Τούρκος ποιητής, από τις σημαντικότερες φωνές της τουρκικής λογοτεχνίας τον 20ο αιώνα. Πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή....
για τις κομμουνιστικές του ιδέες και πέθανε εξόριστος στη Μόσχα. Θεωρείται ένα από τα ινδάλματα της τουρκικής Αριστεράς.Η ζωή του
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν (Nazim Hikmet Ran), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου 1902, στους κόλπους μιας ευυπόληπτης οθωμανικής οικογένειας της πόλης, με γερμανοπολωνικές ρίζες από τη μητρική πλευρά. Ο πατέρας του Χικμέτ Μπέης ήταν ανώτερος αξιωματούχος του Σουλτάνου και η μητέρα του Τζελίλ Χανίμ, εγγονή του γερμανικής καταγωγής οθωμανού στρατάρχη Μεχμέτ Αλή Πασά (Λούντβιχ Ντιτρόιτ, το γερμανικό του όνομα). Πέρασε πολλά από τα παιδικά του χρόνια κοντά στο παππού του στις διάφορες περιπλανήσεις του ως ανώτερος κρατικός αξιωματούχος στη Μικρά Ασία, λόγω της διάστασης των γονέων του.
Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και το 1918 αποφοίτησε από την Οθωμανική Ναυτική Σχολή. Ακολούθησε καριέρα αξιωματικού στο πολεμικό ναυτικό και εντάχθηκε στο πλήρωμα του καταδρομικού Χαμηδιέ. Ένα χρόνο αργότερα αρρώστησε σοβαρά και το 1920, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, απαλλάχθηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα για λόγους υγείας.
Το 1921 μαζί με δύο φίλους του ζήτησε να πολεμήσει στο πλευρό του Κεμάλ Ατατούρκ, που πολεμούσε τις Ελληνικές Δυνάμεις στη Μικρά Ασία. Μάλιστα, έγραψε κι ένα ποίημα, που εξυμνούσε τα στρατιωτικά κατορθώματα του τουρκικού στρατού και τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Ο Κεμάλ εκτίμησε πολύ τις πνευματικές του ικανότητές και αντί για το μέτωπο τον διόρισε διευθυντή ενός εξέχοντος σχολείου της Τουρκίας.
Ο Χικμέτ, που είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός για τις κομμουνιστικές του ιδέες, ήλθε γρήγορα σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς προϊσταμένους του. Τον Σεπτέμβριο του 1921 εγκατέλειψε την Τουρκία και με πρώτο σταθμό το Μπατούμι της Σοβιετικής Γεωργίας εγκαταστάθηκε τελικά στη Μόσχα, με σκοπό να μελετήσει από κοντά τα επιτεύγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Από το 1922 έως το 1925 σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στη Μόσχα, ενώ επηρεάστηκε καλλιτεχνικά από το κίνημα του ρωσικού φουτουρισμού, το οποίο εκπροσωπούσαν προσωπικότητες, όπως ο ποιητής Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και ο σκηνοθέτης Βσέβολοντ Μέγερχολντ.
Το 1924, μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα, ενώ ανέπτυξε κομμουνιστική δράση, για την οποίο συνελήφθη και παρέμεινε στη φυλακή για πολλά χρόνια. Το 1949 διαπρεπείς προσωπικότητες της τέχνης, όπως ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Πάμπλο Πικάσο και ο Πολ Ρόμπεσον ζήτησαν την απελευθέρωσή του.
Το 1951 αποφυλακίστηκε μετά την αμνηστία που χορήγησε στους πολιτικούς κρατούμενους η νέα κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές (ιδεολογικού προγόνου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογκάν). Τον ίδιο χρόνο, εγκατέλειψε την Τουρκία και εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Μόσχα. Το 1956, λίγο μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, ζήτησε από τους Τουρκοκυπρίους να ζήσουν ειρηνικά με τους Ελληνοκυπρίους και να υποστηρίξουν τον αγώνα τους για την αποτίναξη της Βρετανικής Κατοχής στο νησί.
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν πέθανε στη Μόσχα στις 3 Ιουνίου 1963 από καρδιακή προσβολή και τάφηκε στο ονομαστό κοιμητήριο της ρωσικής πρωτεύουσας Νοβοντονίτσκι. Το 2009 η κυβέρνηση Ερντογκάν τού απέδωσε μετά θάνατον και πάλι την τουρκική ιθαγένεια, η οποία του είχε αφαιρεθεί το 1959. Η επιθυμία του να ταφεί κάτω από ένα πλάτανο σ' ένα οποιοδήποτε νεκροταφείο της Μικράς Ασίας δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Το έργο του
Ο Χικμέτ υπήρξε έξοχος χειριστής της γλώσσας και σπουδαίος λυρικός ποιητής. Εισήγαγε τον ελεύθερο στίχο κι ένα ευρύ φάσμα νέων θεμάτων στην ποίηση, επηρεάζοντας σημαντικά την τουρκική λογοτεχνία της δεκαετίας του '30. Στην αρχή έγραφε πατριωτικά ποιήματα, αλλά στη συνέχεια, όταν γνώρισε στη Μόσχα τον ρωσικό φουτουρισμό, εγκατέλειψε τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, χρησιμοποιώντας εξαιρετικά πληθωρικές ποιητικές εικόνες, σε εντυπωσιακούς και απρόσμενους συσχετισμούς. Αργότερα, πάντως, ο τόνος αυτός μετριάστηκε. Η κριτική τον έχει χαρακτηρίσει ως «ρομαντικό κομουνιστή» και «ρομαντικό επαναστάτη».
Εκτός από ποίηση, ο Χικμέτ έγραψε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Οι Ρομαντικοί και ορισμένα θεατρικά έργα, το πιο γνωστό από τα οποία έχει τον τίτλο «Άραγε υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;» Μετά τον θάνατό του όλα του έργα, που ήταν προηγουμένως απαγορευμένα από τη λογοκρισία, εκδόθηκαν και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Τουρκία.
Στα ελληνικά, ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος και ορισμένα από αυτά μελοποίησαν ο Μάνος Λοΐζος και ο Θάνος Μικρούτσικος.
Το ποίημά του Kız Çocuğu (Το μικρό κορίτσι) είναι μια έκκληση για την ειρήνη από ένα επτάχρονο κοριτσάκι, δέκα χρόνια μετά το θάνατό του στη Χιροσίμα. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά αντιπολεμικά τραγούδια και το έχουν ερμηνεύσει σπουδαίοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα, όπως η Τζόαν Μπαέζ, οι The Byrds, ο Πολ Ρόμπσον, οι This Mortal Coil, και The Fall. Στον αγγλόφωνο κόσμο είναι γνωστό με τους τίτλους I Come and Stand At Every Door, I Come and Stand At Your Door και Hiroshima Girl. Την προσαρμογή των στίχων έκανε ο Μπομπ Σίγκερ, ενώ η μουσική βασίζεται σε λαϊκό σκοπό της Σκωτίας.
Το 2001 ο γνωστός Τούρκος πιανίστας και συνθέτης Φαζίλ Σαί, συνέθεσε το ορατόριο Ναζίμ, σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ
Γιὰ τὴ ζωή
(ἀπόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Τὶς πιὸ ὄμορφες μέρες μας δὲν τὶς ζήσαμε ἀκόμα
Κι ἂχ ὅ,τι πιὸ ὄμορφο θά ῾θελα νὰ σοῦ πῶ
Δὲ στό ῾πα ἀκόμα.
Γιὰ τὴ ζωή
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ᾿ ἕναν τοῖχο
μὲ τὰ χέρια σου δεμένα
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι,
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ θὰ φυτεύεις, σὰ νὰ ποῦμε,
ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου
Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου
Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις
Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι
Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει
πιότερο στὴ ζυγαριά.
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους
πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα
πιὸ λυπημένα
πιὸ διαρκῆ.
* * *
Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα.
Χωρὶς ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ ζήσω,
ὅμως ποτὲ χωρὶς τραγούδια·
μοὔτυχε ν᾿ ἀπιστήσω κάποτε
στὴν πολυαγαπημένη μου,
ὅμως ποτέ μου στὸ τραγούδι
ποὺ τραγούδησα γι᾿ αὐτήν·
οὔτε ποτὲ καὶ τὰ τραγούδια
μ᾿ ἀπατήσανε.
* * *
Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους
πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα.
* * *
Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τίποτα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα νὰ πιῶ
καὶ νὰ γευτῶ
ἀπ᾿ ὅσες χῶρες γνώρισα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα ν᾿ ἀγγίξω
καὶ νὰ νιώσω
τίποτα, τίποτα
δὲ μ᾿ ἔκανε ἔτσι εὐτυχισμένον
ὅσο τὰ τραγούδια...
Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα:
«πάει να σπάσει το κεφάλι μου, σβήνει η καρδιά μου,
Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω».
Θα ζήσεις, καλή μου, θα ζήσεις,
Η ανάμνησή μου σαν μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις, αδελφή με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου
Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ’να χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.
Ο θάνατος
Ενας νεκρός που τραμπαλίζεται στην άκρη του σκοινιού
σε τούτον ῾δω το θάνατο δεν αντέχει η καρδιά μου.
Μα να ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
αν το μαύρο και μαλλιαρό χέρι ενός φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλειά
άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια του Ναζίμ να δουν το φόβο.
Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου και σένα.
Και δε θα πάρω μαζί μου κάτου από το χώμα
παρά μόνο την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού.
Γυναίκα μου
Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά
Μέλισσά μου με τα μάτια πιο γλυκά απ' το μέλι
Τί κάθησα και σου 'γραψα πως ζήτησαν το θάνατό μου.
Η δίκη μόλις άρχισε
Δεν κόβουν δα και στα καλά καθούμενα έτσι το κεφάλι
όπως ένα γογγύλι.
Έλα, έλα, μη μου σκας
Αυτά είναι μακρινά ενδεχόμενα.
Αν έχεις τίποτα λεφτά
Αγόρασέ μου ένα μάλλινο σώβρακο
Μου μένει ακόμα κείνη η ισχιαλγία στο πόδι
Και μην ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
Δεν πρέπει να ’χει μαύρες έγνοιες.
Μονάκριβή μου, Ναζίμ Χικμέτ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ
Γιὰ τὴ ζωή
(ἀπόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Τὶς πιὸ ὄμορφες μέρες μας δὲν τὶς ζήσαμε ἀκόμα
Κι ἂχ ὅ,τι πιὸ ὄμορφο θά ῾θελα νὰ σοῦ πῶ
Δὲ στό ῾πα ἀκόμα.
Γιὰ τὴ ζωή
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ᾿ ἕναν τοῖχο
μὲ τὰ χέρια σου δεμένα
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι,
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ θὰ φυτεύεις, σὰ νὰ ποῦμε,
ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου
Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου
Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις
Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι
Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει
πιότερο στὴ ζυγαριά.
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους
πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα
πιὸ λυπημένα
πιὸ διαρκῆ.
* * *
Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα.
Χωρὶς ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ ζήσω,
ὅμως ποτὲ χωρὶς τραγούδια·
μοὔτυχε ν᾿ ἀπιστήσω κάποτε
στὴν πολυαγαπημένη μου,
ὅμως ποτέ μου στὸ τραγούδι
ποὺ τραγούδησα γι᾿ αὐτήν·
οὔτε ποτὲ καὶ τὰ τραγούδια
μ᾿ ἀπατήσανε.
* * *
Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους
πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα.
* * *
Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τίποτα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα νὰ πιῶ
καὶ νὰ γευτῶ
ἀπ᾿ ὅσες χῶρες γνώρισα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα ν᾿ ἀγγίξω
καὶ νὰ νιώσω
τίποτα, τίποτα
δὲ μ᾿ ἔκανε ἔτσι εὐτυχισμένον
ὅσο τὰ τραγούδια...
ΜΟΝΑΚΡΙΒΗ ΜΟΥ....
Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα:
«πάει να σπάσει το κεφάλι μου, σβήνει η καρδιά μου,
Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω».
Θα ζήσεις, καλή μου, θα ζήσεις,
Η ανάμνησή μου σαν μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις, αδελφή με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου
Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ’να χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.
Ο θάνατος
Ενας νεκρός που τραμπαλίζεται στην άκρη του σκοινιού
σε τούτον ῾δω το θάνατο δεν αντέχει η καρδιά μου.
Μα να ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
αν το μαύρο και μαλλιαρό χέρι ενός φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλειά
άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια του Ναζίμ να δουν το φόβο.
Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου και σένα.
Και δε θα πάρω μαζί μου κάτου από το χώμα
παρά μόνο την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού.
Γυναίκα μου
Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά
Μέλισσά μου με τα μάτια πιο γλυκά απ' το μέλι
Τί κάθησα και σου 'γραψα πως ζήτησαν το θάνατό μου.
Η δίκη μόλις άρχισε
Δεν κόβουν δα και στα καλά καθούμενα έτσι το κεφάλι
όπως ένα γογγύλι.
Έλα, έλα, μη μου σκας
Αυτά είναι μακρινά ενδεχόμενα.
Αν έχεις τίποτα λεφτά
Αγόρασέ μου ένα μάλλινο σώβρακο
Μου μένει ακόμα κείνη η ισχιαλγία στο πόδι
Και μην ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
Δεν πρέπει να ’χει μαύρες έγνοιες.
Μονάκριβή μου, Ναζίμ Χικμέτ
ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ
Τι όμορφο που είναι να ζεις
να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο
τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Κι όμως είναι ν’απορείς πως αυτό το ωραίο τραγούδι
πως αυτή η ζωή η γεμάτη χαρά
έχει γίνει σκληρή
έχει γίνει φτηνή
και τόσο πικραμένη
που νά `ναι σιχαμένη
Το όμορφο που είναι να ζεις
να σου λένε καλημέρα του κόσμου τα χείλη
τη ζωή να την κάνεις τραγούδι χαράς
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις
Τι όμορφο που είναι να ζεις
να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο
τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Κι όμως είναι ν’απορείς πως αυτό το ωραίο τραγούδι
πως αυτή η ζωή η γεμάτη χαρά
έχει γίνει σκληρή
έχει γίνει φτηνή
και τόσο πικραμένη
που νά `ναι σιχαμένη
Το όμορφο που είναι να ζεις
να σου λένε καλημέρα του κόσμου τα χείλη
τη ζωή να την κάνεις τραγούδι χαράς
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις
Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο `χω πει ακόμα.