Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ
O Π Α Π Α Τ Ζ Η Σ
Ο παπατζής είναι ένας αεικίνητος μικροαπατεωνάκος που προσπαθεί να ζήσει κάνοντας επαγγελματικά ή συμπτωματικά τον «παπατζή».
Τον λένε παπατζή γιατί παίζει τον παπά. Παπάς όπως ξέρουμε είναι η φιγούρα της τράπουλας......
Άρα οι παπατζήδες ξεκίνησαν από τα φύλλα της τράπουλας που τα ανακάτευαν και τα αναποδογύριζαν για να βρει το θύμα-πελάτης που είναι κρυμμένος ο παπάς. Στοιχηματίζουν πολλοί που παρευρίσκονται εκεί και ποντάρουν με διάφορα χρηματικά μικροποσά. Ο παπατζής με τεχνικές κινήσεις μετακινεί τα φύλλα και τα βάζει σε διάφορες θέσεις και το θύμα δείχνει πολλές φορές λάθος. Έτσι χάνει πάντα ο παίκτης. Ο παπατζής αεικίνητος, μια κοιτάζει τον κόσμο, μια τον αβανταδόρο, μια τον τσιλιαδόρο και μια τον αστυνομικό που τον διακρίνει από το ύφος, το κομπολόι και τα παπούτσια.
Μόλις τον δει βάζει τα πειστήρια στην τσέπη και εξαφανίζεται. Για το λόγο αυτό έχει πάντα πρόχειρο τραπεζάκι που μπορεί να είναι ακόμα και ένα άδειο χαρτοκιβώτιο. Πολλές φορές όταν πιάσει μερικά χρήματα και παλαιότερα με το σύνθημα «σύρμα» προσποιείται ότι έρχεται η Αστυνομία και εξαφανίζεται ώσπου να φύγουν οι παίκτες που έχασαν τα λεφτά τους.
Παπατζίδικη δουλειά είναι και το μαύρο ή άσπρο. Ο παπατζής έχει ένα τραπεζάκι που πάνω του κυριαρχούν δύο χρώματα. Μαύρο και άσπρο. Στη μέση έχει μία σιδερένια βελόνα που στηρίζεται σε κουβαρίστρα. Γυρίζει την βελόνα. Σε όποιο χρώμα αυτή σταματήσει κερδίζει όποιος έχει ποντάρει εκεί.
Αν δεν έχει τράπουλα ή βελόνα, παίρνει δύο ή τρία σκαφάκια από σπίρτα και κάτω από αυτά βάζει κάποιο κομματάκι από ξύλο, ζάρι ή κουμπί και το σκεπάζει με τα αυτά.. Τα μετακινεί και λέει στο θύμα να βρει σε ποιό σκαφάκι είναι κρυμμένο. Ο παπατζής χρειάζεται αβανταδόρους και τσ ιλιαδόρους.
...Μια φορά πλησίασα στο τραπεζάκι να παρακολουθήσω το παιχνίδι. Έβλεπα μόνο το ζάρι και το εύρισκα όλες τις φορές. Σε κάποια στιγμή που ήμουν σίγουρος που ήτανε το ζάρι, του το είπα και μου λέει βάλε εκατό Ευρώ. Τα έβαλα και τα έχασα. Πως διάολο λέω αφού όλες τις φορές το εύρισκα τώρα μου ξέφυγε...
O Α Β Α Ν Τ Α Δ Ο Ρ Ο Σ
Ο αβανταδόρος είναι ο βοηθός κάποιου άλλου που κάνει κάποια δουλειά και θέλει βοήθεια. Συνήθως οι δουλειές αυτές είναι παράνομες και χρειάζονται βοήθεια για να πετύχουν τους στόχους τους.
Ας πούμε το πιο απλό. Κάποιος πουλάει κάλτσες στο δρόμο και δεν αγοράζει κανείς. Βάζει τον αβανταδόρο και του λέει. Κάνε ότι αγοράζεις πραγματικά, φύγε και ξαναφέρε το εμπόρευμα να ξαναπάρεις τα λεφτά σου. Σε αυτά φυσικά ο αβανταδόρος έχει την προμήθειά του. Εάν πούμε ότι ένα πράγμα έχει πέντε δραχμές ο πωλητής λέει ότι τα δύο κάνουν οκτώ.
Έρχεται ο αβανταδόρος σε πλησιάζει και σου λέει. Βάλε τέσσερες εσύ και τέσσερες εγώ να πάρουμε δύο. Ο άλλος το παίρνει και φεύγει. Σε λίγο το ξαναφέρνει και έτσι εσύ το αγόρασες μεν οικονομικά αλλά ο άλλος δεν πήρε τίποτα. Σε ξεγέλασε και αγόρασες κάτι, επειδή ήταν πιο φτηνό.
Στη χαρτοπαιξία πάλι χρειάζεται αβανταδόρος. Ρυθμίζει το παιχνίδι ώστε να κερδίζει ο άλλος που σε παρακίνησε να παίξεις. Έτσι είναι σαν να έχουν σημαδεμένα τα χαρτιά για να πάρουν τα λεφτά κάποιου άλλου.
Αβανταδόρος είναι και εκείνος που υποστηρίζει ότι το εμπόρευμα, είναι αρίστης ποιότητος και ας είναι «φάρμακο» από λιωμένη σαπουνόπετρα που αν την πιεις, το λιγότερο που έχεις να πάθεις είναι να πας στο νοσοκομείο.
Μπορεί να είναι και γυναίκα ή και πολλοί μαζί. Αρκεί να βγει το μεροκάματο.
Ας πούμε το πιο απλό. Κάποιος πουλάει κάλτσες στο δρόμο και δεν αγοράζει κανείς. Βάζει τον αβανταδόρο και του λέει. Κάνε ότι αγοράζεις πραγματικά, φύγε και ξαναφέρε το εμπόρευμα να ξαναπάρεις τα λεφτά σου. Σε αυτά φυσικά ο αβανταδόρος έχει την προμήθειά του. Εάν πούμε ότι ένα πράγμα έχει πέντε δραχμές ο πωλητής λέει ότι τα δύο κάνουν οκτώ.
Έρχεται ο αβανταδόρος σε πλησιάζει και σου λέει. Βάλε τέσσερες εσύ και τέσσερες εγώ να πάρουμε δύο. Ο άλλος το παίρνει και φεύγει. Σε λίγο το ξαναφέρνει και έτσι εσύ το αγόρασες μεν οικονομικά αλλά ο άλλος δεν πήρε τίποτα. Σε ξεγέλασε και αγόρασες κάτι, επειδή ήταν πιο φτηνό.
Στη χαρτοπαιξία πάλι χρειάζεται αβανταδόρος. Ρυθμίζει το παιχνίδι ώστε να κερδίζει ο άλλος που σε παρακίνησε να παίξεις. Έτσι είναι σαν να έχουν σημαδεμένα τα χαρτιά για να πάρουν τα λεφτά κάποιου άλλου.
Αβανταδόρος είναι και εκείνος που υποστηρίζει ότι το εμπόρευμα, είναι αρίστης ποιότητος και ας είναι «φάρμακο» από λιωμένη σαπουνόπετρα που αν την πιεις, το λιγότερο που έχεις να πάθεις είναι να πας στο νοσοκομείο.
Μπορεί να είναι και γυναίκα ή και πολλοί μαζί. Αρκεί να βγει το μεροκάματο.
Ο Τ Σ Ι Λ Ι Α Δ Ο Ρ Ο Σ
Ο τσιλιαδόρος είναι το μάτι του παράνομου. Όταν κάποιος κάνει μια κλοπή, επειδή είναι παράνομος και φοβάται να μην τον αντιληφθούν, παίρνει τσιλιαδόρους να φυλάνε τσίλιες. Αυτοί παριστάνουν τους ανύποπτους και αδιάφορους και όταν δουν τον κίνδυνο ειδοποιούν τον κλέφτη με κάποιο σήμα. Μπορεί να του σφυρίξουν, να του ανάψουν κάποιο φωτάκι, να κουνήσουν κάποιο πανί και πολλά άλλα. Έτσι ο άλλος λαβαίνει τα μέτρα του να κρυφτεί, να σταματήσει, να φύγει και ότι άλλο έχουν προσυνεννοηθεί. Η φράση που παλιά λέγανε ήταν « σύρμα » και εννοούσαν τον αστυνομικό. Η λέξη σύρμα βγήκε από τότε που ήρθε το τηλέφωνο και με το σύρμα συνεννοούνταν οι αστυνομικοί. Σήμερα λένε το αστυνομικό αυτοκίνητο καρούμπαλο γιατί ο φάρος που είναι επάνω στο «εκατό» μοιάζει με καρούμπαλο.
Οι τσιλιαδόροι σήμερα έχουν πολλά μέσα να κάνουν τη δουλειά τους εφόσον υπάρχει το κινητό τηλέφωνο, το αυτοκίνητο και τόσα πολλά άλλα μέσα. Γνώριζαν από μακριά τον αστυνομικό από το παράστημά του, το μουστάκι του, το κομπολόι του, τα παπούτσια του που ήταν πάντα γυαλισμένα και γενικώς το φέρσιμό του. Γνώριζαν το κάθε αστυνομικό τμήμα μέχρι που είχε δικαιοδοσία να συλλάβει τον παράνομο πωλητή, διακινητή και άλλα. Πιο παλιά που η Αστυνομία ήταν για τις πόλεις και η Χωροφυλακή για τα Προάστια, οι τσιλιαδόροι ήταν γνώστες των κινδύνων. Άλλωστε και αυτό που λέγεται « η νοθεία προηγείται της επιστήμης» έχει και εδώ βάση.
Πίσω στα παλιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.