Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΓΙΑ
ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ
Του Αλεξάνδρου Ι. Βαλάσκα
Επισμηναγού (ε.α.)
τ. Προέδρου
Λαογραφικού – Ιστορικού Συλλόγου Πολυδρόσου
Τρίτη 29 Μαίου 1453: Μια ημερομηνία τόσο μακρινή και για πολλούς
νεοέλληνες, δυστυχώς, και τόσο άγνωστη. Μια ημερομηνία ξεχωριστή, ίσως από τις
πιο ξεχωριστές, στην μακραίωνη ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Πεντακόσια εξήντα
χρόνια από την αποφράδα εκείνη Τρίτη της 29 Μαίού 1453. Μέγα κοσμοϊστορικό
γεγονός και αναμφισβήτητα μεγίστης σημασίας για την παγκόσμια ιστορία η Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Όπως έχει
γραφεί, η οριστική πτώση του Βυζαντίου μετέβαλε ριζικά την διεθνή κατάσταση και
συνετέλεσε στην δημιουργία νέων συνθηκών πολιτικής και πνευματικής ζωής για όλους
τους Ευρωπαϊκούς λαούς. Αλλά εάν η Άλωση ήταν σπουδαίο γεγονός για την παγκόσμια
ιστορία ήταν ίσως το σημαντικότερο και καθοριστικότερο αλλά συνάμα και το
τραγικότερο για την ιστορία του Ελληνισμού. Η Άλωση αυτή – όπως άλλωστε και
κάθε άλωση – δεν ήρθε ξαφνικά εκείνη την ημέρα του Μαίου του 1453. Προηγήθηκαν
αιώνες μαρασμού και συρρίκνωσης ώστε αυτό που ήταν άλλοτε Αυτοκρατορία, η
Αυτοκρατορία του κόσμου, η πανίσχυρη και παντοδύναμη για πάνω από χίλια χρόνια
να συρρικνωθεί και να εγκλωβισθεί μέσα στα τείχη της πρωτεύουσάς της, της
Κωνσταντινούπολης, και τελικά να υποκύψει πρώτα στις ληστρικές ορδές των βαρβάρων
Λατίνων στις 13 Απριλίου 1204 και στη συνέχεια στις ορδές των βαρβάρων Οθωμανών
στις 29 Μαίου 1453. Την πρώτη φορά στους «πασάδες» της Δύσης και τη δεύτερη
στους «πασάδες» της Ανατολής.
Σίγουρα η Άλωση
της Κωνσταντινούπολης και η πτώση του Βυζαντίου δεν ήταν τυχαίο γεγονός.
Μοιραία για το Βυζάντιο υπήρξε η εικονομαχία
και στους τελευταίους αιώνες της κατάπτωσης και της πτώσης του, η
θανάσιμη σύγκρουση των Ενωτικών και Ανθενωτικών, ο πρώτος διχασμός του Γένους,
βαθύτατα πνευματικός και γι’ αυτό και
πιο οδυνηρός. Ο σοβαρότερος όμως λόγος που οδήγησε το Βυζάντιο στο 1204 και στη
συνέχεια στο 1453 ήταν ότι εγκατέλειψε την παράδοσή του και εξασθένησε τους
θεσμούς με αποτέλεσμα να μην λειτουργούν οι πνευματικές και ηθικές αξίες της
Αυτοκρατορίας.
Η δόξα όμως του
Βυζαντίου είναι ότι τον Μάιο του 1453 βρέθηκε ένας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος να
το υπερασπισθεί. Να υπερασπισθεί την τιμή του και να το θάψει όπως του άξιζε.
“Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν
εστίν
Ουτ άλλου των κατοικούντων εν αυτή
Κοινή γαρ γνώμη, πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν
Και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”
απαντά ο Αυτοκράτορ στην πρόταση του πολιορκητή
ΜΩΑΜΕΘ Β΄ για την παράδοση της Βασιλεύουσας με ευνοϊκούς γι’ αυτόν όρους.
Η απάντηση του
Αυτοκράτορα είναι το νέον “ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ” του
Λεωνίδα. Είναι η
απάντηση που ενέταξε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στο πάνθεο των ηρώων του
Έθνους, στο χορό των αθανάτων του Γένους.
Χαρακτηριστικά επίσης
είναι τα λόγια του Αυτοκράτορα κατά την συνεδρίαση του «Συμβουλίου του
Στέμματος» που έγινε στην Αγιά Σοφιά προκειμένου ν’ αποφασισθεί η συνέχιση ή
όχι του πολέμου και στην οποία ακούσθηκαν και απόψεις συνθηκολόγησης με τον
Μωάμεθ και παράδοσης της Πόλης. Απαντώντας σ’ αυτές τις απόψεις ο Κωνσταντίνος
με πετρωμένη έκφραση λέγει:
”Βλέπω πως οι δειλοί βιάζονται να πέσουν στην αγκαλιά
του Μωάμεθ. Όμως τα Έθνη δεν σώζονται με συμβιβασμούς αλλά με αγώνες. Από τη
στιγμή που πολιορκηθήκαμε παρουσιάστηκε ανάμεσά μας καί περισσότερος ηρωισμός
αλλά και περισσότερη δειλία. Ο πόλεμος μας αναγκάζει να είμαστε είτε δειλοί
είτε ήρωες κι αυτό δείχνει τις δύσκολες ώρες που περνάμε. Από δω και πέρα οι
στιγμές θα είναι μεγάλες. Ας δώσει ο Θεός να μεγαλώσουμε ανάλογα και μεις.
Χίλια χρόνια Χριστιανισμού δόξασαν τούτο το κάστρο. Δεν γίνεται να το παραδόσω
στους άπιστους. Δεν φοβήθηκα ποτέ τον θάνατο. μόνο την ταπείνωση
φοβάμαι. Άμα σκλαβωθεί το Βυζάντιο, δεν θα μπορέσει μετά να διώξει η Ελλάδα τον
Τούρκο. Βαρειά θα πέσει η σκλαβιά στο Γένος μας. Όταν ένας λαός πιστέψει πως τα
υλικά αγαθά αξίζουν περισσότερο από την ελευθερία, γρήγορα θα χάσει και την
ελευθερία και τα υλικά αγαθά του. Ίσως να είναι γραφτό να πεθάνουμε, αλλά τότε
ξέρω πως θα μας δεχθεί ο Θεός στην αγκαλιά του”.
Τότε ο Γέρο
Αυλάρχης Λαχανάς ρώτησε τον Αυτοκράτορα:
“Δεν λυπάσαι τον
λαό σου;”
Και η απάντηση
του Αυτοκράτορα:
“Πολύ μάλιστα, γέρο Λαχανά, μα λυπάμαι περισσότερο
και τους προγόνους να ντροπιάσω, και τις γενεές που έρχονται να τις αφήσω δίχως
παράδειγμα. Αλοίμονο αν οι Βασιλείς και οι Αυλικοί δεν δίνουν πρώτοι το
παράδειγμα ως και με το θάνατό τους”.
Αν αυτά τα λόγια του
γενναίου Αυτοκράτορα δεν είναι λόγια αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας τι άλλο μπορεί
να είναι;
Η απόφαση για την
τελική σύγκρουση με τον πολιορκητή έχει παρθεί. Ο Αυτοκράτορας καλεί λαό και
κλήρο σε μια μεγάλη λιτανεία όπου όλοι μαζί άντρες, γυναίκες, γέροντες και
παιδιά, πλούσιοι και πτωχοί, ορθόδοξοι και καθολικοί ψάλλοντες το “Κύριε
Ελέησον” στους δρόμους της Πόλης καταλήγουν όλοι στην Αγιά Σοφιά για τη μεγάλη
θεία Λειτουργία. Όλοι καταλαβαίνουν πως αυτή η Λειτουργία μπορεί να είναι η
τελευταία Λειτουργία στην Αγιά Σοφιά.
Μέσα στην
κατανυκτική ατμόσφαιρα του ναού ακούγεται η φωνή του λειτουργού που προσκαλεί
τους Χριστιανούς διά του « μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης
προσέλθετε ». Ο Αυτοκράτωρ
Κωνσταντίνος πρώτος προχωρεί προς το Άγιον Βήμα. Προσεύχεται δακρυσμένος και
προσκυνάει την εικόνα της Παναγίας. Στρέφεται προς τον λαό του. Ζητάει
συγχώρεση και μεταλαμβάνει των αχράντων μυστηρίων. Μετά την συγκινητική αυτή τελετή
ο Κωνσταντίνος επιστρέφει στο παλάτι, ζητάει συγχώρεση από τους υποτακτικούς
του και καβαλικεύοντας το άλογό του τραβάει προς τα τείχη της Πόλης να
εμψυχώσει τους στρατιώτες του. Είναι
η 28η Μαίου το βράδυ.
Η ημέρα που θα
ξημέρωνε για την Βασιλεύουσα σίγουρα θα ήταν μια διαφορετική ημέρα. Στις δύο η
ώρα μετά τα μεσάνυχτα οι αγαρηνοί με πρώτους το επίλεκτο σώμα των Γενιτσάρων
εξαπολύουν την τελική επίθεση κατά της Πόλης και εισέρχονται σ’ αυτή από την
Κερκόπορτα που για πολλούς από τους ιστορικούς είναι «μυστήριο» πώς βρέθηκε
ανοικτή και ακάλυπτη από τους υπερασπιστάς της.
Οι Βυζαντινοί
υπερασπίζονται την Πόλη με γενναιότητα και αυταπάρνηση. Ο Αυτοκράτορας κοντά
στις Βλαχέρνες αποδυόμενος την αυτοκρατορική του χλαμύδα και ενδυόμενος την
στολή του ταπεινού οπλίτη πολεμά τον κατακτητή και πέφτει με το γυμνό σπαθί του
στο χέρι. Πέφτει ο Κωνσταντίνος κερδίζοντας με το αίμα του την επουράνια
Αυτοκρατορία συνεχίζοντας την αυτοκρατορική του πορεία και κληροδοτώντας το
Γένος με την ανεξάντλητη “αναστάσιμη ελπίδα”.
Είναι η μοιραία Τρίτη 29η Μαίου 1453.
Στις δύο και μισή
το μεσημέρι. Η Πόλη πέφτει στα χέρια των βαρβάρων Οθωμανών.
Για τρεις μέρες
και τρεις νύχτες τα στίφη των αγαρηνών ριμάζουν και λεηλατούν σπίτια,
εκκλησίες, μοναστήρια και παλάτια. Σφαγές και αιχμαλωσίες.
Οι ιστορικοί της
εποχής αναφερόμενοι στα γεγονότα μετά την Άλωση γράφουν:
“Ο λαός εσφάγη ανελέητα. Οι εκκλησίες με
πρώτη την Αγιά Σοφιά ελεηλατήθησαν. Το Άγιο Σώμα και το Άγιο Αίμα το Χριστού
εχύνετο στο έδαφος. Έσπαζαν τα ιερά σκεύη, ποδοπατούσαν τις άγιες εικόνες
”.
Αυτό ήταν το
τέλος της Πόλης, το τέλος μιας Αυτοκρατορίας, το τέλος ενός πολιτισμού χιλίων
και πλέον χρόνων αλλά και η αρχή μιας σκλαβιάς για το Γένος.
Η 29η
Μαίου 1453 έγραψε τη δική της σελίδα στην ιστορία του Έθνους ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος, η Αγιά Σοφιά και η Πόλη θα είναι για αιώνες θρύλοι για τον Ελληνισμό
και την Ορθοδοξία.
Με το θρύλο του
“Μαρμαρωμένου Βασιλιά “που θα ξυπνήσει μια μέρα και θα διώξει τους Τούρκους
μέχρι την “Κόκκινη Μηλιά”, με την “Tελευταία
λειτουργία” στην Αγιά Σοφιά που δεν έχει τελειώσει ακόμη, και με την ευχή των
Ελλήνων, σε κάθε γιορτή, “και του χρόνου στην Πόλη” οι Έλληνες
ζουν επί αιώνες. και παρηγορώντας την Παναγιά τους που την βλέπουν
δακρυσμένη στην Αγιά Σοφιά της λένε:
“Σώπασε Κυρά Δέσποινα και μην πολυ δακρίζεις
Πάλιν με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι”.
Οι θρύλοι αυτοί
πύρωναν τις ψυχές των υπόδουλων για τέσσερις αιώνες, Ελλήνων.
Οι θρύλοι αυτοί
οδήγησαν τους αγωνιστές του ’21 στην Εθνεγερσία για απελευθέρωση από τον
Σουλτάνο. Την απελευθέρωση που όμως, δεν ήρθε ποτέ για το Έθνος, για την
Ρωμανία. Γιατί ακόμη και μετά την Επανάσταση του ’21 απελευθερώθηκε ένα μέρος
του Ελληνισμού. Αυτό που αποτέλεσε μέχρι σήμερα το κράτος της Ελλάδος. Και έτσι
ο Ελληνισμός έγινε Ελλαδισμός . Το
όραμα της Μεγάλης Ιδέας έμεινε ανεκπλήρωτο.
Για πολλούς αιώνες ακόμη και μετά το ’21 ο
Ελληνισμός ευρίσκετο υπό κατοχήν. Η Άλωση συνεχίσθηκε και, δυστυχώς,
συνεχίζεται ακόμη για τον Ελληνισμό.
Συνεχίσθηκε σε
δεύτερη φάση με την Γενοκτονία και τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου από το
1916 μέχρι το 1923. Συνεχίσθηκε το 1922
με την καταστροφή της Σμύρνης και την απογύμνωση της Μικράς Ασίας από τους προαιώνιους
Ελληνικούς Πληθυσμούς της. Αυτή τη δεύτερη Γενοκτονία των Ελλήνων. Και σ’ αυτή
τη φάση η Ελλάδα έχασε το ένα της πόδι.
Όπως γράφει ο
καθηγητής Σαρδέλης:
“Ο Ελληνισμός έζησε και μεγαλούργησε τόσους αιώνες
γιατί πατούσε σε δυό στεριές. Της Ηπειρωτικής Ελλάδας και της Μ. Ασίας, με το
Αιγαίο από κάτω Ελληνική λίμνη. Ιορδάνη ποταμό του Γένους.”
Αλλά μήπως οι
Αλώσεις του Ελληνισμού σταματούν στο 1922;
Δεν ήταν Άλωση οι
διωγμοί των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης από το 1955 και μέχρι το 1965;
Δεν ήταν Άλωση η
εισβολή στην Κύπρο το 1974 και η μέχρι σήμερα κατοχή στο Νησί;
Ή μήπως δεν ήταν
και δεν είναι , οι μέχρι και σήμερα ακόμη, προϊούσες Αλώσεις οι διεκδικήσεις της Τουρκίας
στο Αιγαίο και τη Θράκη;
Ο εχθρός λοιπόν
του Έθνους ήταν, είναι και θα είναι ένας και ο ίδιος διαχρονικά . Δεν θα πάψει δε
ποτέ να διεκδικεί και ποτέ δεν θα αφήνει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία ,που τις
περισσότερες φορές εμείς οι ίδιοι του προσφέρουμε ,για την επίτευξη των στόχων
του.
Και εδώ μπαίνει
το μέγα ερώτημα. Εμείς τι κάνουμε;
Τι κάναμε μετά
από κάθε Άλωση; Πώς αντιμετωπίζουμε τον προαιώνιο εχθρό του Έθνους;
Εμείς, στο πνεύμα
της ΕλληνοΤουρκικής φιλίας και του δεν διεκδικούμε τίποτα , το νέο αυτό δόγμα
των Νεοελλήνων ή μάλλον των Ελλαδιτών της Νέας Εποχής, ενδίδουμε και
απεμπολούμε.
Απεμπολούμε κυριαρχικά
μας δικαιώματα και Εθνικά μας δίκαια.
Και δεν έχουμε
αντιληφθεί, δυστυχώς, ότι το Έθνος μας και η πατρίδα μας ευρίσκεται ήδη σε μια
χειρότερη μορφή Αλώσεως, που γι’ αυτή φέρουμε ακεραία την ευθύνη όλοι μας και
κυρίως η θεσμική εξουσία της πατρίδος μας .
Είναι η
πνευματική, η πολιτιστική και πολιτισμική μας Άλωση. Ξεχάσαμε τη γλώσσα μας. Ούτε
τη μιλάμε ούτε τη γράφουμε. Ξεχάσαμε τις τέχνες και τις παραδόσεις των Ελλήνων.
Τα τελευταία ,τριάντα
και πλέον, κυρίως χρόνια γίναμε απλές καταναλωτικές μονάδες, διακατεχόμαστε από
υλιστικές και μόνο αντιλήψεις και από νοοτροπία άκρατου ευδαιμονισμού.
Για Κωνσταντίνο
Παλαιολόγο, Καποδίστρια, Κολοκοτρώνη, Ρήγα, Δραγούμη, Παύλο Μελά, Χρυσόστομο
Σμύρνης όσοι μιλάγαμε ή μιλάμε είμαστε το λιγότερο γραφικοί ,σοβινιστές και
εθνικιστές .
Γι’ αυτό πιστεύω
ότι είναι επίκαιρα όσο ποτέ άλλοτε τα μηνύματα της Άλωσης της
Κωνσταντινούπολης. Είναι επίκαιρα και για την Ηγεσία (Πολιτική και Πνευματική)
του τόπου, και για το λαό μας.
Ο εχθρός δεν
είναι πιά πρό των πυλών, αλλά εντός των τειχών.
Η πατρίς παρεδώθει
από τον Μάϊο του 2010, και μάλιστα δια
στόματος Πρωθυπουργού, σε νέους κατακτητάς
όχι υπο την μορφή των Σταυροφόρων του 1204 ή του Σουλτάνου (για πόσο
ακόμη άραγε) του 1453 αλλά υπό μορφή οικονομικών κατακτητών.
Είναι η νέα και
σύγχρονη Άλωσή της .
Είμαστε Ελεύθεροι
Πολιορκημένοι – Κατακτημένοι .
Και το χειρότερο
είναι ότι η πατρίς δεν διαθέτει σήμερα μορφές σαν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο
,τον Ρήγα ,τον Παύλο Μελά ή τον Χρυσόστομο Σμύρνης .
Συνέλληνες και
συμπατριώτες,
γι’αυτό δεν
δικαιούμαστε να αδιαφορούμε και να εφησυχάζουμε. Οφείλουμε να αγρυπνούμε και να αντιστεκόμαστε. Το οφείλουμε στους νεκρούς του γένους μας, το
οφείλουμε στα παιδιά μας.
Ας πούμε λοιπόν:
Όχι πια άλλες κερκόπορτες, όχι πια άλλες σκλάβες
παρτίδες.
“Ουκ εάλω η πόλις, ουκ εάλω το φως
Ουκ εάλω η πίστις
των Ελλήνων”
Πηγές άντλησης στοιχείων:
ΚΩΣΤΑ ΣΑΡΔΕΛΗ: «Ελληνισμός και Ελλαδισμός»
ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ: «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης»
Αλέκο θερμά συγχαρητήρια που ξυπνάς με τα γραφόμενά σου την άσβεστη ιστορική μας μνήμη(.....το μόνο πού μας έμεινε τελικά και αυτό γιατί προς το παρόν ... δεν μπορούν να μπούν στά κεφάλια μας με την καθημερινή και καναλοκατευθυνόμενη προπαγάνδα τους) στη σημερινή ιδιαίτερα καταστροφική και μαύρη περίοδο που περνά η Γερμανόπληκτη και ...Σουλειμανόπληκτη πατρίδα μας και ο λαός της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι πάλι συγαρητήρια!
Γ.Θ(Κ)
"...Πήραν την Πόλη μωρέ πήραν την, πήραν τη Σαλλονίκη Πήραν και την Αγιά Σοφιά το μέγα μαναστήρι..."
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι θρήνοι για την άλωση, γνήσια δημιουργήματα της λαϊκής έμπνευσης, εκφράζουν τη θλίψη των «Ρωμιών» για το «πάρσιμο της Πόλης απ’ την Τουρκιά» αλλά και την ελπίδα της επανάκτησης των «αλησμόνητων πατρίδων». Θλίψη και ελπίδα δένονται αρμονικά σε ήχους αργούς και μελλοδικούς. Αλλοτε όμως οι ήχοι τους έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια τους και είναι χαρμόσυνοι. Αυτό, όπου έγινε, έγινε σκόπιμα, για να μπορούν τα τραγούδια αυτά να τραγουδιούνται από τους έλληνες στα πανηγύρια τους, χωρίς να δίνουν στόχο για το περιεχόμενό τους, αλλά αντίθετα να δίνουν την αίσθηση πως επρόκειτο για τραγούδια γιορτινά, κατά πως πρόσταζε η περίσταση, ώστε να μη δίνουν στόχο στους Τούρκους, οι οποίοι πλέον επέβλεπαν κάθε κίνηση τους και να μπορούν ταυτόχρονα τα τραγούδια αυτά να περνούν, απαρατήρητα από τον κατακτητή, από στόμα σε στόμα από γενιά σε γενιά.
ΤΟ ΜΑΝΤΑΤΟ
Η είδηση της Αλωσης, στους θρήνους, φτάνει άλλοτε από το πουλί που γυρνά με καμένα φτερούδια από την Πόλη, άλλοτε από το παιδί της χήρας που διαβάζει τα χαρτιά,
«Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλιν
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.»
«Που πας μωρέ που πάς χελιδονάκι μου
Που πας χελιδονάκι μου, που πας με τον αγέρα
Πάνω μωρέ πάνω μαντάτα στη Φραγκιά
Πάνω μαντάτα στη Φραγκιά, μαντάτα για την Πόλη
Πήραν μωρέ πήραν, την Πόλη πήρανε
Πήραν την Πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν μωρέ πήραν και την Αγια Σοφιά
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μαναστήρι
Βγάλτε μωρέ βγάλτε παπάδες τα ιερά
«Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
-"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.»
«Στην Πόλη γράφουν τα χαρτιά, στη Σαλλονικ’ τα στέλνουν
Κανάς δεν πάει να τα δει, κανάς δεν τα διαβάζει
Μόνο της χήρας το παιδί πααιν΄ και τα διαβάζει
Η μάνα του τον ρώτησι κι η μάνα του του λέει
Παιδί μ’ τι γράφουν τα χαρτιά, τι μολογάει το γράμμα
Αυτό που γράφουν τα χαρτιά ο Θιός να μην το δώσει
Θέλει να γίνει πόλεμος, η Πόλη να τουρκέψει»
Αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι».
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΩΑΜΕΘ
Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι…
Πρωτότυπο κείμενο:
Ἀπαρτίσας οὖν τὰ πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει καλῶς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ «Γίνωσκε τὰ τοῦ πολέμου ἤδη ἀπήρτησθαι· καὶ καιρός ἐστιν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαι τὸ ἐνθυμηθὲν πρὸ πολλοῦ παρ’ ἡμῖν νῦν· τὴν δὲ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ Θεῷ ἐφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀπελθεῖν, ἔνθα καὶ βούλει, μετὰ τῶν σῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπὼν τὸν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καὶ παρ’ ἡμῶν καὶ παρά σοῦ; ἤ ἀντιστῆναι καὶ σὺν τῇ ζωῇ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἀπολέσεις σύ τε καὶ οἱ μετὰ σέ, ὁ δὲ δῆμος αἰχμαλωτιστθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ;»
Ὁ βασιλεὺς δ’ ἀπεκρίνατο σὺν τῇ συγκλήτῳ· «Εἰ μἐν βούλει, καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα· καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω. Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ’ ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν ὡς δίκαια καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους, ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν, κατ’ ἔτος τοῦ δοῦναι σοι καὶ ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς; Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Μετάφραση:
(Ο Μωάμεθ), αφού ετοίμασε τα πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ’ όλη τη γη;»
Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας κα φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της· γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».