"Που καφές και
ζάχαρη τότε ... Τώρα πόχω όση
ζάχαρη και καφέ θέλω, τώρα έχω
ζάχαρο!!!"
"Γ"
Συνεχίζουμε και αυτό
το μήνα την
παρουσίαση του ημερολογίου (2009) του
Λαογραφικού Συλλόγου Πολυδρόσου, που
περιλαμβάνει αποσπάσματα από αφηγήματα
Γυναικών της Σουβάλας τα
οποία συγκέντρωσε και κατέγραψε
η Βασιλική Χριστοπούλου - Μερτζάνη, στο εξαιρετικό
και συλλεκτικό βιβλίο
της "Μια Σουβαλιώτισσα
θυμάται".
Αφηγείται η Βαρβάρα Κ. Αυγέρη, την οικογένεια της
οποίας ευχαριστούμε για το
φωτογραφικό υλικό που μας
παραχώρησε.
ήμασταν εμείς οι παλιότερες. Τώρα οι
γυναίκες κάθονται κι αποσταμένες
είναι.
Όρε σ’ ένα δεντρί περδικούλα μου
σ’ ένα δεντρί στον Παρνασσό
όρε σ’ ένα δεντρί στον Παρνασσό
έγειρα ν ‘αποκοιμηθώ
Όρεν ούτε’ έγειρα περδικούλα μου
όρεν ούτε έγειρα, ούτε πλάγιασα
όρε ούτε έγειρα, ούτε πλάγιασα
όρε ούτε τον ύπνο χόρτασα
Όρε κι άκουσα πέ – περδικούλα μου
κι άκουσα πέρδικα ζαλιά
όρε κι άκουσα πέρδικα ζαλιά
κλαίει θρηνεί μες τα βουνά
ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΑΛΕΚΟ ΚΙΤΣΑΚΗ
Το Σεπτέμβριο κατεβαίνανε
τα πρόβατα απ΄ τα
Καρκαβέλια στις πλαές, στο μαντρί, στου
Ζαχαράκη το μύλο.
Καθαρίζαμε καλά το
μαντρί , όλη η κοπριά
έξω κι΄αρχινάγαμε με τα ζά
να κουβαλάμε ταές, τριφύλλι, καρπό για
το χειμώνα. Ξεκινάγαμε πρωί-πρωί απ΄ το χωριό
με τα ζά
φορτωμένα. Άμα γεννάγανε
τα πρόβατα, αρμέγαμε,
έπαιρνα το γάλα
και τόφερνα στο
γαλατά στο χωριό, όποιος
μάζευε το γάλα
τον λέγανε γαλατά.
Στο σπίτι περιμένανε
οι δουλειές, να
μαζέψω τα παιδιά, πλύσιμο, μαγείρεμα , ύφαμα.
Κατά τις τρείς
πίσω στο μαντρί, να
ταίσω τ΄ αρνιά, να σκουπίσω, νάρθουν τα
πρόβατα να τ ΄αρμέξουμε.
Κλείναμε τα πρόβατα στο
μαντρί, ότι καιρό και νά
΄κανε, βροχή, χιόνι, κρύο, πίσω το βράδυ
στο χωριό. Άμα
πουλάγαμε τ΄αρνιά, τα φεύγαμε
στην Ασφακόλακα, Καρκαβέλια ,
Αρτοτέντα* . Πήζαμε εκεί το τυρί
και το βαίναμε
στον κάρκα* μέχρι
το Σεπτέμβριο.
Αρμέγαμε στο καρδάρι, το
στραγγίζαμε στο κακκαβάκι, το πήζαμε, το
μαζεύαμε στη τσαντήλα, για να
γίνει τυρί, την άλλη
μέρα το κόβαμε, το
αλατίζαμε σε δοχείο. Στο
βιδούρι πήζαμε γιαούρτι και
μυζήθρα απ΄ το τυρόγαλο.
Απάν΄ κατ΄ με τα παπούτσια
στο χερ΄ για να
μην τα χαλάσω. Φόρτωνα πατάτες, βλήτα , λουβιά*, για
παν΄ και ξύλα για
κατ΄. 'Οποτε πρόφταινα πήγαινα
και για κανένα
μεροκάματο. Ερχόμουν απο σιαπαν΄, ξεφόρτωνα τα
ξύλα, έπαιρνα λίγο τραχανά.. που
καφές και ζάχαρη, ματσάλαγα και
δρόμο για το χωράφι.
Κι εκεί
κρεμύδι και λιές
για φαί.
Μιά βολά ερχόμανε
απ΄ τη Αρτοτέντα με
τα παπούτσια στο
χέρι, τα ζά φορτωμένα
ξύλα. Εκεί παραπαν΄ απ΄ τη Κυριά, να ο γέρο
Θόδωρος ο Κονταξής με
το ραβδάκι του
και με τη
γυναίκα του. Τι ωραία
που περπατάτε στο
δάσος ξυπόλητη!! λέει
η γυναίκα.
Ο γέρο Θόδωρος
την αγριοκοίταξε και
τη σταμάτησε. Την ρωτάς
αυτή τη γυναίκα
από που έρχεται, τι
έφαγε, γιατί έχει τα
παπούτσια στο χέρι?
Εμείς καλά κοιμηθήκαμε, ήπιαμε τον καφέ
μας ...Θεός σχωρέστονε.
Όλοι ήμασταν φτωχοί
τότε, χωρίς καλοπέραση, χωρίς ντυμασιά*.
Το τυρί το
πουλάγαμε, βαστάγαμε λίγο για
μας, πουλάγαμε τ΄ αρνιά και
καμιά προβατίνα, αυτό ήταν
το εισόδημά μας. Δε
σφάζαμε να φάμε , περνάγαμε με
πατάτες, λουβιά, για να
τα πουλήσουμε να πάρουμε καμιά
πεντάρα.
Όταν ήταν άρωστος
ο Κώστας, έκανα
και τον τσοπάνη. Θυμάμαι ένα
βράδυ δε ΄ρχόντανε κάτω
όλα τα πρόβατα, ήμουνα στην
Ασφακόλακα. Τα μισά δε
κατεβαίνανε, έριχνε νερόχιονο,
άρχισε να σουρουπώνει, δραμούλα στο Γιώργο τον Τσόγκα να
με βοηθήσει.
Απελπίστηκα, έβαλα
τα κλάματα . Σκληρή
ζωή, ταλαιπωρία, αλλά τώρα
που καθόμαστε, δε
μας αρέσει.
Τώρα πάνε με τ΄
αυτοκίνητο στην Αρτοτέντα.
Μιά φορά θυμάμαι, 'επεσε ένα αυτοκίνητο
με πορτοκάλια σε μια
σούδα στο δρόμο
για την Αγόριανη, γιόμοσε ο
τόπος πορτοκάλια. Πήρα λίγα
και πήγα στο
μαντρί, μεγάλο πράμα να
φάμε πορτοκάλια, κάνα μήλο τρώγαμε απ΄ τις μηλιές μας,
όσο να γυρίσω
να πάρω κανένα ακόμα , φλούδα δεν
είχε μείνει!!
Τώρα δεν κάνει
να φάμε!
Ήμασταν κλαρίτες άνθρωποι, όλο
τον καιρό μέσα
στα κλαριά. Μη μ΄ λές
τώρα να πάω
σιαπάν΄, δεν θέλω να δώ έλατο
και πεύκο με
τις ταλαιπωρίες που
πέρασα.
Και την αφήγησή της η
Σουβαλιώτισσα Βαρβάρα Κ. Αυγέρη θα
κλείσει με το
τραγούδι "Βουναμ΄ μην
καμαρώνετε".
Βουνά μην καμαρώνετε,
μην το 'χετε καμάρι,
γιατί βουνό ήμουνα κι εγώ,
ψηλότερ' από τ' άλλα,
με τετρακόσιες δυό κορφές
κι εξήντα δυό βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο,
κάθε κορφή και κλέφτης
και στην ψηλότερη κορφή
αητός ήταν καθισμένος.
Η αφήγηση έγινε τους
μήνες Μάιο - Ιούνιο 1996.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ*
-"Ασφακόλακα, Καρκαβέλια, Αρτοτέντα". Τοποθεσίες στον
Παρνασσό.
- "Κάρκας"...Σπηλιά, φυσικό ψυγείο με
πολύ χαμηλές θερμοκρασίες
στον Παρνασσό.
"Λουβιά". Φασολάκια.
-"Ντυμασιά". Ενδυμασία.
ΕΜΕΙΣ ΒΡΗΚΑΜΕ
ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΜΕ ΕΝΑ
ΣΠΑΝΙΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ " ΒΟΥΝΑΜ' ΜΗΝ
ΚΑΜΑΡΩΝΕΤΕ" ΑΠΟ ΜΙΑ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ
ΓΟΡΓΟΡΕΤΑ.
Βασιλική
Μερτζάνη: Γεννήθηκε στην Πολύδροσο Παρνασσού. Επί 15 χρόνια ήταν
Γεν. Γραμματέας της ΧΕΝ Αθηνών και εν συνεχεία Πρόεδρος. Έχει τελειώσει σχολή
γραμματέων και έχει δυο παιδιά. Το ενδιαφέρον της για το περιβάλλον ενισχύθηκε
λόγω της ειδικότητας του γιου της (Δρ. βιολόγος) με το δάσος και τα μεγάλα
θηλαστικά. Από το 1999 μέλος των Φίλων και εθελόντρια στις Βιβλιαγορές και στις
ξεναγήσεις των μαθητών στο Μουσείο. Είναι μέλος του Δ.Σ. των Φίλων και Υπεύθυνη
Τύπου από το 2004.
"Γ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.