Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα Παρασκευή, 19 Απριλίου, η Εκκλησία γιορτάζει τον Ακάθιστο ύμνο......

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ Ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΜΗΝΑΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΩΝ

                                                                                                                  Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ
Η «μάχη» της κρεβατοκάμαρας και της τραπεζαρίας που έπρεπε να φορτωθεί και να εκτεθεί πάνω στα κάρα. Ήταν η χαρά της κουτσομπόλαςπου έβρισκε ευκαιρία για κριτική «Σεπτέμβριος.
 Ώρες είναι να είχατε λησμονήσει εκείνο που τον χαρακτήριζε: Καλέ!… τα ξεκουβαλήματα! 
Τι φασαρίες, τι αντάρα, τι ξεσηκώματα στις γειτονιές! Ήτο ο μήνας των μετακομίσεων. Ποιος δεν άλλαζε σπίτι το Σεπτέμβριο; Ποιος δεν είχε κουβαλήματα;......

Ο μικροκαταστηματάρχης, του οποίου ο τζίρος είχε ευρυνθεί κατά το τρέχον έτος, το Σεπτέμβριο θα μετέφερε τη «σερμαγιά*» του εις ένα άλλο ευρύτερο,κεντρικότερο κατάστημα δια να αφήσει το «παλιό» εις κανένα πλανόδιον μικροπωλητήν, ο οποίος πάλι με την σειράν του είχε προοδεύσει εις το αλισβερίσι του.
Ο οικογενειάρχης του οποίου η οικογένεια από τας αρχάς του έτους είχεν αυξήσει κατά μίαν μονάδα ενώ … «με τη δύναμη του Θεού»  ευρίσκετο και «άλλο» στο δρόμο, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον φρόντιζε να βρει και να αλλάξει σπίτι, μολονότι ευτυχισμένο εκείνο που κατείχε αφού εκεί έγιναν οι γάμοι και οι χαρές.
 Άλλοι πάλιν όταν συνέβαινε ν’ αρρωστήσουν μέσα σ’ ένα σπίτι κατά το διαρρεύσαν διάστημα, κατέφευγον στην προχειροτέρα των λύσεων: «ν’ αλλάξουν τον ίσκιο του σπιτιού».
Η γεροντοκόρη, εις τας ανοίξεις της οποίας είχε προστεθεί ακόμη ένα φθινόπωρον, έκρινε απαραίτητον να ξεσηκώσει ολόκληρον την οικογένειάν της στα ξεκουβαλήματα: «ίσως αλλάξει το γούρι». 
Έτσι είχαν και οι παπάδες δουλειά. Μπακράτσια, πετραχήλια, αγιασμούς από ένα σπίτι στ’ άλλο. Το κάτω της γραφής ο καθείς έπρεπε κάτι να μετακομίσει. Εν ανάγκη να μετατοπίσει τα υπάρχοντα, να μετακομίσει έστω και από το ένα δωμάτιο στο άλλο τα λίγα ή πολλά έπιπλα. Η κρεβατοκάμαρα μετεβάλλετο εις τραπεζαρίαν, η τραπεζαρία σε σαλονάκι, το Χωλ σε τραπεζαρίαν και του χρόνου βλέπομε!
Η κίνησις της γειτονιάς Όπως θα θυμάστε, δεν ήτο διόλου μικρό πράγμα ένα ξεκουβάλημα. Η καλή οικοδέσποινα, η προκομμένη νοικοκυρά στη μετακόμισή της θα εφαίνετο τι μέρος του λόγου είναι!
Θα έπρεπε να δώσει δημοσία εξετάσεις οικοκυρικής σε μια γειτονιά ολόκληρη. Για την ακρίβεια μάλιστα σε δυό γειτονιές: εις εκείνην από την οποία απήρχετο και εις εκείνην εις την οποίαν μετέβαινε.
Πόσα αμάξια, πόσα κάρα θα γέμιζαν τα έπιπλά της. Τι έπιπλα ήσαν, εις ποιαν κατάστασιν, δια ποίαν χρήσιν… Σοβαρά, σοβαρότατα θέματα έρευνας, εξετάσεως, εκτιμήσεως και διατιμήσεως εκ μέρους των παλαιών και των μελλόντων γειτόνων. 
Γι’ αυτό και η γειτονιά ολόκληρη έπρεπε να είναι στις πόρτες, στα παράθυρα, στο δρόμο, είτε για να «ξεπροβοδίσει» την απερχομένην, είτε για να «καλωσορίσει» την νεοερχομένην.
Λαδικά με βλέμματα Ιαβέρη, παλιές γειτόνισσες με συνοφρυωμένην όψιν, κοριτσόπουλα με μάτια Λυγγός, «τσόκαρα» που έσπαζαν κόκκαλα οι γλώσσες των, στόματα χάσκοντα επί ώρας, χείλη σουφρωμένα έτοιμα να στάξουν το φαρμάκι ή το μέλι, η κυρά με το μωρό στην αγκαλιά, τ’ αβράκωτα κουτσούβελαη μαρίδα ου μην αλλάκαι ως αμέσως ενδιαφερόμενοι ο μπακάλης, ο μπακαλόγατος, ο μανάβης της γειτονιάς, ο μπαλωματής του «στενού».
Σωστή, πραγματική «γαλαρία», φιλοθεάμον κοινόν προέπεμπε ή υπεδέχετο το ξεκουβάλημα που ήρχετο ή που έφευγε. Αλλά και η νοικοκυρά που κουβαλούσε, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κριτικήν  έβαζε όλα της τα δυνατά στο αμπαλάρισμα.
Δεν ήτο αρκετό να έχει κανείς καινούργια ή πολλά έπιπλα. Τόσο το χειρότερο αν είχε παλαιά και λιγοστά. Η μεγάλη τέχνη ήτο να στοιβαχτούν έτσι στο κάρο μέσα όλα αυτά, ώστε να κρύβεται ό τι έπρεπε να κρυβεί, να φαίνεται και να ανεμίζεται ό τι έπρεπε να φανή. Ένα σε κάθε περίπτωσιν ήτο βέβαιον.
Οι αυτόκλητοι Ελλανοδίκαι της Κοινής Γνώμης της γειτονιάς δεν εγκατέλειπον τας θέσεις των πριν κατέβη από το κάρο και το τελευταίο τσουκάλι, ή εβράδυνον να καταλάβουν τα πρόχειρα θεωρεία των πολύ πιο πριν ξεπροβάλει ο πρώτος «τέντζερης».
Και όταν το απερχόμενο κάρο έκαμπτε την τελευταίαν γωνίαν της οδού, ήρχιζε πλέον η ελευθέρα και αχαλίνωτος κριτική. -Καλέ  δεν τά λεγα εγώ; -Εξέφερε γνώμην το λαδικό. Καλέ είδατε εκεί κουρέλια; Και να μας κάνη την αριστοκράτισσα!
 Ή ακόμη: -Άμ’ καλά την μυρίστηκα εγώ! Ήταν και λόγου της μια… παστρικιά! Είδες εκεί, είχε και μπάνιο! Μια τίμια γυναίκα, που ξέρει να τιμήσει το στεφάνι της, τι το ήθελε τα αχρείαστο; Ή τέλος –σπανιότερα περίπτωσης- εξεφράζετο και ο θαυμασμός: -Μπράβο να σου πω! Ήταν και φαινότανε… Από αλάτι ως πιπέρι, και από σκούπα ως φαράσι!». Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πατρίς», 1930... 
*Σερμαγιά = αρχικό χρηματικό κεφάλαιο επιχείρησης.
http://www.mixanitouxronou.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου