Του "Γ" (Επιλογή και σύνδεση κειμένων, εικόνων και βίντεο)
Θεσσαλονίκη Μάης του 1936. Οι καπνεργάτες προχωρούν σε συγκεντρώσεις και μαζική απεργία. ....
Σε μια από τις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις που έγιναν και συγκεκριμένα σε αυτή στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, άρχισαν να πυροβολούν το πλήθος. Ο απολογισμός ήταν 12 νεκροί και πολλοί τραυματίες.
Σε μια από τις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις που έγιναν και συγκεκριμένα σε αυτή στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, άρχισαν να πυροβολούν το πλήθος. Ο απολογισμός ήταν 12 νεκροί και πολλοί τραυματίες.
Μετά από αυτό , τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν απερίγραπτα. Την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης, αφιερώνοντας το εξώφυλλο του σε αυτά τα γεγονότα απεικονίζει σε μια φωτογραφία μια μάννα , να κλαίει πάνω από το νεκρό παιδί της.
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, βλέποντας τη σκληρή εικόνα εμπνέεται. Κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και συγγράφει τον "Επιτάφιο". Όπως ο ίδιος λέει, "είχε κλειστεί στη σοφίτα του δύο μερόνυχτα και έγραφε, χωρίς να φάει και να κοιμηθεί... "
Ο Επιτάφιος είναι ένα ποίημα δομημένο σε 10 ενότητες(απόγνωση,νεκρό σώμα ,μοίρα ,απουσία, θρήνος ,ύβρις ,μοιρολόι,μετασχηματισμός, ανάσταση) και 20 μέρη που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου του 1936. Τα πρώτα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αριθμός ρεκόρ, για την εποχή.
Όμως, εκείνη την περίοδο, ανακηρύχθηκε δικτάτορας ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα "ανατρεπτικά" βιβλία. Η οριστική μορφή του ποιήματος, εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα, το 1956.
Το ποίημα αυτό είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό.Τον Επιτάφιο μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
ΤΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΜΕΡΟΣ 1ο. Ο Θάνατος: Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος της είναι νεκρός
"Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;"
ΜΕΡΟΣ 2ο. Η Απόγνωση: Η μάνα σε αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της, για το νεκρό παιδί της.
Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;
Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.
Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.
ΜΕΡΟΣ 3ο. Το Νεκρό Σώμα: Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιου της, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό:
Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα ... Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο ... Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
ΜΕΡΟΣ 4ο. Η Μοίρα: Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και αναρωτιέται:
Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψε
ΜΕΡΟΣ 5ο. Η Απουσία: Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
ΜΕΡΗ 6ο,7ο,8ο. Ο Θρήνος: Στο έκτο, έβδομο και όγδοο μέρος αρχίζει ο θρήνος της μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του έργου:
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω, ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω
Ποῦ πέταξε τ' ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ' ἀφήνει; Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη
ΜΕΡΟΣ9ο. Η Ύβρις: Στο ένατο μέρος η μάνα —δεύτερο κύριο σημείο του έργου— απευθύνεται στον Θεό:
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:
Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.
ΜΕΡΗ 10ο,11ο,12ο,13ο. Το Μοιρολόι: Στα τέσσερα αυτά μέρη, αρχίζει πια το μοιρολόι:
Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι, ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει
ΜΕΡΗ 14ο,15ο,16ο,17ο. Ο Μετασχηματισμός: Στα επόμενα τέσσερα μέρη, η μητέρα, μετά το μοιρολόι, αρχίζει και μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο, και περνά λίγο πριν την Ανάσταση.
Καὶ τὸ καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε τὸ τιμόνι καὶ στοῦ πελάγου τὸ βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη
Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι, τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέρι
Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰν τὴ βάψω, καὶ νὰ χορέψω... Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω
Κόσμος περνᾶ καὶ μὲ σκουντᾶ, στρατός καὶ μὲ πατάει κ' ἐμέ τὸ μάτι οὐδέ γυρνᾶ κι οὐδέ σὲ παρατάει
ΜΕΡΗ 18ο,19ο,20ο. Η Ανάσταση: Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του:
Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω, γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω
Νἆχα τ'ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα
Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα – μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα
O ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΣΤΟ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ " ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ" .......
Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική. Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσο της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ"
... ΓΙΕΜΟΥ ΣΤ ΑΔΕΡΦΙΑ ΣΟΥ ΤΡΑΒΩ ΚΑΙ ΣΜΙΓΩ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΜΟΥ
ΣΟΥ ΠΗΡΑ ΤΟ ΝΤΟΥΦΕΚΙ ΣΟΥ ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΕΣΥ ΠΟΥΛΙ ΜΟΥ....
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι, -
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ’ εσένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, -
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Και γω η φτωχή και γω η λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ όλους,
με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους
Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια
που μου ’καναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.
Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.
Κι ως το ’θελες (ως το ’λεγες τα βράδια με το λύχνο)
ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.
Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρύζω.
Γιέ μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου· κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.
"Γ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.