Γράφει ο Παν. Γεωρ. Δημάκης
Υπεύθυνος Ιστορικού Αρχείου Δήμου Αμφικλείας-Ελατείας
....Το Τουρκοχώρι πάλαι ποτέ υπήρξε πρωτεύων οικισμός
της Ρούμελης, και φυσικά της κοιλάδας του μέσου ρου του Κηφισού. Ιδρύθη, στο
κέντρο της περίκλειστης κοιλάδας περιβαλλόμενο από τον Παρνασσό και τον
Καλλίδρομο με τα σχηματοποιημένα φυσικά τείχη και φρούρια των βράχων, ήταν ένα
ασφαλές μέρος, όχι μακράν του ποταμού κατά την Τουρκοκρατία......
Η
απόπειρα συγγραφής μιας εργασίας, έστω και ατελούς, για ένα τόσο μεγάλο και
σημαντικό, όπως τα ιστορικά του Τουρκοχωρίου, κατά την ιστορική διαδρομή του,
από την παρουσία των Οθωμανών Τούρκων, στην κοιλάδα του μέσου ρου του Κηφισού,
μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν διελύθη και κατελύθη, είναι
επισφαλής και ενέχει πολλούς κινδύνους, από την ασάφεια των πηγών, από την
έλλειψη οδηγητικού μίτου, στον λαβύρινθο των στοιχείων, άλλων ασημάντων και
άλλων παραπλανητικών που εμπεδώνονται με την επανάληψη παραδόσεων και μύθων.
Εκτός αν αποδεχτούμε χωρίς κόπο και αντίρρηση ότι είναι διαθέσιμο, αφού δεν
υπάρχει αυτό που ονομάζουμε «λυσάρι» στο σχολείο για κάθε πληροφορία που θα
προβάλλει αθέμιτα από τα βάθη του χρόνου για να αναιρέσει να επιβεβαιώσει
γεγονότα και συμβάντα. Ιδιαίτερα όταν οι κυριότεροι ιστορικοί, παρέλειπαν
συνήθως να ασχοληθούν συστηματικότερα, με μικρότερες καταγραφές, για τόπους,
όπου συνέβησαν όμως μεγάλα γεγονότα, περιγράφοντας ακροθιγώς και προβάλλοντας,
τα κύρια και όχι τα δευτερεύοντα γεγονότα, όπως, η ίδρυση του Τουρκοχωρίου, την
διαδρομή και τον ρόλο του, σαν κύριο διοικητικό και οικονομικό κέντρο της Κεντρικής
Ελλάδας. Η θέση του, που ελέγχει τις στρατιωτικές και εμπορικές αρτηρίες βορρά
– νότου, η ονομασία του, ο βαθμός του Διοικητή (Βοϊβόδας) και των λοιπών αρχών
της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μας οδηγούν με ασφάλεια στο συμπέρασμα,
βασιζόμενα και σε διάσπαρτες πληροφορίες των Ενετικών Αρχείων, ότι ο ρόλος του
εξ’ αρχής ήταν σημαντικός. Ελλείψει όμως ολοκληρωμένης εικόνας, που μπορεί να
προκύψει μόνον από την δημοσίευση και των τουρκικών αρχείων, θα προσπαθήσουμε
να συγκεντρώσουμε σε τυπικά «άτακτα» όσες πληροφορίες παρέχουν τα Ενετικά Αρχεία
και όσα αποσπασματικά οι ιστορικές σελίδες της Ελληνικής Επαναστάσεως,
αναφέρουν.
Το Τουρκοχώρι πάλαι ποτέ υπήρξε
πρωτεύων οικισμός της Ρούμελης, και φυσικά της κοιλάδας του μέσου ρου του
Κηφισού. Ιδρύθη, στο κέντρο της περίκλειστης κοιλάδας περιβαλλόμενο από τον
Παρνασσό και τον Καλλίδρομο με τα σχηματοποιημένα φυσικά τείχη και φρούρια των
βράχων, ήταν ένα ασφαλές μέρος, όχι μακράν του ποταμού κατά την Τουρκοκρατία. Είναι
προφανές ότι οι νέοι κατακτητές, θέλησαν με την συγκρότηση ενός νέου ισχυρού
διοικητικού κέντρου, να ελέγξουν την σύνδεση Β.Ν. που σε περίπτωση στρατιωτικού
πολέμου είναι σημαντική και περιγράφεται για αυτόν τον λόγο στα Ενετικά Αρχεία2 ο ρόλος του Μουσταφά-Αγά
Τουρκοχωρίου (1699), ο οποίος είχε αναλάβει τα σκοτεινά αυτά χρόνια, ευρύτερες
δικαιοδοσίες εκτεινόμενες ως τα Σάλωνα και τον Κορινθιακό.
1. Αlla-banda (λαφυραγώγησις).
Κατά την εποχή της Ενετοκρατίας που από τα στρώματα του πληθυσμού ονομαζόταν “καιρός
της Αλαμπάντας” με την προτροπή των Ενετών, γίνονταν επιδρομές και
λαφυραγωγήσεις στην Στερεά Ελλάδα, που κατείχαν οι Τούρκοι αλλά εγκαταβίωναν οι
Χριστιανικοί άοπλοι πληθυσμοί, που υπέφεραν τα πάνδεινα, από τους καταδρομείς
των Σκλαβούνων του Λουδορέκα, Γερακάρη κ.τ.λ. αλλά και των λιποτακτών Σκλαβούνων.
Η Αλαμπάντα αναφερόταν με δέος από τους εκθέτους, στη λεηλασία, πεδινούς κυρίως
πληθυσμούς, έχει δε αποτυπωθεί στην λαϊκή μνήμη.
2. Οι πληροφορίες των
Ενετικών Αρχείων, αφορούν στον Ενετουρκικόν πόλεμο 1684-1699, ενώ η Ενετοκρατία
νοείται η περίοδος από την έναρξη της κατακτήσεως του Μορέως (1685) από την
Ενετία, μέχρι την έξωσή της (1715). Ο πόλεμος λήγει με την συνθήκη του Κάρλοβιτς
με την οποία η Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας εξασφαλίζει την κατοχή του
Μορέως και ορισμένων περιοχών της Στερεάς Ελλάδος, οι οποίες παραμένουν υπό την
κατοχή τους, μέχρι το τέλος του πολέμου, που επιστρέφουν στην κυριαρχίαν των
Τούρκων. Η περίοδος αυτή αποτελεί σημείον αναφοράς των εξελίξεων στην
τουρκοκρατούμενη Ρούμελη, διότι οι μετακινήσεις – μετοικίσεις πληθυσμού προς τα
βόρεια παράλια του Κορινθιακού Πάτρα – Βοστίτσα – Κόρινθο κλπ. επέφερε
αντίστοιχη ερήμωση στις πατρογονικές εστίες, που ήδη είχαν αφανίσει οι
καταδρομείς (Partitarii) αλλά και η λοιμική, που
ενδημούσε στα ταπεινά καταλύματα του πληθυσμού. Οι φοβεροί Ρουμελιώτες πολέμαρχοι
της εποχής, ο Κούρμας, ο Μεϊντάνης, ο Σισμάνης, το Χορμόπουλο, ο Θ. Τράκας, ο
Λωρής κ.τ.λ. οι ανώνυμοι κρημνοβάτες του Παρνασσού, της Γκιώνας, της Οίτης,
έδιναν ελπίδες στον ταπεινό ραγιά, που αναπνέοντας κάτω από τα σιδερένια δεσμά ενός
αμείλικτου δυνάστη, προετοιμάζεται για τον τελικό ξεσηκωμό, που οι γενεές των
Ελλήνων, ουδέποτε ελησμόνησαν. Το διάστημα της Ενετικής κυριαρχίας, παρά την
σκληρότητα των Ενετών, η ιδέα ενός χριστιανικού μετώπου κατά των Τούρκων δεν
είχε αποκλειστεί και οι λαϊκοί ηγέτες της εποχής, μορφωμένοι κατά τεκμήριον,
επίσκοποι Σαλώνων, Ζητουνίου, Ταλαντίου, Θηβών, αποδέχονται την ιδέα της συνεργασίας
ελπίζοντας μόνον στην νίκη της Γαληνοτάτης, για να αποδοθούν τα πάτρια, στους υποτελείς. Πρωταγωνιστής ο επίσκοπος Σαλώνων Φιλόθεος,
εξέχουσα μορφή της εποχής, από το χωριό Αγία Ευθυμία Σαλώνων (κατά κόσμο
Φίλιππος Χαριτόπουλος), κατά ένα τρόπο υπήρξε πρόδρομος των μεγάλων
θρησκευτικών ηγετών της περιόδου της επανάστασης (Σαλώνων Ησαϊα, Αθ. Διάκου
κλπ) παρά το ότι πολλές φορές οι πράξεις του, ήσαν αναντίστοιχες των
διακηρύξεων του, αλλά αυτό πρέπει να κριθεί, στο πλαίσιο των γεγονότων της
εποχής. Η λεγόμενη Β’ Ενετοκρατία αφορά και το Τουρκοχώρι, αφού η απώλεια
ελέγχου της περιφέρειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έφερε νέους επιδρομείς,
νέους κατακτητές, με διαφορετικό πρόσωπο, χριστιανούς λατίνους, αλλά εμπόρους,
με ελάχιστο σεβασμό στις χριστιανικές αξίες, έτοιμους για τις σκληρότερες
πράξεις που θα απέφεραν κέρδος στην πατρίδα τους. Η φιλοσοφία των Ενετών «Primo Venezziani deinde
christiani», αποτυπώνεται σαφώς στις τέσσερις αυτές λέξεις. Η
τακτική της καταδρομής και λαφυραγώγησης (Partitarii και Stradiotti)
κυρίως Δαλματούς, Σκλαβούνους και Κροάτες, αλλά και αρκετούς Έλληνες, οι
αιχμαλωσίες, πυρπολήσεις, και τελικά η μετοικεσία πληθυσμού στον ερημωμένο
Μορέα αυτόν τον στόχο είχε, κέρδη. Πολλές φορές η ιστορία χρειάζεται αρκετά
τεκμήρια για την ασφαλή κατανόηση των γεγονότων, που να είναι αμάχητα, για να
προχωρήσει, στον αβέβαιο και ακαταγράφητο χώρο και ένα από αυτά είναι τα
νομίσματα. Τα μικρά αυτά γλυπτά είναι άλλοτε αριστουργηματικά έργα τέχνης και άλλοτε,
παρηκμασμένα τέχνεργα, ατελή, αντίγραφα της μεγάλης ελληνικής, ρωμαϊκής και
βυζαντινής νομισματοκοπίας και παράδοσης. Αφηγούνται δε με παραστατικά με τη
δική τους γλώσσα ιστορικά γεγονότα. Η παρουσία των Σκλαβούνων3 παρτιταρίων, stradiotti ή λιποτακτών του Ενετικού στόλου στην κοιλάδα του
μέσου ρου του Κηφισού, με αρχηγούς τον Λουδορέκα, Ηλία Νταμιάνοβιτς κ.α. κατά
την Β’ Ενετοκρατία, επιβεβαιώνεται από ένα μικρό διάτρητο grosseto Ραγκούσας, σε κεφαλόδεσμο νυφικής ενδυμασίας
Δραχμανίου που ανήκε τότε στον Καζά Εσσεδ-Αμπάτ (Τουρκοχωρίου). Το νόμισμα αυτό της Δημοκρατίας της
Ραγκούσας, ένα αργυρό grosseto,
καθημερινής εμπορικής συναλλαγής, που εκόπη το 1652, στο νομισματοκοπείο της
Δαλματικής αυτής πόλεως, ευρέθη ανηρτημένο*,
με δύο διατρήσεις, σε κεφαλόδεσμο, τοπικής ενδυμασίας του Δραχμανίου.(σημερινής
Ελατείας). Πρόκειται για νόμισμα, που εκόπη από τους άρχοντες της Ραγκούσας
κατ’ απομίμησιν των Ενετικών, για την διευκόλυνση του εμπορίου στην Ανατολή.
Στο νόμισμα αυτό απεικονίζεται κατ’ ενώπιον, ο Άγιος Βλάσιος, όρθιος,
φωτοστεφής, γενειοφόρος με άμφια και σταυρό, ποιμενική ράβδο και φραγγέλιο.
Στην άλλη όψη ο Χριστός μέσα σε ελλειψοειδή δόξα σχηματοποιημένη. Η πόλις
Ραγκούσα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) της Δαλματίας είναι η εξέλιξη της Ελληνικής
αποικίας Επιδαύρου. Θαλάσσιος εμπορικό σταθμός του Βυζαντίου κατελήφθη από τους
Βενετούς περί το 1205, οι οποίοι εγκατέστησαν εκεί εκπρόσωπο του Δόγη. Κατελήφθη
από τους Οθωμανούς τούρκους, αλλά ουδέποτε έπαυσε να αποτελεί σημαντικό
εμπορικό λιμάνι, των ορίων της Ανατολής – Δύσεως. Η ανάπτυξη του εμπορίου
ευνόησε τον πολιτισμό, και ανέδειξε αρκετούς διακεκριμένους επιστήμονες. Σημαντικός
ο συγγραφεύς Γεώργιος εκ Ραγκούζης τον ις αιώνα όπου δημοσίευσε την «Περί
εμπορίου θεωρίαν».
3. Το όνομα
“Σκλαβούνος” απαντάται και ως οικογενειακό στην περιοχή. Από την οικογένεια
Σκλαβούνου της Βελίτσης, προέρχεται ο διακεκριμένος ιατρός – καθηγητής
Σκλαβούνος που γεννήθηκε στην Βελίτσα. Γνωστό και το μεγάλο αγρόκτημα
Σκλαβούνου στο Κηφισοχώρι, στα όρια της Ελατείας – Τουρκοχωρίου. Επίσης το
όνομα Βενετσάνα, ως γυναικείο βαφτιστικό, ήταν σε χρήση στην Ελάτεια, στις
αρχές του 20ου αιώνα.
* Η ανάρτηση
νομισμάτων στην ελληνική γυναικεία ενδυμασία γινόταν για την αποθησαύριση ενός
είδους προίκας, αλλά και για αισθητικούς λόγους, λόγω της σπανιότητος, των
αυτουσίων κοσμημάτων, κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Μερική Βιβλιογραφία Α. Locatelli
Historico de La Veneta Guerra
(Colonia 1698)
Ε.Ε.Σ.Μ.
Κ. Ντόκου Η Στερεά Ελλάς κατά τον Ενετοτουρκικόν Πόλεμον 1684-1699
Ranke Περί της εν Πελοποννήσω Ενετοκρατίας. «Πανδώρα 12 σελ.
553-563-568-577-585,
13,
1-9-25-34 Κ. Μέρτζιου Ειδήσεις εκ του Αρχείου Βενετίας 1973
Κ.
Γιαννόπουλου Συμβολή εις την βιβλιογραφίαν Στ. Ελλάδος Ε.Ε.Σ.Μ. 1 (1968) σ.
385-430
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.