Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου σήμερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την Αγία Αικατερίνη τη Μεγαλομάρτυρα.....

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Εκδήλωση για την Μάχη του Δαδιού -Κυριακή στις 7 Νοεμβρίου - Ιστορικό της μάχης


 Αξιοσημείωτο γεγονός στη νεοτέρα ιστορία της Αμφίκλειας αποτελεί ασφαλώς η μάχη του Δαδιού, που διεξήχθη την 1η Νοεμβρίου 1822 δυτικά της κωμοπόλεως, για την οποία αναφέρονται στα απομνημονεύματά τους οι αυτόπτες μάρτυρες Πολύκαρπος (Κάρπος) Παπαδόπουλος (οπλαρχηγός του Ανδρούτσου), Αντώνιος Γεωργαντάς (γραμματικός του Ανδρούτσου), ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, οι ιστορικοί: Σπυρίδων Τρικούπης, στο έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Γουσταύος Φρ. Χέρτσβεργ, στο έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Διονύσιος Κόκκινος, στο έργο του «Η Ελληνική Επανάσταση» κ.ά. Επίσης στη μάχη του Δαδιού αναφέρεται και ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, Γερμανός, στα απομνημονεύματά του. .....



Ακολουθεί απόσπασμα της Μάχης του Δαδίου όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στο βιβλίο του Δημητρίου Ιωαν. Βασιλείου με τίτλο « 1821-1822 τα σημαντικότερα γεγονότα της ευρύτερης περιοχής του Δαδίου». 

Το Ιστορικό της μάχης του Δαδιού 

Μετά από μακρά παραμονή στην πεδιάδα του Σπερχειού ποταμού η στρατιά του Μαχμούτ Πασά (Δράμαλη) κατάφερε να περάσει τον Σπερχειό στις 29 Ιουνίου και να κατευθυνθεί στην Πελοπόννησο. Οι πρώτες πληροφορίες που έφθαναν από την Πελοπόννησο, ανέφεραν ότι η στρατιά των Οθωμανών αντιμε τώπιζε προβλήματα και η προέλασή της δεν ήταν τόσο απρόσκοπτη, όπως αρχικά φαινόταν. Ο Χουρσίτ άρχισε να προετοιμάζει στράτευμα προς ενίσχυση του Δράμαλη, επικεφαλής του οποίου όρισε τον Κιοσέ Μεχμέτ Πασά, έναν εκ των ικανοτέρων αξιωματικών του. Η ενδυνάμωση του στρατεύματος του Δράμαλη θα έδινε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επίτευξη του στόχου των Οθωμανών που δεν ήταν άλλος από την ανακατάληψη της Τριπολιτσάς, η οποία είχε περιέλθει στη διοίκηση του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών έπειτα από την άλωσή της, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821. 

Ο Χουρσίτ, ως εντεταλμένος του Σουλτάνου στην Ελλάδα, γνώριζε πολύ καλά ότι η διέλευση του στρατεύματος από τα περάσματα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος ήταν δύσκολο εγχείρημα και θα έπρεπε να εξασφαλισθεί με κάθε τρόπο. Μη έχοντας περιθώρια ελιγμού στην εξασφάλιση ασφαλούς διελεύσεως του στρατού του Κιοσέ Μεχμέτ στη Βοιωτία και στη συνέχεια στην Αττική ο Χουρσίτ Πασάς απέστειλε στράτευμα, τον Ιούλιο του 1822, υπό τον Χασναμάρ Πασά με 2.500 κονιάρους για τον έλεγχο των περασμάτων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και ιδιαίτερα εκείνου της Φοντάνας, ώστε απρόσκοπτα να διήρχετο από εκεί ο στρατός του Κιοσέ Μεχμέτ κατά την προέλασή του στην Πελοπόννησο. 

Οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης και Γκούρας αναλαμβανόμενοι τις προθέσεις των Τούρκων κατέλαβαν το πέρασμα της Φοντάνας, το οποίο προσφέρετο για διέλευση στρατεύματος χωρίς ιδιαίτερα βαρύ οπλισμό και τροχοφόρα. Οι Τούρκοι δοκίμασαν πολλές φορές να προχωρήσουν δια της Φοντάνας, αλλά όλες οι προσπάθειές τους ήταν ανεπιτυχείς. Εξαιτίας της δυσκολίας διελεύσεως από το συγκεκριμένο πέρασμα οι μεν πεζοί του τουρκικού στρατεύματος οπισθοχώρησαν και στρατοπέδευσαν στην περιοχή της Νεβροπόλεως, οι δε ιππείς μετέβησαν από άλλα περάσματα στο Δαδί, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο των επιδρομών τους στα γύρω χωριά. 

Ο Ανδρούτσος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς επιχείρησαν δύο φορές να διασκορπίσουν τους Τούρκους στην περιοχή του Δαδιού, αλλά δεν τα κατάφεραν και αντί να διασκορπίσουν αυτούς, διασκορπίσθηκαν οι ίδιοι, όπως μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Τρικούπης. 

Την επικρατούσα κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή του Δαδιού ο Ανδρούτσος την εξέθεσε με επιστολή του στον καπετάν Συμεών γράφοντάς του τα εξής: 

«Αδελφέ μου καπ. Συμεών. 

Ασπάζομαι αδελφικώς καί σου φανερώνω ότι έλαβον το γράμμα σου και είδον τα εν αυτώ δια τούτο και ως γράφετε δεν λείπω να σας φανερώσω ότι οι Τούρκοι συνποσούνται ως δύο χιλιάδες πε ντακόσιοι, και ελθόντες τες προάλλαις εις τον Μόλο δια να περάσουν κάτω, και ημείς τους πιάσαμε τα Βασιλικά όμως έπιασαν δύο γυναίκες εις τα καλαμπόκια, και τους είπαν ότι είχαμε πιάσει τον τόπον εκεί, και ούτως εγύρισαν οπίσω και ήλθον εις Νεβρόπολιν, και εκεί ηύραν τα ταμπούρια τα εδικάμας και εστάθησαν εκεί και πολεμούμεν αδιακόπως. Μιαν ημέραν μας ήρθαν εις το Δαδί και πολεμήσαμε και τους επήραμε κυνηγώντας πλην οι Έλληνες επήραν πολύ μπούγιο και εξεκάμπισαν εις τον κάμπον, και έπεσαν επάνω μας πεντακόσιοι καβαλαρέοι, και μας εβάρεσαν έως τριάντα στρατιώτες απ' αυτούς όμως επήγαν πολλοί τους επήραμε και έως δεκαπέντε άτια. Απερνώντας τρεις ημέρες τους ερριχθή κάμε και μεις εις το ορδίτους. Εσκοτώσαμε πολλούς τους πήραμε ζαερέδες, άτια, μαλιά, βουτύρατα, παξιμάδι, άλογα τόσα τους επήραμε, οπού δεν η μπορέσαμε να τα σηκώσωμε, και τους εβαστάξαμε κλεισμένους από της δέκα ώρες της ημέρας έως της τέσσερις ώρες της νυχτός και η θέλαμε να τους πάρω με, πλην τι όφελος, οπού εσώσαμε τα φουσέκια και ούτως ετραβηχθήκαμε έως την σήμερον είμεθα πολλά ελλιπείς από τζεπχανέ με τελειότητα, και εις αυτό το τεταρούκι ευρισκόμεθα, δια να κάμωμε τζεπχανέ και να τους ριχθούμε και δεύτερην φοράν. Αυτά είναι τα εδώ και από αυτού τι έχετε, φανερωσέ μας και υγιαίνετε». 

1822 Αυγούστου 2, Μοναστήρι Δαδιού 

 Αδελφός σας  

 ΔΥΣΣΕΟΣ ΑΝΤΡΙΤΖΟΥ 

Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου του 1822 έφθασε στην περιοχή του Δαδιού ο κύριος όγκος του στρατεύματος του Κιοσέ Μεχμέτ Πασά από άλλο πέρασμα, λόγω της αποτυχίας του Χασναμάρ Πασά να καταλάβει τα στενά της Φοντάνας. Με την έλευση του Κιοσέ Μεχμέτ η δύναμη των Τούρκων στην περιοχή του Δαδιού ανήλθε σε 12.000 περίπου άνδρες. 

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του αναφέρεται σε επιστολή που απέστειλαν στον Οδυσσέα Ανδρούτσο οι πρόκριτοι των επαρχιών Ταλαντίου και Λειβαδιάς, με την οποία τον ενημέρωσαν για την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην περιοχή του Δαδιού έπειτα από την έλευση του Κιοσέ Μεχμέτ Πασά και του ζητούσαν να σπεύσει προς βοήθεια, όσο γρηγορότερα μπορούσε, διότι ο κόσμος φοβήθηκε και εγκατέλειψε τις πατρογονικές του εστίες ζητώντας καταφύγιο στα πέριξ βουνά. Στην επιστολή αυτή ο Μακρυγιάννης αναφέρεται επίσης και στην αντίδραση του Οδυσσέως Ανδρούτσου στην ανάγνωση του περιεχομένου της επιστολής των προκρίτων: «Τον Οκτώβριο του 1822, οι πρόκριτοι Ταλαντίου, Λιβαδειάς κι’ όλα εκείνα τα μέρη γράφουν εις τον Δυσσέα, οπούταν εις την Αθήνα, και λένε: «δώδεκα χιλιάδες Τούρκοι και περίπου ήρθαν και έπιασαν τους τόπους μας, χώρες και χωριά. Αυτό μαθαίνοντας εμείς από της βάρδιες οπούχαμε στα στενά, αφήσαμε όλον το βιόν και ζωντανά μας, και με τα παιδιά μας πιάσαμε τα βουνά και τώρα οπού αρχινόγει ο χειμώνας θα χαθούμε όλοι από το κρύο, την γύμνια και πείνα. Και δεν βαστάμε αυτό. Κ’ επίτηδες σου στέλ νομέ να κοπιάσης μιαν ώρα αρχύτερα, ότ'είμαστε χαμένοι και η παρουσία σου θα μας παρηγορήση και θα μας σώση». Ευ τής που τόλαβε ο Δυσσέος το γράμμα αυτό, σύναξε όλους τους Αθηναίους από χώρα και χωριά και τους το διάβασε. Και τους λέγει: «Να συναχθούμε απ'Α θήνα κι'απάνου να πάμε εκεί οπούναι και οι άλλοι, οι δικοίμας άνθρωποι, τ'ορδί, και να γίνωμε ένα σώμα να τους πολεμήσουμε». 

Ο Κιοσέ Μεχμέτ είχε εντολή από τον Χουρσίτ Πασά να προελάσει προς την I Ιελοπόννησο δια πυρός και σιδήρου, ώστε να ενισχύσει τον οπισθοχωρούντα στρατό του Δράμαλη, μετά την ήττα του στα Δερβενάκια, και να καταπνίξει στο αίμα τις διάφορες επαναστατικές εστίες της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Γνωρίζοντας ο Κιοσέ Μεχμέτ τη μορφολογία του εδάφους και τα στρατηγικά σημεία της περιο¬χής, λόγω της συμμετοχής του στη μάχη της Αλαμάνας, αποφάσισε να μεταβεί στα Σάλωνα και από εκεί μέσω του Κορινθιακού θα περνούσε στην Πελοπόννησο εγκαταλείποντας έτσι την αρχική πορεία μέσω Λιβαδειάς, Θηβών, Αττικής, Μεγαρίδος και ισθμού της Κορίνθου. 

Για την επιτυχή προέλασή του προς την Πελοπόννησο σκέφθηκε να διαιρέσει το στράτευμά του σε δύο σώματα, ώστε να προκαλέσει τη διασπορά των δυνάμεων των Ελλήνων οπλαρχηγών. Το στρατήγημα αυτό είχαν σκεφθεί και εφάρμοσαν οι Έλληνες οπλαρχηγοί στις εκστρατείες του Πατρατζικίου και της Στυλίδος, τον Απρίλιο του 1822. Υλοποιώντας τη σκέψη του αυτή κράτησε το μεγαλύτερο σώμα, δυνάμεως 8.000 ανδρών, και προέλασε μέσω Γραβιάς στα Σάλωνα (Άμφισσα), στις 17 Οκτωβρίου 1822. Στο πέρασμα της Γραβιάς ο παπα-Ανδρέας και ο Καλύβας με μικρή δύναμη παλληκαριών προσπάθησαν περισσότερο να παρενοχλήσουν το στράτευμα των Τούρκων, παρά να το αναχαιτίσουν. Φθάνοντας στα Σάλωνα οι Τούρκοι 

βρήκαν την πόλη έρημο από τους κατοίκους της, οι οποίοι πριν φύγουν φρόντισαν να κάψουν τα κτήματα και τις αποθήκες τους, όπως μας πληροφορεί η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους». Το άλλο σώμα, δυνάμεως 4.000 ανδρών, το ανέθεσε στον Μπέη της Οχρίδος Τσελελεδίν, ο οποίος επιχείρησε να μεταβεί στα Σάλωνα μέσω Ζεμενού, αλλά εκεί αναχαιτίσθηκε από τους οπλαρχηγούς του Ανδρούτσου Λάιο και Λεπενιώτη, που ηγούντο σώματος Αραχωβιτών. Έτσι αναγκάσθηκε να επιστρέψει στον κάμπο του Δραχμανίου και να στρατοπεδεύσει προσωρινά κοντά στο χωριό Μάνεσι (Λευκοχώρι) και στη συνέχεια μετέβη στα Σάλωνα μέσω Δαδιού και Γραβιάς. 

Ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασάς παρακολουθούσε από τα Σάλωνα τις κινήσεις των Ελλήνων και ιδιαίτερα εκείνες του Ανδρούτσου. Πληροφορηθείς ότι ο Ανδρούτσος έρχεται προς το μέρος του και ότι στις απέναντι της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος ακτές της Πελοποννήσου συγκεντρώνονταν στρατεύματα Ελλήνων οπλαρχηγών αποφάσισε να επιστρέψει στην περιοχή της Γραβιάς, για να αποφύγει τον εγκλωβισμό του και στη συνέχεια να μεταβεί στην Πελοπόννησο δια της Μεγαρίδος και του ισθμού της Κορίνθου, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο της εκστρατείας. 

«Ο Δυσσέος ήταν ακόμα εις την Αθήνα και τόγραψαν το πάεισιμον των Τούρκων εις Σάλωνα. Και κινήθη δια Σάλωνα με πολλά ολίγους εις τον δρόμον έμαθε το φευγάκι τους. Ο Δυσσέας έμεινε εις της Λιβαδειάς τα μέρη και γράφη των ανθρώπωνέ του να πάνε εις το Δαδί ν' ανταμωθούν», μας πληροφορεί ο Μακρυγιάννης. 

Όντως ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος έφυγε από την Αθήνα, στις 23 Οκτωβρίου 1822, με 350 Αθηναίους, οι οποίοι επικεφαλής είχαν τους οπλαρχηγούς Νικόλαο Σαρρή, Μελέτη Βασιλείου, Νικόλαο Αργύρη, Μήτσο Λέκα και Ιωάννη Ντάβαρη. Στην πορεία του εκστρατευτικού σώματος προς το Δαδί αυτό ενισχύετο προοδευτικά με αξιόμαχα παλληκάρια. 

Ο Ανδρούτσος παρακολουθώντας τις κινήσεις του Κιοσέ Μεχμέτ Πασά αποφάσισε να αναχαιτίσει την προέλαση του τουρκικού στρατεύματος στο Δαδί. Προς τούτο απέστειλε στην περιοχή, μέσω των κορυφών του Παρνασσού, τους Γεώργιο Λεπενιώτη και Ιωάννη Κομποδαδίτη, καθώς και τους αδελφούς Ευστάθιο και Μήνιο Κατσικογιάννη με τα παλληκάρια τους, για να φτιάξουν ταμπούρια στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας. 

Ο ίδιος ο Ανδρούτσος έφθασε στο Δαδί, στις 30 Οκτωβρίου 1822, και μετέβη στα ταμπούρια της Αγίας Μαρίνας, όπου τοποθέτησε τους οπλαρχηγούς του σε διάταξη μάχης έχοντας στα δεξιά του τον Ευστάθιο Κατσικογιάννη και τον Ιωάννη Κομποδαδίτη και στα αριστερά του τον Γεώργιο Λεπενιώτη, ο ίδιος κατέλαβε το κέντρο της διατάξεως. «Αφού πήγε ο Δυσσέας εις το Δαδί (χωριόν της Λιβαδειάς εις τα πρόποδα του Παρνασσού, κεφαλοχώρι, ως πέντε ώρες από τη Λιβαδειά), συντάχθηκαν και οι άνθρωποί του και οι Λιβαδίτες κι'Αθηναίγοι. Ο Δυσσέας με τους ανθρώπους του τράβησε και πήγαν πανουκέφαλα του χωριού, εις το μοναστήρι η Παναγιά (γερώτερη η θέση εκείνη δια πόλεμον), και εις το Δαδί έμεινε ο Σαρρής με τους Αθηναίους», μας πληροφορεί ο Ιωάννης Μακρυγιάννης. 

Ο Ανδρούτσος προσκάλεσε τον Σαρρή, που ευρίσκετο μέσα στο Δαδί με τα 300 παλληκάρια, να πάει στα ταμπούρια της Αγίας Μαρίνας, για να βοηθήσει. Ο Σαρρής δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Ανδρούτσου και μάλιστα προσπάθησε να εμποδίσει και αυτούς που είχαν διαφορετική άποψη και ήθελαν να μεταβούν εκεί. Ο Κάρπος Παπαδόπουλος έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι: «Ο Οδυσσεύς ζητεί να παρατάξει εις μάχην τον στρατόν του, προσκαλών τους 300 και τον Σαρήν από το Δαδί, αλλά αυτός όχι μόνον δεν υπιίκουσεν, αλλά εμπόδιζε και τους άλλους, θέλων μόνος του να κρατΐση μάχΐν εκεί». 

Οι Τούρκοι έφυγαν από την περιοχή της Γραβιάς, όπου είχαν στρατοπεδεύσει, και κατευθύνονταν προς τη Βοιωτία σε πορεία παράλληλο με τη ροή του Κηφισού ποταμού. Σκοπός τους ήταν να περάσουν τον ισθμό της Κορίνθου έπειτα από την εγκατάλειψη της σκέψεως της δια θαλάσσης προελάσεως στην Πελοπόννησο. Οι κάτοικοι του Δαδιού τρομοκρατημένοι από την παρουσία του πολυπληθούς τουρκικού στρατεύματος στην περιοχή εγκατέλειψαν το Δαδί καταφεύγοντας στον Παρνασσό, για να σωθούν. 

Την 1η) 13η Νοεμβρίου 1822 η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων έγινε αντιληπτή από τους Έλληνες σκοπούς σε θέση ευρισκομένη ανατολικά των Άνω Καλυβιών Δαδιού. Αντιληφθείς ο σαλπιγκτής του Λεπενιώτη την ύπαρξη του τουρκικού στρατεύματος, σήμανε συναγερμό και οι Τούρκοι αιφνιδιασμένα υποχώρησαν στα Άνω Καλύβια Δαδιού. «1η Νοεμβρίου του 1822, ημέρα βροχερή, οι τούρκοι ηγνόουν ότι κατείχαν τας θέσεις εκείνας Έλληνες και ήσαν ήδη προωδευμένοι, αλλά ακούσαντες τον ήχον της σάλπιγγος ωπισθοδρόμησαν και κατέλαβαν τα καλύβια του Δαδιού», μας λέγει ο Σπυρίδων Τρικούπης. 

Ο Ανδρούτσος κατέβηκε από την Αγία Μαρίνα, πέρασε τη θέση «Λιθαρόστρουγκα» και επετέθη στην εμπροσθοφυλακή των Τούρκων παρά τη θέση «Καλογερικά δένδρα», όπου και συνήφθη αψιμαχία. 

Στη συνέχεια διωκόμενος από τους Τούρκους υποχώρησε προς το Δαδί, στην περιοχή του σημερινού εξωκλησίου του Αγίου Κωνσταντίνου, για να ανακάμψει ακολούθως στην Αγία Μαρίνα. Κατά την οπισθοχώρησή του λέγεται ότι τον έπιασε κράμπα στο πόδι, η οποία δυσκόλευε την κίνησή του και τον καθιστούσε ευάλωτο στους καταδιωκούντες αυτόν Τούρκους. Τον έσωσαν από βέβαια αιχμαλωσία οι Δαδιώτες αγωνιστές, Ευστάθιος Γαβρίλης, Ιωάννης Φλώρος και Δήμος Κλησιάρης, οι οποίοι τον μετέφεραν στον ώμο τους και τον ανέβασαν στα προσχώματα του Λεπενιώτη, στους πρόποδες του Παρνασσού. Εκεί, κατά τη λαϊκή προφορική παράδοση, ο Ανδρούτσος αντελήφθη ότι δεν είχε μαζί του το αρχιστρατηγικό του σπαθί και κοιτάζοντας προς τον Ευστάθιο Γαβρίλη του είπε να ψάξει, για να το εύρει. 

Ολοκληρώνοντας δε την προσταγή είπε επιτακτικά στον Γαβρίλη: «ή το σπαθί μου ή το κεφάλι σου». Ο Γαβρίλης γνωρίζοντας ότι οι προσταγές του Ανδρούτσου δεν επιδέχοντο άλλη ερμηνεία, ακολούθησε τη ρεματιά της Αγίας Μαρίνας και κατήλθε στο Δαδί, όπου για καλή του τύχη βρήκε το σπαθί του Ανδρούτσου σε θέση δυτικά του Δαδιού, εκεί όπου αργότερα έκτισε το τάμα για τη σωτηρία του, την Αγία Τριάδα (νυν Άγιο Κωνσταντίνο). 

Οι Τούρκοι γνωρίζοντας ότι οι Έλληνες οπλαρχηγοί ήταν διαιρεμένοι, κατέχοντες δύο διαφορετικές θέσεις, επετέθησαν ταυτόχρονα στο Δαδί με το ιππικό τους και στα ταμπούρια του Ανδρούτσου στην Αγία Μαρίνα με το πεζικό τους επικεφαλής του οποίου ήταν ο ίδιος ο Κιοσέ Μεχμέτ. Πρώτοι υπέκυψαν οι άνδρες του Σαρρή, οι οποίοι ετράπησαν σε φυγή προς τη Βελίτσα αφήνοντας στο Δαδί τον Σαρρή αιχμάλωτο και 15 Αθηναίους νεκρούς κατά τον Μακρυγιάννη και 18 κατά τον Κάρπο Παπαδόπουλο. Στη συνέχεια το ιππικό των Τούρκων κατευθύνθηκε στην Αγία Μαρίνα προσδοκώντας να περικυκλώσει τις εκεί δυνάμεις των Ελλήνων οπλαρχηγών. Τα παλληκάρια του Ανδρούτσου βλέποντας ότι περικυκλώνονταν από το ιππικό των Τούρκων οπισθοχώρησαν στο μοναστήρι. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος εξακολουθούσε να μένει στη θέση του και να πολεμάει. Μόλις αντελήφθη ότι είχε μπροστά του τους Τούρκους πεζικάριους και στα νώτα του το ιππικό αυτών, οπισθοχώρησε και αυτός προς το μοναστήρι του Δαδιού. 

Ο Μακρυγιάννης έγραψε στα απομνημονεύματά τούγια την επιθετικότητα των Τούρκων: «Με τον χαλασμόν αυτεινών ψύχωσαν οι Τούρκοι πολύ, ρίχτηκαν και εις το μοναστήρι και ζώσαν τον Δυσσέα στενά, οπούταν πολά ολίγοι εκεί και οι Τούρκοι πολλοί. Τόκαμαν πολλά γερούσια του Δυσσέα με τους ολίγους οπούχε εις το μοναστήρι. Τους βάστηξαν οι Έλληνες γενναίως. Τους πήραν όμως μιαν θέσιν, σκότωσαν τον Μήνιο Κατσικογιάννη καπετάνιο της Φήβας, λάβωσαν και τον Αλέξη Ταργατζίκη, γενναίον πατριώτη και τίμιον. Τότε ρίχτηκαν οι Τούρκοι με ορμή να πιάσουν τον Δυσσέα». 

Οι Τούρκοι κατέλαβαν το μοναστήρι, τους άνδρες τους έσφαξαν και τα γυναικόπαιδα τα αιχμαλώτισαν ο δε Ανδρούτσος τους ξέφυγε και αυτή τη φορά και κατευθύνθηκε προς τη Δαύλεια. Οι Τούρκοι εισερχόμενοι στο μοναστήρι του Δαδιού δε σεβάστηκαν ούτε τα ιερά ούτε τα όσια προβαίνοντας σε κάθε μορφής βανδαλισμό στο έμψυχο και άψυχο περιεχόμενό του. Την ιδία τύχη είχε και το Δαδί, τα σπίτια και οι ναοί του. Τα πάντα έγιναν παρανάλωμα του πυρός και πολλοί των κατοίκων, που είχαν απομείνει εκεί, αιχμαλωτίσθηκαν. Οι Τούρκοι μετά τη μάχη κατευθύνθηκαν προς τη Βελίτσα και στρατοπέδευσαν στην περιοχή την ευρισκομένη μεταξύ Κάτω Καλυβιών Δαδιού και αμπελιών της Βελίτσας. 

Ο Ανδρούτσος, στις 5 Νοεμβρίου 1822, έστειλε τον γραμματικό του Αντώνιο Γεωργαντά στον Κιοσέ Μεχμέτ, για να του ζητήσει να σταματήσουν τον πόλεμο και να συζητήσουν. Επίσης του ζήτησε την παράδοση του συλληφθέντος οπλαρχηγού Νικολάου Σαρρή. Οι Τούρκοι εδέχθησαν την ανακωχή, η οποία θα άρχιζε στις 5)17 Νοεμβρίου 1822 και έμελλε να διαρκέσει τρεις μήνες. Ορίσθη δε και συνάντηση ανάμεσα στην τουρκική διοίκηση και τον Ανδρούτσο στην Αγία Μαρίνα, χωριό ανατολικά της Βελίτσας, όπου οι αντιπροσωπείες των εμπολέμων θα συναντιόντουσαν, για να συνομιλήσουν. Πρόθεση του Ανδρούτσου ήταν να πείσει τους Τούρκους να υποχωρήσουν στο Ζητούνι, για να κερδίσει χρόνο, ώστε ο επερχόμενος χειμώνας να αναγκάσει τον Κιοσέ Μεχμέτ να εγκαταλείψει την ιδέα μεταβάσεώς του στην Πελοπόννησο. 

Προσερχόμενος ο Ανδρούτσος στη συνάντηση με τους Τούρκους αξιωματούχους του εδόθη το έγγραφο της υποταγής, για να το υπογράψει. Ο Ανδρούτσος στράφηκε τότε προς τον Κάρπο Παπαδόπουλο, στον οποίο εξέφρασε τη στεναχώρια του με ένα αναστεναγμό. Ο Κάρπος του είπε ότι το έγγραφο υπογραφόμενο ίσως έχει ολέθριο πρόσκομμα στην ελευθερία των Ελλήνων. Στη συνέχεια ο Ανδρούτσος πλησίασε τους Τούρκους και αφού πήρε στα χέρια του το έγγραφο και μια πένα προσποιήθηκε ότι το υπογράφει. 

Αμέσως, όμως, άφησε την πένα στο τραπέζι και ανεφώνησε: 

«Μπέηδες από την στιγμήν ταύτην ο λαός της Ρούμελης θεωρείται πλέον ως υποταγμένος εις τον Υψηλότατον Σουλτάνον. Αλλά τι θέλετε αληθινόν προσκύνημα να κάμωμεν, ή πλαστόν; Εάν μόνος εγώ υπογράψω, ως άνθρωπος, πιθανόν να παύσω του ζην από εν αιφνίδιον περιστατικόν, και τότε ματαιούται η υπόθεσις. Αληθινόν προσκύνημα είναι όταν υπογραφή το έγγραφον τούτο από τους Προεστούς των επαρχιών κ’επομένως επικυρωθή από εμέ. Αλλ 'επειδή οι Προεστοί ούτοι δεν είναι παρόντες, ευρισκόμενοι δια τας ταραχάς των πολέμων εις την Σαλαμίνα και τα πόλεις της Πελοποννήσου, σας υπόσχομαι εγώ εντός 20 ημερών να τους ανακαλέσω ενταύθα, δια να αποπερατωθή η υπόθεσις. Υμείς δε είναι ανάγκη, να επιστρέψητε προς το παρόν εις το Ζητούνι με τον στρατόν σας, δια να μένη ο Ραγιάς άφοβος, και να αρχίση τας εργασίας του, δια να μην ζημιούται το Δοβλέτι. Δι' ασφάλειάν σας δε δίδω δύο τρεις ανθρώπους εκ των σημαντικοτέρων των επαρχιών ως ενέχειρα, και μετά 20 ημέρας αφ 'ου σας πέμψω το έγγραφον, μου αποστέλλετε τούτους ενταύθα». 

Με την επινόηση αυτή ο Ανδρούτσος δεν υπέγραψε το έγγραφο υποταγής και επέστρεψε στο στρατηγείο του, όπου έντυσε με λαμπερά ρούχα τρεις απλούς γέροντες χωρικούς και τους απέστειλε ως ενέχυρα στον Κιοσέ Μεχμέτ με τη σύσταση ότι επρόκειτο περί δήθεν ευυπολήπτων πολιτών των επαρχιών Λιβαδειάς, Θηβών και Σαλώνων. Ο Κάρπος Παπαδόπουλος μας πληροφορεί ότι ο Ανδρούτσος παρακολουθούσε τις αντιδράσεις των Τούρκων με τηλεσκόπιο από τη στιγμή που έφθασαν οι όμηροι στο τουρκικό στρατόπεδο. Αντιληφθείς ότι οι Τούρκοι πείσθηκαν και άρχισαν να μαζεύουν τις σκηνές τους, κίνηση που σήμαινε αποχώρηση, πετάχθηκε από τη χαρά του βρίζοντας τον Κιοσέ Μεχμέτ με βρισιές που συνήθιζε να εκστομίζει. 

Ο Ανδρούτσος αφού πέτυχε, βοηθούντων των συγκυριών, την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη Ρούμελη κατευθύνθηκε στην περιοχή του Ευρίπου και μετά προς το Μεσολόγγι, που την περίοδο εκείνη, 25 Οκτωβρίου - 25 Δεκεμβρίου 1822, πολιορκεί το από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. 

Στην αποχώρηση του τουρκικού στρατεύματος συνέτειναν ο ερχομός του χειμώνα, η λιποταξία πολλών Αλβανών από το τουρκικό στράτευμα και ο βίαιος θάνατος του Χουρσίτ Πασά, στις 30 Νοεμβρίου 1822. 

Οι τελευταίοι Τούρκοι έφυγαν από την περιοχή του Δαδιού το 1829. Έπειτα από την αποχώρησή τους οι διασκορπισμένοι σε διάφορα μέρη της Ελλάδος Δαδιώτες άρχισαν να επιστρέφουν στις πατρογονικές τους εστίες και να επιδίδονται στην προσπάθεια αποκαταστάσεως των σπιτιών τους, τα οποία είχαν καταστραφεί από τους Τούρκους δύο φορές το 1822, τον Αύγουστο και τον Νοέμβριο. 

Αυτή είναι εν μεγάλη συντομία η ιστορία του της Μάχης του Δαδίου την οποία θέλουμε και πρέπει να ξαναζωντανέψουμε στη μνήμη όλων μας και κυρίως στους νέους και στους επερχόμενους με τη σημερινή μας απόφαση. Με τη σημερινή μας απόφαση ως Δημοτικό Συμβούλιο και Δήμος Αμφίκλειας Ελάτειας αποδεχόμαστε την κορυφαία ευθύνη ως θεματοφύλακα διαφύλαξης της ιστορικής μνήμης του τόπου μας με απόλυτο σεβασμό στη μνήμη και στον αγώνα όσων θυσιάστηκαν πολεμώντας στη Μάχη του Δαδίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.