Όχι φίλε μας, η είδηση του χαμού σου δεν έπεσε σαν κεραυνός. Τόσα και τόσα ακούμε καθημερινά κι είμαστε πλέον εξοικειωμένοι και προετοιμασμένοι. Η μοίρα σου, δυστυχώς, ήταν προδιαγεγραμμένη κι αναμενόμενη από τότε που μάθαμε πως ήσουν σοβαρά άρρωστος στην εντατική, διασωληνωμένος. .....Κι από τότε που συμπληρωματικά μάθαμε πως ήσουν κι αρνητής του εμβολίου κι είχες επιλέξει έναν δρόμο αντίθετο προς τις υποδείξεις και τα κελεύσματα της επιστήμης. Δεν μπορώ να κρίνω εγώ αν είχες δίκιο ή άδικο, κι ούτε είναι και στις προθέσεις μου. Αλλά να, δεν μπορεί να μου φύγει απ’ το μυαλό το «γιατί». Κι ακόμα περισσότερο το «αν…» που με βασανίζει μέρες τώρα και πιο πολύ σήμερα που επισημοποιήθηκε και το μοιραίο.
Από νωρίς είχες επιλέξει, φίλε μου, τη δική σου πορεία, λίγο αντισυμβατική, λίγο ανυπάκουη, λίγο ανατρεπτική, λίγο παράτολμη, λίγο μιας αιώνιας εφηβείας, μα πάντοτε τίμια, ηθική και ειλικρινή. Έγινες λάτρης της φύσης και σου άρεσε τον χειμώνα να οργώνεις τις πλαγιές του Παρνασσού με τις σανίδες σου, να χαράζεις δρόμους και να γίνεις δάσκαλος και πρότυπο για πολλούς. Και σου το λέω τώρα, που όμως δε μ’ ακούς, πως είχες γίνει ένας «θρύλος» για τον Παρνασσό μας και το όνομά σου συνώνυμο του καινούργιου αθλήματος για την περιοχή. Κι άλλοτε πάλι σου άρεσε να τριγυρνάς στα λαγκάδια και στις ρεματιές και να μαζεύεις ρίγανη και μέντα για να δώσεις ανόθευτη γεύση και άρωμα στους φίλους σου. Αξέχαστη θα μας μείνει η εικόνα σου να ξεπροβάλεις σ’ ένα στενό κουβαλώντας μεγάλες χεριές από εκλεκτή ρίγανη και να μοσχοβολάει ο τόπος. Κι είχες σπουδάσει όσο λίγοι τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής μας κι είχες γνώσεις πολλές, αυτοδίδακτες κυρίως, που δεν ξέρω αν τις έχεις καταγράψει κάπου, για να μη χαθούν κι αυτές τόσο άδικα σαν και σένα. Και το καλοκαίρι που είχες χορτάσει τα πεύκα και τα έλατα γύρευες να ρουφήξεις και της θάλασσας τη γοητεία, Ζαχαρία, που ήταν η δεύτερη μεγάλη σου αγάπη. Πάντα κοντά στη φύση, ζούσες γι’ αυτήν, γιατί έπαιρνες κι εσύ ζωή απ’ αυτήν.
Α, ρε Ζαχαρία, θυμάσαι πριν πενήντα χρόνια και, στην Ε’ Γυμνασίου τότε που καθόμαστε στο ίδιο θρανίο, εκεί στη μεσαία αίθουσα του πάνω ορόφου του Γυμνασίου, στο τρίτο θρανίο μπαίνοντας αριστερά, εγώ αριστερά κι εσύ δεξιά του, τότε ονειρευόμαστε μαζί με τη δική,ας πορεία να αλλάξουμε και τον κόσμο. Σε θυμάμαι πάντα ανήσυχο και πρωτοπόρο να μας φέρνεις όλα τα νέα για τη μουσική που τόσο σ’ ενδιέφερε από τότε. Δεν ξερω από πού τα μάθαινες, εσύ πάντως μας εφερνες όλους τους μοντέρνους χορούς κι όλες τις επιτυχίες, τις ξένες φυσικά, απ’ τον Adamο, τους Beatles, τους Rolling Stowns κι όλους τους άλλους τους μεγάλους και τους μικρούς της εποχής. Και προσέχαμε στα μαθήματα, αλλά όπου μας έπαιρνε παίζαμε και καμια κρεμάλα ή ναυμαχία. Τα θυμάσαι, ρε φίλε. Τώρα όμως που ξανακοιτάζω εκείνο το τρίτο θρανίο μπαίνοντας αριστερά στην αίθουσα, το βλέπω ορφανεμένο. Και παραπονεμένο, μπορώ να σου πω. Κι ένας κόμπος με πνίγει, μαζί μ’ εκείνο το «αν…».
Ά, ρε Ζαχαρια, κρίμα, πολύ κρίμα... Με παρηγορεί μόνον η ιδέα πως εσύ εζησες τη ζωή σου όπως εσύ την ήθελες, όπως εσύ την είχες ορίσει κι όχι όπως σε όρισε αυτή. Δεν δέχτηκες τα «πρέπει» και τα «μη», που απαιτεί μια συμβατική ζωή, αλλά ανεξάρτητος και αυτόβουλος προτίμησες τη λιτή και απλή ζωή κι ήσουν αυτάρκης, πλήρης κι ευτυχής με τα απλά, τα μετρημένα, τα απολύτως αναγκαία και τα λίγα.
Α, ρε φίλε, να γινόταν να γύριζε ο καιρός προς τα πίσω και να καθόμασταν ξανά σ’ εκείνο το θρανίο και να μου ‘δίνες λίγο απ’ τον αντισυμβατικό σου τρόπο και να σου δώσω κι εγώ λίγο απ’ τα «πρέπει». Ίσως τότε να ζούσα κι εγώ πιο ελεύθερα κι εσυ απλώς… να ζούσες.
ΣΥΜΠΑΘΑ ΜΕ, ΑΝ ΕΙΠΑ ΠΟΛΛΑ.
ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ.
Ο ΣΥΜΜΑΘΗΤΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣ ΣΟΥ
ΝΙΚΟΣ ΖΥΓΟΥΡΟΣ.
Καλό ταξίδι, καλό Παράδεισο, φίλε Ζαχαρία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ κρίμα κι άδικο.
Σουφλής Γεώργιος.