Παρασκευή
8 Φεβρουαρίου του 1980, σε ηλικία μόλις 44 ετών ο Αρχάγγελος της Κρήτης όπως
τον "βάφτισε" η Τζένη Καρέζη "φεύγει" απ' τη ζωή μετά από
σκληρή μάχη με τον καρκίνο...η ψυχή του και η φωνή του όμως παραμένει ζωντανή
στις ψυχές των Κρητών σε ολόκληρο τον κόσμο που τον σιγοτραγουδούν ακόμη και
σήμερα, κρατώντας άσβηστη την φλόγα της κρητικής λεβεντιάς.!!!.......
Γεννήθηκα στο
βλέφαρο του κεραυνού, /σβήνω κυλώντας στα νερά.
Ανέβηκα στην κορυφή
της συννεφιάς /σαλτάροντας με τις τριχιές
του λιβανιού, /πήρα το δρόμο της σποράς........
.....Κοιμήθηκα στο
προσκεφάλι
του σπαθιού,
είχα τον ύπνο του
λαγού.
Αγνάντευα την
πυρκαγιά
της θεμωνιάς
αμίλητος την ώρα της
συγκομιδής,
πήρα ταγάρι
ζητιανιάς.
Αντάμωσα τον χάρο
της ξερολιθιάς,
το άλογο στ' αλώνι
να ψυχομαχεί,
πήρα ταγάρι
ζητιανιάς.
Όπως ο ίδιος αφηγούνταν, στην αρχή τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
« ... Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες, σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και ‘μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά - σιγά ν΄ αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική».
Τέλη του 1958 έρχεται η πρώτη ηχογράφηση. Είναι το τραγούδι "Κρητικοπούλα μου" ("μια μαυροφόρα όταν περνά"). Λίγο νωρίτερα είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο και το 1960 έρχεται στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος και έξι χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ.
Φωνή αντίστασης
H φωνή του Ξυλούρη στην καρδιά της χούντας γίνεται σημαία αντίστασης.
Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια», του Γ. Μαρκόπουλου σε στίχους K. X. Μύρη.
Συμμετέχει στο «Διάλειμμα», πάντα σε μουσική του Μαρκόπουλου και στίχους των K. X. Μύρη, Μ. Ελευθερίου, Γ. Σκούρτη, Ερ. Θαλασσινού και του συνθέτη, ενώ συνεργάζεται με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας».
Το καλοκαίρι του 1973, κι ενώ η αμερικανοκίνητη χούντα των συνταγματαρχών ήταν και έδειχνε ακόμα πανίσχυρη , η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανεβάζουν στο θέατρο “Αθήναιον” το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη “το μεγάλο μας τσίρκο”. Στο έργο αυτό, μέσα από σατιρικά και δραματικά νούμερα και τραγούδια γινόταν μια αναδρομή στην ιστορία της Ελλάδας από την Τουρκοκρατία, τον Όθωνα και τους υπόλοιπους κυβερνήτες της ανεξάρτητης Ελλάδας ως την Μικρασιατική καταστροφή, τον πόλεμο του ’40 και το – τότε – σήμερα… Η μουσική του έργου ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου και τα τραγούδια της παράστασης απέδιδαν ο Νίκος Ξυλούρης και τα μέλη του θιάσου. Τα σκηνικά της παράστασης ήταν του Ευγένιου Σπαθάρη και στο θίασο πρωταγωνιστικούς ρόλους είχαν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Στέλιος Κωνσταντόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.
Εντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα χαρακτηρίζει τον Ν. Ξυλούρη και κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Τραγουδά το σπουδαίο έργο «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή - μελοποίηση ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, γραμμένα κατά την εξορία του στη Λήμνο. Είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά:«Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, γύρω σε κάθε βήμα το συρματόπλεγμα, γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα, γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα... πολύ κρύο εφέτος...». «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να 'ναι κι από αίμα. Ολο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα»...
Το 1975 παρουσιάζει ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα που θυμάμαι τραγουδώ». Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, κυκλοφορεί ο «Ερωτόκριτος», ενώ, παράλληλα, τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη», σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου. Ακολουθούν τα «Ερωτικά», οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Γ. Μαρκόπουλου, τα «Αντιπολεμικά» των Λ. Κόκκοτου - Δ. Χριστοδούλου, τα «Ξυλουρέικα». Μετά το θάνατό του, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, κυκλοφόρησε το «Σάλπισμα», σε μουσική Λουκά Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη, κ.ά. H «Μπαλάντα του κυρ Μένιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα.
(Ο Κώστας Βάρναλης, που αποσύρθηκε στο βασίλειο της σιωπής το Δεκεμβριο του 1974, σε ηλικία 91 χρονών, ήταν ο τελευταίος της ανεπανάληπτης λογοτεχνικής τετράδας (Καζαντζάκης, Σικελιανός, Αυγέρης, Βάρναλης) και υπήρξε μιά ρωμαλέα και ισχυρή προσωπικότητα από τις πιό σεβάσμιες των γραμμάτων μας. Γεννήθηκε το 1883 στον Πύργο της Βουλγαρίας - Μπουργκάς - και σπούδασε στή φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας ανακηρύχτηκε διδάκτορας. Αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, όπου παρακο λούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας, και υπηρέτησε σε διάφορα Γυμνάσια και στο Διδασκαλείο Μεσης Εκπαιδεύσεως. Οι γνώσεις του και η σοφία του θα του άνοιγαν το δρόμο του πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά οι ιδεολογικές του πεποιθήσεις στάθηκαν αφορμή γιά την αντίδραση και τη στενοκεφαλιά της δικτατορίας του Παγκάλου, η οποία ύστερα από συκοφαντίες γιά δήθεν αντεθνικότητα και άλλες ανοησίες, τον έδιωξε το 1926 από την υπηρεσία του, κι έκτοτε έζησε εργαζόμε νος ως δημοσιογράφος και χρονογράφος.)
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γη.
...ο Nίκος Ξυλούρης δεν σπούδασε σχεδόν τίποτε, ούτε καν τις εγκύκλιες σπουδές ολοκλήρωσε. Εντούτοις, η τραγουδιστική φωνή του δασκάλεψε χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια Έλληνες, και όχι γιατί η δύναμη της τέχνης που υπηρέτησε ήταν μεταδοτική.
Στο συμπλήρωμα του χρόνου, μετά τη νομοτελειακή σχεδόν επικράτεια της ευτέλειας και της επιπολαιότητας, η φωνή του παραδίδει ξανά μαθήματα ήθους και ειλικρίνειας, επαναφέρει στο προσκήνιο την Ελλάδα, που ψάχνει, στα τυφλά αλλά μανιωδώς, να δασκαλέψει τα παιδιά της στους χαλεπούς καιρούς που την τυραννούν. Και τούτο, γιατί δεν είδε το τραγούδι σαν επάγγελμα, το έβλεπε, έλεγε, ως γιακιλίκι και ερμήνευε ευθύς τη λέξη: έρωτας και πάθος, γιατί το κρητικό τραγούδι, συνήθιζε να λέει, είναι ταυτόχρονα κοινωνικό κι ερωτικό.
"Εφυγε" τον Φεβρουάριο του ’80, ανάμεσα σε φίλους.
Πώς αλλιώς, ε; (!)
«έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά»...
Ήρθε κι έφυγε, σαν φλόγα σπινθήρισε, φούντωσε, έλαμψε, έσβησε. Έτσι, λίγο διαρκούν οι δυνατές φλόγες. Ήταν, χωρίς ίσως να το θέλει η συνείδηση της Κρήτης...
...είχα την τιμή, την τύχη και το προνόμιο σε μικρή ηλικία όταν ερχόμασταν διακοπές στην Ελλάδα να γνωρίσω προσωπικά το Νίκο Ξυλούρη, το Νικόλα για μας...θυμάμαι έναν άντρα αγέρωχο, λεβέντη, σεμνό, ταπεινό στις εκδηλώσεις λατρείας και θαυμασμού...μ' ένα βλέμμα καθάριο, το πιο καθαρό βλέμμα που έχω δει ποτέ σε άνθρωπο...όλα αυτά τότε δεν τα πολυκαταλάβαινα κι αν θέλετε με ξένιζαν κιόλας, ίσως να τα θεωρούσα και υπερβολικά γιατί για μένα ο Νικόλας δεν ήταν το είδωλο, ο αγωνιστής, ο ιδεολόγος ήταν απλά ο Νικόλας, ο φίλος της οικογένειας...αργότερα μεγαλώνοντας κι εντρυφώντας στη ζωή και το έργο του, μπόρεσα να καταλάβω και να δικαιολογήσω όλα όσα συνέβαιναν τότε και να μακαρίζω την τύχη μου γιατί το μόνο που αξίζει τελικά στη ζωή όσο ψηλά κι αν βρίσκεται κανείς είναι να παραμένει...ΑΝΘΡΩΠΟΣ.!
ΠΗΓΗ: http://sottovoce6.blogspot.gr/
«... Πήρα το δρόμο της σποράς»
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στα Ανώγεια Ηρακλείου στις 7 Ιουλίου κάπου στο τέλος της δεκαετίας του '30. Η ημερομηνία γέννησης του δεν είναι ακριβής γιατί το φθινόπωρο του 1941 το χωριό Ανώγεια καταστράφηκε και μαζί του καταστράφηκαν και τα χαρτιά όλων των κατοίκων του χωριού. Ετσι χάθηκαν και χαρτιά του Νίκου Ξυλούρη με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ημερομηνία γέννησης του.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στα Ανώγεια Ηρακλείου στις 7 Ιουλίου κάπου στο τέλος της δεκαετίας του '30. Η ημερομηνία γέννησης του δεν είναι ακριβής γιατί το φθινόπωρο του 1941 το χωριό Ανώγεια καταστράφηκε και μαζί του καταστράφηκαν και τα χαρτιά όλων των κατοίκων του χωριού. Ετσι χάθηκαν και χαρτιά του Νίκου Ξυλούρη με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ημερομηνία γέννησης του.
Η οικογένεια του Ξυλούρη ήταν φτωχή και γενικά τα χρόνια εκείνα του 1930 ήταν δύσκολα για τους Ανωγιανούς. Λίγο το λάδι, λίγο το ψωμί, ο τόπος ξερός για να φυτέψεις, να ποτίσεις και το χωριό εντελώς κατεστραμμένο. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης ο Νίκος Ξυλούρης κάνει τα πρώτα του βήματα.
Σε νεαρή ηλικία , στην τρίτη μόλις τάξη, παρακαλεί τους γονείς του να του πάρουν μια λύρα και να τον αφήσουν να συνεχίσει την δουλειά του παππού του. Αλλά ο πατέρας του, Γιώργος Ξυλούρης, είναι ανένδοτος, θέλει ο γιος του να μάθει γράμματα και να σπουδάσει. Τελικά όμως ο Νίκος, με τη βοήθεια του δασκάλου του, ο οποίος πίστεψε στο ταλέντο του, καταφέρνει να πείσει τον πατέρα του. Ετσι ένα πρωινό αγοράζει από το Ηράκλειο την πιο όμορφη λύρα. Τα όνειρα του Νίκου παίρνουν σάρκα και οστά. Το τραγούδι γίνεται από εκείνη τη στιγμή ο σκοπός της ζωής του. Κανείς πια δεν μπορεί να τον εμποδίσει. Αλλά ούτε και ο ίδιος θα μπορούσε να φανταστεί πως με το τραγούδι του θα έφερνε μια μέρα μηνύματα αγάπης και λευτεριάς και θα ξεσήκωνε ολόκληρη την Ελλάδα.
Όπως ο ίδιος αφηγούνταν, στην αρχή τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
« ... Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες, σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και ‘μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά - σιγά ν΄ αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική».
Τέλη του 1958 έρχεται η πρώτη ηχογράφηση. Είναι το τραγούδι "Κρητικοπούλα μου" ("μια μαυροφόρα όταν περνά"). Λίγο νωρίτερα είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο και το 1960 έρχεται στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος και έξι χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ.
Φωνή αντίστασης
H φωνή του Ξυλούρη στην καρδιά της χούντας γίνεται σημαία αντίστασης.
Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια», του Γ. Μαρκόπουλου σε στίχους K. X. Μύρη.
Συμμετέχει στο «Διάλειμμα», πάντα σε μουσική του Μαρκόπουλου και στίχους των K. X. Μύρη, Μ. Ελευθερίου, Γ. Σκούρτη, Ερ. Θαλασσινού και του συνθέτη, ενώ συνεργάζεται με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας».
Το καλοκαίρι του 1973, κι ενώ η αμερικανοκίνητη χούντα των συνταγματαρχών ήταν και έδειχνε ακόμα πανίσχυρη , η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανεβάζουν στο θέατρο “Αθήναιον” το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη “το μεγάλο μας τσίρκο”. Στο έργο αυτό, μέσα από σατιρικά και δραματικά νούμερα και τραγούδια γινόταν μια αναδρομή στην ιστορία της Ελλάδας από την Τουρκοκρατία, τον Όθωνα και τους υπόλοιπους κυβερνήτες της ανεξάρτητης Ελλάδας ως την Μικρασιατική καταστροφή, τον πόλεμο του ’40 και το – τότε – σήμερα… Η μουσική του έργου ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου και τα τραγούδια της παράστασης απέδιδαν ο Νίκος Ξυλούρης και τα μέλη του θιάσου. Τα σκηνικά της παράστασης ήταν του Ευγένιου Σπαθάρη και στο θίασο πρωταγωνιστικούς ρόλους είχαν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Στέλιος Κωνσταντόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.
“Το Μεγάλο μας Τσίρκο” είχε μεγάλη απήχηση στο αθηναϊκό κοινό, και λόγω της μεγάλης προσέλευσης των θεατών οι παραστάσεις στο “Αθήναιον” χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων ως οι ” μαζικότερες – μέχρι το Πολυτεχνείο – πολιτικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας”. Σύντομα οι λογοκριτές της χούντας κατάλαβαν ότι το έργο δεν ήταν μια απλή κωμωδία αλλά περνούσε στον κόσμο αντιδικτατορικά μηνύματα και -αποφασίζωμεν και διατάσσωμεν - σταμάτησαν τις παραστάσεις. Οι πρωταγωνιστές του έργου συνελήφθησαν και η Τζένη Καρέζη κλείστηκε στη φυλακή για τρεις μήνες.. Το έργο ανεβαίνει ξανά από τον ίδιο θίασο μετά την πτώση της χούντας σε Αθήνα και επαρχία και γνωρίζει και πάλι τεράστια επιτυχία.
Τα τραγούδια μαζί με κάποια από τα συνοδευτικά νούμερα της παράστασης κυκλοφόρησαν σε βινύλιο το 1974, ενώ το 2003 έγινε επανέκδοση του δίσκου σε CD.Εντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα χαρακτηρίζει τον Ν. Ξυλούρη και κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Τραγουδά το σπουδαίο έργο «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή - μελοποίηση ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, γραμμένα κατά την εξορία του στη Λήμνο. Είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά:«Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, γύρω σε κάθε βήμα το συρματόπλεγμα, γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα, γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα... πολύ κρύο εφέτος...». «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να 'ναι κι από αίμα. Ολο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα»...
Το 1975 παρουσιάζει ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα που θυμάμαι τραγουδώ». Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, κυκλοφορεί ο «Ερωτόκριτος», ενώ, παράλληλα, τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη», σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου. Ακολουθούν τα «Ερωτικά», οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Γ. Μαρκόπουλου, τα «Αντιπολεμικά» των Λ. Κόκκοτου - Δ. Χριστοδούλου, τα «Ξυλουρέικα». Μετά το θάνατό του, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, κυκλοφόρησε το «Σάλπισμα», σε μουσική Λουκά Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη, κ.ά. H «Μπαλάντα του κυρ Μένιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα.
(Ο Κώστας Βάρναλης, που αποσύρθηκε στο βασίλειο της σιωπής το Δεκεμβριο του 1974, σε ηλικία 91 χρονών, ήταν ο τελευταίος της ανεπανάληπτης λογοτεχνικής τετράδας (Καζαντζάκης, Σικελιανός, Αυγέρης, Βάρναλης) και υπήρξε μιά ρωμαλέα και ισχυρή προσωπικότητα από τις πιό σεβάσμιες των γραμμάτων μας. Γεννήθηκε το 1883 στον Πύργο της Βουλγαρίας - Μπουργκάς - και σπούδασε στή φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας ανακηρύχτηκε διδάκτορας. Αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, όπου παρακο λούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας, και υπηρέτησε σε διάφορα Γυμνάσια και στο Διδασκαλείο Μεσης Εκπαιδεύσεως. Οι γνώσεις του και η σοφία του θα του άνοιγαν το δρόμο του πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά οι ιδεολογικές του πεποιθήσεις στάθηκαν αφορμή γιά την αντίδραση και τη στενοκεφαλιά της δικτατορίας του Παγκάλου, η οποία ύστερα από συκοφαντίες γιά δήθεν αντεθνικότητα και άλλες ανοησίες, τον έδιωξε το 1926 από την υπηρεσία του, κι έκτοτε έζησε εργαζόμε νος ως δημοσιογράφος και χρονογράφος.)
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γη.
...ο Nίκος Ξυλούρης δεν σπούδασε σχεδόν τίποτε, ούτε καν τις εγκύκλιες σπουδές ολοκλήρωσε. Εντούτοις, η τραγουδιστική φωνή του δασκάλεψε χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια Έλληνες, και όχι γιατί η δύναμη της τέχνης που υπηρέτησε ήταν μεταδοτική.
Στο συμπλήρωμα του χρόνου, μετά τη νομοτελειακή σχεδόν επικράτεια της ευτέλειας και της επιπολαιότητας, η φωνή του παραδίδει ξανά μαθήματα ήθους και ειλικρίνειας, επαναφέρει στο προσκήνιο την Ελλάδα, που ψάχνει, στα τυφλά αλλά μανιωδώς, να δασκαλέψει τα παιδιά της στους χαλεπούς καιρούς που την τυραννούν. Και τούτο, γιατί δεν είδε το τραγούδι σαν επάγγελμα, το έβλεπε, έλεγε, ως γιακιλίκι και ερμήνευε ευθύς τη λέξη: έρωτας και πάθος, γιατί το κρητικό τραγούδι, συνήθιζε να λέει, είναι ταυτόχρονα κοινωνικό κι ερωτικό.
"Εφυγε" τον Φεβρουάριο του ’80, ανάμεσα σε φίλους.
Πώς αλλιώς, ε; (!)
«έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά»...
Ήρθε κι έφυγε, σαν φλόγα σπινθήρισε, φούντωσε, έλαμψε, έσβησε. Έτσι, λίγο διαρκούν οι δυνατές φλόγες. Ήταν, χωρίς ίσως να το θέλει η συνείδηση της Κρήτης...
...είχα την τιμή, την τύχη και το προνόμιο σε μικρή ηλικία όταν ερχόμασταν διακοπές στην Ελλάδα να γνωρίσω προσωπικά το Νίκο Ξυλούρη, το Νικόλα για μας...θυμάμαι έναν άντρα αγέρωχο, λεβέντη, σεμνό, ταπεινό στις εκδηλώσεις λατρείας και θαυμασμού...μ' ένα βλέμμα καθάριο, το πιο καθαρό βλέμμα που έχω δει ποτέ σε άνθρωπο...όλα αυτά τότε δεν τα πολυκαταλάβαινα κι αν θέλετε με ξένιζαν κιόλας, ίσως να τα θεωρούσα και υπερβολικά γιατί για μένα ο Νικόλας δεν ήταν το είδωλο, ο αγωνιστής, ο ιδεολόγος ήταν απλά ο Νικόλας, ο φίλος της οικογένειας...αργότερα μεγαλώνοντας κι εντρυφώντας στη ζωή και το έργο του, μπόρεσα να καταλάβω και να δικαιολογήσω όλα όσα συνέβαιναν τότε και να μακαρίζω την τύχη μου γιατί το μόνο που αξίζει τελικά στη ζωή όσο ψηλά κι αν βρίσκεται κανείς είναι να παραμένει...ΑΝΘΡΩΠΟΣ.!
ΠΗΓΗ: http://sottovoce6.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.