ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ “ΠΑΝΑΟΥΛΑ”
ΣΤΗΝ ΕΛΑΤΕΙΑ
Γράφει ο Παν. Γεωρ.
Δημάκης
εύρεση στην Ελάτεια, μιας νυφικής
σαρακατσάνικης ποδιάς (φωτό 1-2) “παναούλας”, μαζί με άλλα αντικείμενα της
καθημερινής ζωής των Σαρακατσάνων, είναι τύχη αγαθή, μια τεκμηρίωση ακόμη, του
ελέγχου των οδών και διαβάσεων ΒΝ που ασκούσε η πόλη αυτή και όχι μόνον
περιγράφεται εκτενώς στην Αρχαία Γραμματεία, αλλά τώρα επεκτείνεται και στα
νεώτερα χρόνια, όπως προκύπτει, από την συλλογή και διάσωση μικρών, της
ιστορίας παραλειπομένων λεπτομερειών, οι όποιες, όταν εν καιρώ τεθούν συνολικά
στο πολύχρωμο και πολυποίκιλο ψηφιδωτό, που συνθέτει την άγραφη, ιστορία των
μικρών πατρίδων μέσα στην μεγάλη πατρίδα.
Η Ελάτεια λόγω θέσεως, δέχθηκε μεγάλο
αριθμό, λόγω και της ολιγανθρωπίας στα πρώτα μεταπαναστατικά χρόνια. Από
τους σκηνίτες ποιμένες, αφού είναι γνωστό ότι στα εύφορα μέρη, η ζωή
απεχθάνεται τα κενά.
Για πολλά χρόνια στα πέριξ αλλά και μέσα στην πόλη,
υπήρχαν οι βεργόπλεχτες καλύβες, των φερέοικων ποιμένων, οι οποίοι, την
άνοιξη και το Φθινόπωρο, γέμιζαν τη μεγάλη βλαχόστρατα
Φωτό
1-2 Οι Σαρακατσάνικες ποδιές, “παναούλες” ήσαν γιορτινές και νυφιάτικες, οι
δεύτερες ξεχώριζαν, από τα έντονα ερυθρά κεντήματα και χρώματα, σε μαύρο
“μαλλίτικο σκουτί”, όπου λευκά, χαλκόχροα, και βαθυκόκκινα “σεράδια” γαϊτάνια,
εφαίδρυναν την δωρική και Primitif αυστηρότητα του σχεδίου. Η αρμονική διάταξη στο
κέντρο, στο “πλατύ”, ανάμεσα στα “κατσέλια”, των “κεφαλιών” κοσμημένων με
Ήλιους και Σταυρούς φαίνεται ότι ασκούσαν μία αρχετυπική αποτροπαϊκή πρακτική
για το κακό μάτι. Στις νυφιάτικες “παναούλες” μάλιστα, η διάταξη των κεφαλιών
φαίνεται, είναι προσωπική γνώμη αυτό, να υποδηλώνει το αμυντικό, αποτροπαϊκό
σύστημα, της προστασίας του αναπαραγωγικού θηλυκού συστήματος όπως καθαρά στην
εικόνα εμφανίζεται, για την διαιώνιση της εθνοτικής ομάδος. Η “παναούλα” της
Ελάτειας παρουσιάζει διαφορές και παραλλαγές από την αντίστοιχη της Θράκης, ενώ
του
Καλλιδρόμου και ο ήχος των κουδουνιών από τα ζώα, πρόβατα και φορτωμένα
αλογομούλαρα αντηχούσαν και σηματοδοτούσαν και την αλλαγή των εποχών. Αυτό
βέβαια ήταν μία πρακτική από την εποχή του Μύθου. Υπάρχει επίσης η μαρτυρία,
ενδεικτικά, που αφορά την ίδρυση της Θήβας, από τον Κάδμο, που ακολούθησε τα
κοπάδια προς Νότον του Φωκέα Πελάγοντα, που υποδηλώνει και την πανάρχαια σχέση
Φωκέων - Βοιωτών1 . Πολλοί από τους Σαρακατσάνους, παρά την γενική
κατεύθυνση προς το Τζαμάλι-Ορχομενό, παρέμειναν σε βοσκότοπους γύρω από την
Ελάτεια, όπου μέσα από την επιρροή του κοινωνικού περιγύρου, δέχτηκαν και μικτούς γάμους,
εντάσσοντας και την κουλτούρα τους στην τοπική παράδοση. Η επιγραφή επίσης του
Ευβούλου² (ΙGVII3171) επιβεβαιώνει τα
οδολόγια ΒΝ προς Τζαμάλι, Ορχομενο, ενώ στα νεώτερα χρόνια ο Η. Belle (φωτό 3
- σημ. Α) περιγράφει μία κατασκήνωση φερεοίκων ποιμένων στα Ελατικά Πεδία.
Ακόμη το 1876 ένα έγγραφο του Δημάρχου Ελάτειας επιβεβαιώνει τον ελέγχο του
χώρου, αυτά τα χρόνια. Οι στατιστικοί πίνακες που φαίνεται να αποτελούν και το τέλος του σχεδόν των μετακινήσεων των
Σαρακατσάνων από τα ορεινά τους λιβάδια, στο Τζαμάλι – Ορχομενό είναι
ενδεικτικά, αφού τώρα το Τζαμάλι3
ονομάστηκε Διόνυσος και οι πλάνητες Σαρακατσάνοι έγιναν μόνιμοι κάτοικοι,
κρατώντας πάντως το υπερήφανο και αγέρωχο του χαρακτήρος των. Μία επιφυλλίδα,
με κύριο θέμα μία νυφιάτικη «Παναγούλα»
των Σαρακατσάνων λόγω του χώρου πρέπει να επικεντρωθεί στα απαραίτητα, για την
αξιολόγηση της, την προσέγγιση και ερμηνεία της σημασίας της, ακόμη και σε μία
συνομιλία με τα ιστορημένα πάνω σ’ αυτήν σχέδια αρχετυπικά και αρχέγονα, που
μας φέρνουν πίσω στα χρόνια του Μύθου. Οι Σαρακατσάνοι, η συμπαγής αυτή
Ελληνική φυλετική ομάδα, έμειναν διαχρονικά ανεπηρέαστοι, από τις ανεπτυγμένες
τεχνικές και την πνευματικότητα του περιγύρου των, πεισματικά νομάδες, μέχρι
πρόσφατα πλάνητες και φερέοικοι, αρνούμενοι την συνάφεια με ομοειδείς
κατηγορίες ποιμένων, μακριά από μικτούς γάμους ακόμη και στην ενδυμασία και την
γαλακτοκομία, όπου κανέναν νεωτερισμό ή αλλαγή δεν γινόταν μέχρι πρόσφατα, απόδεκτή.
Έτσι τα τεκμήρια, εθνογραφικά και λαογραφικά, που προκύπτουν, μπορούν χάρις
στην συγκριτική έρευνα των μελετητών, να συνεισφέρουν πολύτιμα συμπληρώματα
και συμπεράσματα για τους προϊστορικούς κατοίκων του Ελλαδικού χώρου των
οποίων φαίνεται φέρουν τα γονίδια. Στα Σαρακατσάνικα τέχνεργα, ξυλόγλυπτα,
σκεύη χρήσεως του καθημερινού βίου,
υφαντά, υπάρχει μία αυστηρή εξάρτηση από σύμβολα και δεισιδαίμονες πίστεις,
παρ’ ότι είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, που υπαινίσσεται τα προθρησκευτικά στάδια
της μαγείας, δυνάμεις ευνοϊκές ή εχθρικές προς αυτούς, πράγμα που φαίνεται
φυσικό και συνακόλουθο με τον τρόπο της διαβίωσης του στην απεραντοσύνη των
ορέων και την εξάρτηση τους από φυσικά φαινόμενα. Το
πλήθος των ονομάτων του Σαρακατσάνων, που έφθαναν στο Τζαμάλι, που θεωρείται
ακόμη από τους εναπομείναντες, ως η
«Μέκκα» της περιπλάνησής των, μας υποχρεώνουν, λόγω του όγκου των, να τα
αναφέρουμε ενδεικτικά, σύμφωνα και με την λογική, μία επιφυλλίδος.
Ο Η. BELLΕ, «Ταξίδι στην Ελλάδα
1861-1874» σελ. 98, διέτρεξε την Κοιλάδα του Κηφισού και τα Ελατικά πεδία,
κατευθυνόμενος, προς την Δαύλεια. Στην πεδιάδα, παρά τον Ποταμό, συνάντησε μία
κατασκήνωση πλανήτων ποιμένων. Με ενάργεια καταγράφει τι είδε, διασώζοντας χρήσιμες
μικρές λεπτομέρειες, της συμπεριφοράς της ποιμενικής ομάδας, την ιεραρχία της
και άλλα, προσθέτοντας, ακόμη πρωτογενές υλικό, όπως την εκτροφή γαλόπουλων και
επισημαίνοντας τεράστιες ακαλλιέργητε εκτάσεις, δεκάδες χρόνια, που μετά, τα
εθνικά παραχωρητήρια, παρέμεναν χέρσες, από την έλλειψη μέσων και μεθόδων.
Παρατίθεται Σημ.1
το ενδιαφέρον κείμενο του H. BELLΕ.
Σημ. 1 «…Βιαστήκαμε ν’ απομακρυνθούμε
και να κατέβουμε προς τον Κηφισό, όπου
φθάσαμε σε λιγότερο από μια ώρα, γιατί η πρωινή δροσιά μας επέτρεπε να
ταχύνουμε το βήμα μας. Το ποτάμι δεν ήταν πια παρά ένα ρυάκι που έτρεχε πάνω σε
άσπρη άμμο ανάμεσα σε απότομες όχθες, σκεπασμένες με ανθισμένες ροδοδάφνες. Ως
εκεί που έβλεπε το μάτι, υπήρχαν μόνον ακαλλιέργητες εκτάσεις, σκεπασμένες με
ξερά αγκαθωτά χορτάρια και με ασφοδέλια αραιά και πού, κάποια χωριά
τριγυρισμένα από καλλιέργειες, στα οποία η κυριότερη απασχόληση των κατοίκων
είναι η εκτροφή γαλοπουλών που τα βλέπει κανείς να τρέχουν κατά χιλιάδες μέσα
στα χωράφια με την επίβλεψη κουρελιάρικων παιδιών. Αυτή η μεγάλη κοιλάδα που
ξεκινάει από τα υψώματα της Οίτης και φθάνει ως τις πεδιάδες της Βοιωτίας,
είναι φυσικό να χρησιμεύει σαν πέρασμα του πλήθους των βοσκών που εγκαταλείπουν
κάθε φθινόπωρο τα ορεινά βοσκοτόπια, για να ξαναγυρίσουν την άνοιξη' βρισκόμασταν,
λοιπόν, ακριβώς στην εποχή της μετακόμισης. Σε λίγο είδαμε πράγματι να
συγκεντρώνονται στους γύρω λόφους κοπάδια που προχωρούσαν προς ένα ορισμένο σημείο
πρόβατα με σκούρο μαλλί, άσπρα κριάρια με μαύρο κεφάλι, κατσίκες με κοντή
τρίχα, ψηλοί τράγοι με μακρύ γκριζογάλαζο τρίχωμα και με πλατιά γυριστά κέρατα
σαν των βούβαλων της Αφρικής. Σε μια μεγάλη έκταση ανάμεσα σε δύο γυρίσματα
του ποταμού συνωστίζονταν κιόλας χιλιάδες ζώα. Καθώς πλησιάζαμε, δώδεκα ή
δεκαπέντε τεράστια σκυλιά έτρεξαν καταπάνω μας, γαβγίζοντας άγρια. Τα δυνατά τετράγωνα
σαγόνια τους, τα τρομερά τους σκυλόδοντα, τα κατακόκκινα μάτια τους, η άγρια
όψη τους, έδιναν μια καλή ιδέα για το πόσο αποτελεσματικά φύλαγαν τα κοπάδια
από τους λύκους, μα και πόσο κινδύνευαν τα πόδια μας. Οι πέτρες που τους
έριξαν οι αγωγιάτες, τα εξαγρίωσαν ακόμη περισσότερο. Όσο για τους βοσκού που
κοίταζαν αμίλητοι, ακουμπισμένοι στις γκλίτσες τους, έμοιαζαν αδιάφοροι στις
προτροπές των χωροφυλάκων μας. Ο λοχίας έχασε την υπομονή του, διέταξε τους
άντρες του να γεμίσουν τα όπλα τους, και φώναξε σ’ έναν βοσκό: «Αν δε μαζέψεις
τα σκυλιά σου, θα τα σκοτώσω!»
Ο άνθρωπος σήκωσε αργά το κεφάλι και από τα
μάτια του πέρασε μια αστραπή θυμού. Μας κοίταξε χωρίς ν’ απαντήσει είμασταν
δεκαπέντε, από τους οποίους οι δέκα καλά οπλισμένοι. Έμπηξε μια στριγκλιά και
τα σκυλιά χώθηκαν γρυλίζοντας υπόκωφα μέσα στους θάμνους…».
1. Antoninus Liberalis 38-5 Παυσανίας ΙΧ 12-1 Απολλόδωρος
κ.α. σχετ. Γ τεύχος Αρχαιογνωσία Τ12 2003-2004
2. Ο Εύβουλος Αρχεδάμου, Φωκεύς από την Ελάτεια,
πλούσιος κτηνοτρόφος, φαίνεται ότι ασκούσε και τραπεζιτική της εποχής πρακτική.
Στο τέλος του ιερού πολέμου, σε ανταπόδοση δικαιώματος νομής, επινομίας, από
τους Ορχομενίους, στην περιοχή Τσαμάλι – Πολυγύρα, εδάνεισε την πόλη των
Ορχομενίων. Με την επινομία αυτή, διατηρούσε το δικαίωμα της βοσκής στα
πολυπληθή του ποίμνια, από πρόβατα, ίππους, βόες, αίγες, των οποίων ο αριθμός
έπρεπε να απογράφεται κάθε χρονιά. Η σημαντική αυτή προσωπικότητα που ανήκε στα
επιφανή γένη των Φωκέων, συμπληρώνει τα ονόματα των διακεκριμένων
γενών
και πολιτών της Ελατείας. Επίσης καταδεικνύει πόσο σημαντικά ήταν τα λιβάδια
του Ορχομενού όπως προκύπτει αναλυτικά από την επιγραφή Ι.G.VII 3171 τμήμα της οποίας παρατίθεται, για
τους φίλιστορες αναγνώστες, να λάβουν την αύρα της υπέροχης Βοιωτικής γραφής
της εποχής, που μας συνδέει τόσο ισχυρά με το παρόν.
«…Ευβώλυ
επινομίας έτια πέτταρα βούεσσι σούν ίππυς διακατίης ικάτι, προβάτυς σουν ήγυς
χειλίης. αρχί τω χρόνω ο ενιαυτός ο μετά Θύναρχον άρχοντα Ερχομενίυς απ [ο] –
γράφεσθη δε Εύβωλον κατ’ ενιαυτόν έκαστον πάρ τον ταμίαν κη τον νομώναν τά τε
καύματα των προβάτων κή ήταν ηγών κη ταν
βουών κή τάν ίππων κ[ή] κα τινά άσαμα ίωνθι, κή το πλείθος…».
3. Τσαμάλι ή Τζαμάλι,
πεδινό χωριό της Βοιωτίας ευρισκόμενο πλησίον της αρχαίας Τεγύρας (Φωτό 4), στα
όρια Φωκίδας Βοιωτίας. Μετονομάστηκε σε Διόνυσο, ενώ εμφανίζεται στον χάρτη του
Aldenhoven καθώς και σε χάρτη της
παλαιάς Οθωμανικής Επικρατείας erkan-I harbiye hartasi kustandiniye 1317, 1889) Ost Locris ως CAM-ALI. Τεγύρα, παρά την πόλη,
στον Δήλιο λόφο, λειτουργούσε το Τεγυραίον Μαντείον του Απόλλωνα, μέχρι τα
Περσικά και χρησμοδότησε, υπέρ της νίκης των Ελλήνων. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι
το Τεγυραίον Μαντείο, απεδείχθη κατά τον Πελοποννησιακόν Πολέμον, ανώτερον του
Δελφικού.Τσαμάλι – Πολυγύρα – Τεγύρα.
Υπέροχη συμπλοκή τοπωνυμικών θέσεων και
ονομάτων από τα προϊστορικά χρόνια, με τις Μυκηναϊκές συνηχήσεις, με το νεότερο
Τσαμάλι, που η τουρκική κατοχή κατέλιπεν ως όνομα, είναι ο σημαντικότερος
σταθμός των ποιμενικών μετακινήσεων, που μάλιστα έχει καταγραφεί σε σχετικά
νεώτερο στοιχείο των δεκάδων τεκμηρίων, περί των μετακινήσεων των πλανήτων
ποιμένων. Είναι η παρατεθειμένη φωτο 5 από έγγραφο του Δημάρχου Ελατείας, που
όριζε τον χώρο των Ελατικών πεδίων, Δημ. Κοτοπούλη, επιτρέπει στον σκηνίτη Αλ.
Καραθανάση «... να απέλθη ελεύθερος εις Θήβας…» το 1876. «...Πολυγύρα – Ασπληδών Στράβων ΙΧ 415 … Εύδειλος μετωνομάσθη
η χώρα, εκ του δειλινού κλίματος και μάλιστα το ευχείμερον. Ακριβώς αυτό το
“ευχείμερον”, που μας διασώζει το χωρίον του Στράβωνα, φαίνεται ότι ο λόγος της
συνεχούς κινήσεως, των πλανήτων, φερεοίκων ποιμενικών ομάδων από Β σε Ν και
αντίστροφα, προς τα πλούσια λιβάδια και λειμώνες των ορίων Φωκίδος – Βοιωτίας.
Βιβλιογραφία Ν.
Γιαννόπουλος Τα Φθιωτικά Αθήναι 1891 Κ. Αμάντου Μακεδονικά 1920, Δημ. Γεωργακά
Αρχείον Θρακικού Λαογρ. Θησαυρού τομ. ΙΒ΄και ΙΔ΄ Ν. Jorga Ηistoire des Roumains1919. Ι. Καμπούρογλου Ιστορία των
Αθηνών 1896, Ι Λαμπρίδου Ηπειρωτικά Μελετήματα, Α. Philippson
Thessalien und
Epirus
Berlin
1897, Π. Αραβαντινού Χρονογραφία Ηπείρου
1856, J.M. Fossey 1998 Topografihy and population of Ancient Boiotia vol.1 Αρχαιογνωσία Τ12 (20032004) Στράβων ΙΧ415.
Υ.Γ. Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον συμπατριώτη μας Σαρακατσάνο
δικηγόρο κ. Αριστ. Μαχά για την πολύτιμη βοήθειά του. Επίσης τον ερευνητή της
Ακ. Αθηνών αρχαιολόγο Γ. Ζάχο, την αρχαιολόγο του Ν.Μ. Αθηνών κα. Εύη Τσώτα για
την παραχώρηση στοιχείων που στήριξαν την εργασία αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.