Γράφει ο Γιώργος Αθ. Δρίβας
--- Κάποτε ο παππούς μου ο Γιάννης Ντρίβας είχε αρρωστήσει , είχε μια γενική αδιαθεσία και φώναξαν το γιατρό το Χριστόπουλο, να τον εξετάσει.....
Ο γιατρός λοιπόν τον ρωτούσε τί αισθάνεται, αν πονάει εδώ, εκεί κτλ. Τότε ο γεροντρίβας είπε ότι είχε έναν πόνο και απευθυνόμενος στη γιαγιά Βασίλω τη γυναίκα του, λέει: μωρέ Βασίλω, μήπως θυμάσαι πού τον είχα εκείνο τον πόνο πέρσι;--- Ο ΤΣΑΡΟΘΑΝΑΣΗΣ
Ο Θανάσης Αλκούσης ή Τσιάρας, ήταν ένας τύπος λίγο οξύθυμος
αλλά είχε ένα σπάνιο προσόν. Έπαιζε τρομερό σουραύλι. Εγώ τον φίλευα
μερικά τσιγάρα από το καφενείο του πατέρα μου και του ζητούσα να παίξει
κανένα δημοτικό τραγούδι με το σουραύλι του. Άρχιζε λοιπόν τα κελαηδήματά του
με τον αυλό του, τόσο καλά που σε γοήτευε. Στη συνέχεια τούλεγα να παίξει και
με τη μύτη, δηλαδή να φυσάει το σουραύλι με τη μύτη κι αυτός τα
κατάφερνε. Άμα όμως πέρναγε κανένας χωριανός και τον πείραζε ο Τσαροθανάσης
παρεξηγιόταν και γινόταν άλλος άνθρωπος, σωστό θεριό! Από τότε βγήκε η φράση
στο χωριό και όποιος νευριαζότανε του λέγανε ‘’μην τσιαρίζεις’’ δηλαδή μην
κάνεις σαν τον Τσιάρα!
---Ο ΚΥΡΤΣΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ
Ο γέρο Νίκος ο Κυρίτσης, ήταν ένας φτωχός γέροντας, με
καμιζόλα και μια αγκούτσα για να πιάνει τα σύκα που του άρεσαν πάρα πολύ. Είχε
κι ένα παγούρι κρεμασμένο στη μέση του, που οι χωριανοί του το γέμιζαν κρασάκι.
Ξερό ψωμί, λίγες ελιές και κρασάκι κι ο Κυρτσονικολάκης ήταν
ευτυχισμένος.
Κάποτε λοιπόν ο γέρο Νίκος κατέβηκε στην Αθήνα να επισκεφτεί
τους συγγενείς του. Κάθησε στην Αθήνα λίγες μέρες κι όταν γύρισε στο χωριό τον
ρωτούσαν πώς τα πέρασε στην Αθήνα. Ο γέρο Νίκος απάντησε ότι, στην
Αθήνα ο κόσμος είναι άχρηστος γιατί δε σου λένε ούτε καλημέρα κι ούτε ένα
παγούρι κρασί δε σου γεμίζουνε!
--- Ο ΓΕΡΟΣΟΥΡΑΒΛΗΣ
Ερχόταν στο καφενείο μας, ένας γέρο Σουραβλής, που είχε
κάνει αιχμάλωτος στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι τον είχαν
βασανίσει και τον είχαν αφήσει με πολλά κουσούρια, σωματικά και ψυχικά.
Οι άλλοι χωριανοί τούφερναν την κουβέντα για τον Αθανάσιο Διάκο. Του
κολλούσαν και τούλεγαν ότι ‘’ του Διάκου το σπαθί, μπάρμπα, έσπασε γιατί
ήταν από κέθρο’’ …
Ο Σουραβλής θύμωνε, κοκκίνιζε κι έλεγε νευριασμένος ότι, δεν
ήταν από κέθρο, αλλά έσπασε από τα πολλά κεφάλια που έκοψε, των Τούρκων, πράγμα
που ήταν και η αλήθεια. Αλλά έκανε τόσα νεύρα ο γέρο
Σουραβλής μ΄αυτό που τούλεγαν, που σηκωνόταν κι έφευγε βρίζοντας
…. ‘’ που θα μου πείτε εμένα πως ήταν από κέθρο ‘’ !!!
Οι παραπάνω ιστορίες
διαδραματίζονταν το 1955 -1965 περίπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.