιάρι. 
σφαχτς= δυνατός πόνος στην πλάτη.

τλιου = τυλίγω.
τλουμ  = τουλούμι.
τρας = τηράς.
Τριτ = Τρίτη.
τσιάφ = η πάχνη.

φκαρ = θήκη.
φκιαρ = φτυάρι.
φτλιες = τσιγκλίσματα, σπιουνιές.

χερ = χέρι.
χλιαρ  = κουτάλι.
χνερ = πάθημα, εξαπάτηση.
Χστου = του Χριστού, δηλαδή τα Χριστούγεννα.

ψμαδ = ψημάδι, αυτό που γεννήθηκε αργά.
ψχουδ = το ψωμάκι των μνημοσύνων.


---


Χαρακτηριστικές φράσεις


* Άϊ σα πέρα ρε (= φύγε από εδώ) .
* Άϊ κι τς’ απάν (= πήγαινε και στους επάνω).
* Αϊάτουνι, αλλού τράει κι αλλού γλέπ’ (= δες τον, αλλού κοιτάζει κι αλλού βλέπει).
* Άιτι ικιιά αχπέρα να μάεις τα πράματα δώθι (= πήγαινε να φέρεις τα ζώα).
* Αλλοιά π’ να μη νουγάει (= αλλοίμονο να μην καταλαβαίνει).
* Αμ τι δα κάνι, δεν αϊκώ; (= ασφαλώς και ακούω).
* Αξις κι ξηρός, αμ’ θα στ’ αργάσου ιγώ του τουμάρ (= θα σε τιμωρήσω αυστηρά).
* Απ’ λες έπαθι τρανό σχασιέτ’ (= που λες καταντροπιάστηκε).
* Ά πνασόμπ ου διάουλους (= άντε που να σου μπει ο διάολος).
* Από πού ξικάμπσις ; (= από πού εμφανίστηκες ;)
* Απού κούτσουρου σι λ’θάρ’ τ’ πάνι (= όλα του πηγαίνουν στραβά). 
* Αυτήνη δεν τιλεύητι, είνι ντιπ για τα μαναστήρια (= … είναι θεότρελη).
* Βιρβέριξι του πιτσί μ’ (= ανατρίχιασα).
* Γαμού του κιαρατό σ΄ (= βρισιά).
* Γαμού του στανιό τς (= βρισιά).
* Γιατί δε γκρένεις κι τς αλλνούς ; (= γιατί δε φωνάζεις και τους άλλους ;)
* Γλεψ, μαρή Παναϊού, τς γίδις ; (= βλέπεις, Παναγιώτα, τις γίδες ;)
* Δε μ’ βουλεί (= δεν ευκαιρώ).
* Δε μ’ πρόχει (= δεν ευκαιρώ, δε μου είναι εύκολο).
* Δε μπίνει κρασί ου Θιός (= δεν ξεχνά ο Θεός). 
* Δε φιλάει ντιπ  (= είναι τελείως άχρηστο).
* Δεν τ’ κουτάει να ματατρίσι σιακεί (= δεν τολμάει να ξανακοιτάξει εκεί).  
* Δεν τουν κάνς ζάφτ’ μι τίπουτα (= δεν μπορείς να τον ελέγξεις με κανέναν τρόπο).
* Δωμ’ κι μένα κάνια κουκόσια (= δώσε και σε μένα κανένα καρύδι).
* Έϊ μαρή, ουυυυυυυ ! Μουρή, Κουστάντουυυυυ ! (= κάλεσμα από μακριά).
* Είνι ντιπ για τα μαναστήρια (ή : είνι ντιπ για τ’ Μπουρσιώτσα) (= είναι θεότρελη). 
* Έλα να μι σ’μάεις  (= έλα να με περιμαζέψεις).
* Έπισι λίμα στου χουργιό (= πείνασαν).
* Εσύ θα τα ξηλέξ τώρα (= εσύ θα τιμωρηθείς τώρα για ό,τι έγινε).
* Έχει δυο πιδιά κι ένα θηλκό, μη του σμπάθειου (= έχει δυο αγόρια και μια κόρη).
* Θα δώεις λόγου στου Θιό (= θα τιμωρηθείς απ’ το Θεό).
* Θα σ' αφαλουκόψου (= θα σε δείρω άγρια).
* Θα σ’ κόψου κάνια μπάτσα (= θα σε χαστουκίσω).
* Θα σι ντιρουκόψου κουνταριμένου (= θα σε δείρω άσχημα παλιόπαιδο).
* Θα σ'μιτρίσω τα παΐδια (= θα σε ξυλοφορτώσω άγρια).
* Ιγώ νια βουλά ένας μ’ δε ματα τ’ κρένου (= εγώ δεν πρόκειται να του ξαναμιλήσω).
* Καλόμ’ θέλει (= καλά θα κάνει να …).
* Καλουσκαίρσαμι κιράσια κι φέτου (= φάγαμε για πρώτη φορά και εφέτος κεράσια).
* Λαούτιασι η αλπού στου γιατάκιτς (= ησύχασε η αλεπού στη φωλιά της).
* Λέμι ιμείς τώρα δεν κβιντιάζουμε (= δε συζητάμε σοβαρά).
* Λιεν μη λιεν σ’ λεν (= Ελένη με λένε σου λένε).
* Λτσιέτι στ’ λάσπ’ σαν του γρουν’ (= κυλιέται στις λάσπες σαν το γουρούνι).
* Μαναστήρ τς Μπουρσιώτσας (= Μοναστήρι του Προυσού).
* Μας έκανε τουν καμπόσου (= μας παρίστανε το σπουδαίο).
* Μη ζγωνς ντιπ, μέσα είνι τίγκα (= μην πλησιάζεις, μέσα είναι γεμάτο κόσμο).
* Μη μ’ αμπόχνς (= μη με σπρώχνεις).
* Μη μι' κρους (= μη με ακουμπάς).
* Μόμκανε κάμπουσα (= μου έμειναν μερικά).
* Να ! π’ να τουν βαρέσει ταμπλάς (= μακάρι να πάθει αποπληξία). 
* Να κουνταριμένου, μόκουψις του αίμα (ή τ’ χουλή) (= με τρόμαξες παλιόπαιδο).
* Να κουτ κουτ κουτ (= κάλεσμα σκύλου).
* Να ουπ να γένει κουρνιαχτός η παλιουμαγκφαριά (= να που να χαθεί …).
* Να πάει να κουμπουριαστεί ου παλιουμασκαράς (= να χαθεί ο παλιάνθρωπος).
* Να πάει να κουνταριαστεί ( περιφρονητική αντίδραση = να πάει να χαθεί).
* Να πάει στουν τάδι (= να πάει στο διάολο).
* Να πούλ’, πούλ’, πούλ’ (= κάλεσμα κότας).
* Να τουν βρούνι τούμπανο (ή διρμάτ) (= να τον βρούνε πεθαμένο).
* Ντιπ δε μπαβ του τσιαούλιτς (= έχει ακατάσχετη φλυαρία).
* Ξίκι να σ’ γένει μουρή παλιουρουφιάνα (= μακάρι να μη χαρείς ό,τι μου στέρησες).
* Ουζάτς κουλουβή (= κραυγή στο κυνήγι της αλεπούς για να την τρομάξουν).
* Ούλη μέρα ξιφλάει τα χαρτιά τς (= όλη μέρα γυρίζει τις σελίδες του βιβλίου της).
* Π’ να σι πάρ’ ου τάδις (= να πας στο διάολο).
* Πάει τα κούτσουσι (ή τα κακάρουσι) η θειάκου (= πάει πέθανε η θεία).
* Πάιναμι ουλούθι, σαπάν, σακάτ’ (= πηγαίναμε παντού πάνω, κάτω).
* Πάνι ούλοι στου χρουστάσι (= πάνε όλοι στην πλατεία).
* Πήρι τα πλάϊα (= τρελάθηκε).
* Πίσου τουν ήλιου (= λέγεται γι’ αυτόν που δε θέλουμε να τον ξαναδούμε).
* Πλατσούκουσι τ’ν υπουγραφή τς’ (= έβαλε την υπογραφή της, ενώ δεν έπρεπε).
* Πλυς κι τσακείς (= πλύσου και δρόμο).
* Πού τουν είνι ; (= που είναι αυτό ;).
* Πραζ αν τράου (= πειράζει αν κοιτάζω).
* Σπουλάκι να τγένει (= μακάρι να του βγει σε καλό).
* Στάχτ’ κι κουρνιαχτός να γέν’νι οι μαγφαριές (= μακάρι να καταστραφούν όλα).
* Στου δείνα να πάει (= να πάει στο διάβολο).
* Τ’ν έκαμα ταράτσα (= έφαγα χορταστικά).
* Τ’ν έκαμι γατσιουπούλα (= έφαγε χορταστικά).
* Τα κακάρουσι ου Κώτσιους (= πέθανε ο Κώστας).
* Τα καλουλόϊσανι οι δυο τς κι θα παρθούνι (= αγαπήθηκαν και θα παντρευτούνε).
* Την τλώνω (= χορταίνω).
* Τήρα να ιδείς (= πρόσεξε να καταλάβεις τι σου λέω).
* Τι ’πι κειο του κουνταριμένου τωραϊά, μουρή ; (= τι είπε εκείνο το παλιόπαιδο …).
* Τι δλειά έεις ικεί ; (= τι δουλειά έχεις εκεί );
* Τι κάν’ς κουτούλα μ’; (=χαϊδευτική προσφώνηση: τι κάνεις μωρό μου ;).
* Τι κάν’ς ρήγα μ’ ; (= χαϊδευτική προσφώνηση: τι κάνεις αγόρι μου ;).
* Τι κάν’ς, πλάκι μ’; (=χαϊδευτική προσφώνηση: τι κάνεις μωρό μου ;).
* Τι μη τρας ; (= γιατί με κοιτάζεις ;).
* Τι να κάμ κι αυτήνη η καλιακούδα ; (= τι να κάνει κι αυτή η δύστυχη ;).
* Τι φκιάνς ; (= τι κάνεις ;).
* Τι χαλέβς ιδώ ; (= τι ζητάς εδώ ;).
* Τό ’βαλι μετ μουαμέτ να πιτύχει (= έβαλε στόχο να πετύχει οπωσδήποτε).
* Τόδουκαν σουργούνι (= τον έδιωξαν).
* Τουν έκουψι η λόρδα (= πείνασε πάρα πολύ).
* Του καλούνι οι μέρις (= επιβάλλεται λόγω εορτών).
* Του κόβου λάσπ’ (= δραπετεύω, σηκώνομαι και φεύγω).
* Τουν έφαϊ η μαρμάγκα (= χάθηκε άδικα).
* Τουν έχει κατσιούλα σήμερα (= είναι πολύ θυμωμένος, κάνει σα δαιμονισμένος).
* Τράβα παρέκει (= πήγαινε πιο πέρα).
* Τρώιτι μι τα λησιακά τ’ (= όλα του φταίνε και καυγαδίζει με όλους).
* Τς φλάει ουλουένα τς τρανές τς γιουρτάδις (= νηστεύει πάντα τις μεγάλες γιορτές).
* Τσίβου τσίβου (= κάλεσμα κατσίκας).
* Τσούξι ένα σπίρτου (= άναψε ένα σπίρτο).
* Τσούπι ότι θα τ’ν πνιξ (= της είπε ότι θα την πνίξει).
* Τώρα η Κώτσινα; Πάει καλιά τς (= Τώρα η γυναίκα του κώστα ; πάει, έφυγε).
* Τώρα του φούμσις !... = (λέγεται ειρωνικά : τώρα … πρόκοψες !... )
* Φάτου του φαρμάκι (= έκφραση αγανάκτησης : φάγε το φαγητό σου επιτέλους).
* Άι κι σα ’μπάρου τ’ σκούπα, θα στ' αργάσου του τουμάρ' (= θα σε ξυλοφορτώσω με τη σκούπα).
*Αν πάινα κι γω στου δάσκαλου θα μάθηνα κάνια αγκούτσα κι δε θανάμτανι κούτσιρου (= αν πήγαινα κι εγώ στο σχολείο θα μάθαινα λίγα γράμματα).
*  Απειλή:    -  Θα σ΄ φάου τουν κριτσιλιάγγου.
   Απάντηση: - Θα μ΄ κλάεις τουν τζιόκου.
*  Διάλογος γυναικών :
-          Γλέπς, μουρή, ικειιά πθινά πού ’νι ικείνη η λαγκιόλου η Μητρούλα;
-          Διάβκι σιαπάν θειάκου.
-          Τι λες, μάτια μ’! Να π’ να μη σώσει. Μαναχή τς λάκσι πάλε; Θα τς κριμάσνι κουριντζέλια…
*  Ερώτηση : -Τι γέν’σις μουρή;
   Απάντηση: -Στρατιουτάκι (με καμάρι) (αντί να πει : αγόρι).
* Ικί ουπ πααίνει μι τουν ένα κι μι τουν άλλου θα τ’ μασκαρέψνι κιόλας (= εκεί που πηγαίνει με τον καθένα δε θα αποφύγει το βιασμό).
* Ίσια μη τ’ν ώρα βάλι στουν τέντζιρ του κριάς να βράσ’ (= μόλις αρχίζει να βραδιάζει βάλε το κρέας ...).
* Κάμι σνάκρ, σνάκρ, σνάκρ, σνάκρ  κι μην τρας σιαπέρα (= πήγαινε στην άκρη και μην κοιτάς αλλού).
* Κόλα κι ένα κιράκι στου μαναστήρ ουπ θα πας για τ’ θειάκους κι αλλνένα για τς άλλοι τς θκούσμ (= άναψε ένα κερί στο μοναστήρι που θα πας για τη θεία σου κι ένα για τους δικούς μου).
* Μι πότ’σι τς πικρουλιάς του φαρμάκι ικειό του πιδί π’ του λένι Μητράκη (= με στενοχώρησε πολύ αυτό το παιδί …).
* Να π’ να λαλήσνι οι χουχουβάϊες στ μαγφαριά τς (= κατάρα : να λαλήσουν οι κουκουβάγιες στο ρημαγμένο σπίτι τους).
* Ούιιι πιδάκι μ,' ισύ είσι πέρα απ’ τα κουνίσματα (= ω! παιδάκι μου, εσύ είσαι εντελώς άθεος).
* Ρίχκι σιακάτ στου χαλιά, αλλά ντσάκουσα (= έτρεξε στον κατήφορο με τα χαλίκια, αλλά την έπιασα).
* Σ’ έντσαν, Γιάν; Μ’ έντσαν. Τς έντσαν τς άλλοι; Τς έντσαν (= Σε έντισαν, Γιάννη; Με έντυσαν. Τους έντυσαν τους άλλους; Τους έντυσαν). 
* Σα γκούτσουρου, καψουκαλός είνι ου Μήτρους, αλλά απού μνυαλό καταντίπ φλουέρας (= σωματικά καλούτσικος είναι ο Μ., όμως εντελώς άμυαλος).
* Στο συνεργείο: Καπ’ απ’ κατ’, καπ’ καπ’, κατ’ καν’ γκαπ γκαπ (= κάπου από κάτω στο αυτοκίνητο, ακούγεται ένας επαναλαμβανόμενος θόρυβος).
* Τ’ν’ άηγα ουπόσκουζι σαν του κναβ. Να ’ν αηκούς κι να σι κόβ' η νίλα τ’ς... (= την άκουγα που έκλαιγε δυνατά σαν κουνάβι. Να την ακούς και να τη λυπάσαι).
* Τουν λόιασαν του Γιάννου οι θκιτ κι τάφκι του κουρίτς (= τον παρέσυραν οι δικοί του το Γιάννη με ψεύτικες κατηγορίες και εγκατέλειψε το κορίτσι).
* Τουν τσάκουσαν να κλέβ κι τ’ τ’άργασαν του τουμάρ (= τον έπιασαν να κλέβει και τον έδειραν άγρια).
* Τς άφκει ’ν ιφκή τς κι ένα κουτσουνούρλικου μπρίκι (= λέγεται ειρωνικά για αυτούς που ο νεκρός συγγενής δεν τους άφησε τίποτε ως κληρονομιά).
* Φουντάν γνέεις, φκιάσι μ’ ένα ζιουβγάρ τσουράπια (= όταν γνέσεις, φτιάξε μου ένα ζευγάρι κάλτσες).
* Στου ντόπου Γιάννου μ’ του χουρό κι αγκούτσα του πουδάρ (= αργά χόρευε Γιάννη).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.