Χουριό, 10 τ’ Μάρτ’ τ’ 53
Γιάνημ’ ακαλαλόιστα μτα γράφς. Γράψιμ’ πιδάκιμ’ συλουϊσμένα. Μπας κι μι πέρασις γραματζούμινι; Ίσα τσ’ ουκάδις έμαθα να μιτράου κι δυο αγκούτσις να μη βάζου σταυρό σνιπουγραφήμ’. Τιν τούτα που μγράφς;....
Κι του ένα δίου τρία γιατί τόβαλις; Ούτι ου Θανάις π’ ξέρ’ να διαβάζ’ δε κατάλαβι τι ήθιλις να γράπς. Σημίουσι μαναχά κατ’ νούμιρα μπας κι βρει άκρ’, έστου κατ’ παραπάν’. Κάψτ’, μούιπι, κάτ’ μ’ βρουμάι, θα βρις του μπιλάς. Χάζιψι ου γιοσ’ τέτιου γκιρό κι γραφ’ ότ’ τόρθ.Γράψιμ’ γιέμ όπους μιλάμι να σι καταλάβου. Κι τι μι νιάζ’ ιμένα πόσα τφέκια έχς σγκατουχής; Μήπους έκανις λάθους πλάκιμ’ κι του δκόμ’ του γράμμα πήγι αλλού; Χθες ήρθι ου νουματάρχς κι μ’ του γύριβι. Ακ τώρα πράματα, κουτζάμ νουματάρχς ήθιλι του γράμμα του θκος. Τι να του κάμ; Σναρχή είπα νατ’ του δώκου, μιτά σκέφκα μήπους σι βάλου σι μπιλάδις κι τόφαγα. Τ’ ακούς; Δεν κατέβινι του χαμένου έτσ’ ξηρό κι μαραμένου. Ένα γκβα νιρό ήπια για να πάι κάτ’. Στούπουσα πιδάκιμ’ αλλά χαλάλισ’. Άκου κει πιρουβόλα κι πιρουμαχικά. Μι τσ’ χιρουμπουμπίδις ξύπνησα. Τνάχκα πάν’ κι λέου πάει, κάτ’ γίνιτι, ή κάπιους τόχ’ χαμένου γιατί ου γιόςμ’ δε μπαραπατάι. Ικτός αν ίθιλις να του δώσου πθινά. Ας τόλιγις. Δε μύρσα τα νύχιαμ’. Δε θέλου κι άλλου μπιλά. Μφτάνι αυτί πόχου, π’ μι ρουτάνι αν πήρις τα βνά. Κι κείνι η μουβόρα η θειάσ’ η Βασιλκούλα ούλου πως πάνι σν’ Αμιρική μι ρουτάι, για να στείλ’ του χαμένου του γιότς να μαζέβ’ τα δλάρια απ’ τσ’ δρόμς.
Γιάνιμ’ σι ξαναρουτάου. Είνι αλήθεια όσα μ’ γράφς; Κι αν είνι παρ’ τα πουδάριασ’ και κάνι σα δω. Δε θέλου άλις λαχτάρις. Τακούς; Σ’ στέλνου του γράμαμ’ χέρ μι χέρ. Κι ντυσ’. Ου Μάρτς σέρν’ παλούκια κουντάτ’, θα πουντιάισ’.
η μάνασ’
3η Μεραρχία Τμήμα Πεζικού
13 Μαρτίου 1953
Μανούλα μου σε χαιρετώ. Σου γράφω στα γρήγορα δυο λόγια για να σε καθησυχάσω. Το γράμμα που έλαβες δεν ήταν για σένα. Έφτασε από λάθος στα χέρια σου. Καλά έκανες και δεν το έδωσες στον ενωμοτάρχη. Είπαμε, βρε μάνα, να προσέχεις μη σου φεύγουν λόγια, αλλά όχι και να φας το γράμμα.
Μάνα μου ο στρατός δεν με θέλει για μόνιμο, μου το είπανε. Να απολυθώ και να γυρίσω πίσω στον τόπο μου, στα χωράφια μας. Πρώτα για σένα και ύστερα για τη Λενιώ, που με περιμένει τόσον καιρό. Το μυαλό μου πάει σε σένα πρώτα, εκείνη έχει τη ζωή μπροστά της, κι αν λείψω εγώ εσύ άλλο παιδί δεν θα κάνεις. Και πάλι, λέω ευτυχώς που σας έχω και τις δύο στη ζωή μου. Σας σκέφτομαι και ξεχνάω τα δύσκολα που περνάω. Ξέρεις πως έπρεπε να κάνω αυτή την προσπάθεια. Το είχα υποσχεθεί στον πατέρα. Σ’ εμένα έλαχε ο κλήρος να υπηρετήσω την πατρίδα και να ζούσε ο Γιώργης μας θα ήταν μικρός ακόμα. Αν με κρατούσανε να συνέχιζα, αλλά δεν με κρατάνε. Κι εσύ μια γυναίκα μόνη δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα.
Γράψε μου ότι θες και δώσε το στον στρατιώτη. Είναι της εμπιστοσύνης και θα το φέρει στα χέρια μου. Μάνα μου σε φιλάω σταυρωτά. Θα λείψω καιρό σε αποστολή και θ’ αργήσω να σου ξαναγράψω. Αν χρειαστείς βοήθεια φώναξε τον Θανάση. Μπορεί να σου σταθεί σα δεύτερος γιος. Δώσε χαιρετισμούς στη Λενιώ και στον Θανάση.
Μάνα σε φιλώ και καλή αντάμωση
Γιάννης
Χουριό, ακόμα Μαρτς κι ας κουντέβ’ να βει. Έρξι κι άλλου χιόν’ στα βνά.
Πλάκιμ’ μι τρόμαξις, στου λέου τώρα κι ας μη στόγραψα απ’ ναρχή. Τι δλειά είχις εισί να μ’ στέλνς ξένου χαρτί; Ιφτιχώς π’ μόβαλι ου Θανάις τν ιδέα κι τόφαγα.
Κι αυτός ου νουματάρχς ιρχόταν κάθι μέρα μπας και του βρήκα. Τ’ λέου, τι να βρου χριστιανέμ; Δεν έχ’ έρθ’ κανένα τέτοιου χαρτί πμ’ μλες, ρώτα κι του νταχυδρόμου. Του μούτρουτ’ ατσαλουπέρν’ κι μι φουβιρίζ’ ότ’ θα μι κλείσ’ μέσα. Για στάσ’ τ’ λέου κι δε σι φουβάμι. Έχου του γιομ’ κουτζάμ λουχαγό. Να σι χαίρουμι τέτιου λουχαγό, μούιπι, κι βρόντξι ντ’ μπόρτα. Θύμουσι, μ’φάνκι, αλλά δεν ματάρθι.
Δε μπρουλαβένου να σ’ γράψου άλλα. Του παλικάρ βιάζιτι να γυρίσ’ πίσου. Άμα θέλ’ να βρι του γράμα ου νουματάρχς ας πάει να ψάξ’ στουν απόπατου. Η Λέν’ καλά είνι, αλιά ’που σένα. Τα θκας να τρας κι να προυσέχς.
η μάνασ’
Χουριό, 29 τ’ Σιπτέμβρ’ τ’ 53
Γιάνημ’ πιδάκιμ’ σι χιριτάου. Οι λοϊσμί μόρχουντι σαν τσ’ καπνοί απ’ του φούρνου πκαίου στου κατόι κι μι πνίγνι. Γιανη’ άργησις να μ’ γράπς. Ου νουματάρχς πέρασι πάλι κι μ’ ζίταγει του γράμασ’. Τούιπα διν έχου νέασ’ αλλά του δεν του βάν κάτ ου άχρηστους. Τόσους γκιρός πέρασι κι ακόμα του θμάτι. Κι ας τούιπα χίλις φουρές πως δε μπήρα γράμασ’ πουτές.
Γιάνημ’ που είσι τι κάνς; Κατε πούθε ανεπίζ’ η κάπασ’; Δεν ξέρου σαπούθε πιρπατάς. Ούτι ένα γράμασ’ δεν έχου. Μδόσανι τούτη τ’ σύστασ’ να σ’ γράψου μα ιγό συ συλουγιέμι αλλού μακριά κι τρέμου. Γράψιμ’ πιδάκιμ’ δυο γκβέντις. Έχου κι κειν’ τ’ Λένι πόρχητι πέρα δοθι. Τι να τσ’ που πιδάκιμ; Λαγιάζου κι αφουγκράζουμι τν πιρπατσιάσ’. Μαναχά νάσι καλά Γιάνημ’ κι γω θα καταπιού τουν μπόνουμ’. Τα καλύτιρα μπρουστά τα πιριμένου Γιάνημ’ απου σένα.
Του παραθύρ’ έμπασι πάλι Γιάνιμ’, απ’ τη μηριά τ’ ανέμ’. Του κιαραμίδ πρέπ’ να ντου ρίξανι τα πλιά απ’ του μπουχαρέ. Έφιρι κάνα δυό στάλις μέσα πάλε. Απ’ τα παράουρα βουλουδέρνου Γιάννημ’. Κοίτα να ρθις. Κι αν πάλι δεν, γράψιμ’ δυο λόϊα να μη συλουιέμι του κακό.
Γιάνιμ’ σ’ γράφου χουρίς να ξέρου που. Θα στου δόσνι μούϊπανι άμα γυρίις πίσου. Βάνου χίλια μι του νουμ. Ιδώ μιλάνι για ινέδρις. Γιάνιμ’ να προυσέϊσ’. Αυτοί είνι μαθμένι εισύ ανήξηρους. Κάνι λίγου κράτ. Δυο σι πιριμένουμι πιδάκιμ’. Ανάγκασι, άργησις πουλύ.
Σι φιλουχιριτάου
Η μάνασ’
Για την Εν Δελφοίς/Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.