Ο Παρνασσός φαντάζει πιο αγέρωχος και σκυθρωπός από ποτέ.
-Καλότυχοι άνθρωποι όσοι θα μαζευτούν ταχιά* στο σπίτι τους, όλοι αντάμα, χρονιάρα μέρα, λέει με παράπονο στη φωνή η θειά Παγώνα καθώς ανασκαλέβει τη φωτιά......
-Καλότυχα είναι τα βουνά, ποτέ τους δεν γεράζουν, απαντά δήθεν ανέμελα ο μπαρμπα Κώστας στην κουβέντα της γυναίκας του και κάνει να βγεί από την πόρτα, για να μην φανερωθεί το παράπονο και εκείνου. Λίγο πριν να στρώσουν να φάνε, νηστεία κιόλας σήμερα παραμονή των Φώτων, και εκείνη η ευλογημένη θυμήθηκε πάλι τον γιό της, αστυνομικό στην Αθήνα και ποιός ξέρει τί κάνει και πώς περνάει.
-Να σκάσω μούρχεται* αν δεν γεράζουν τα βουνά, ούτε που με νοιάζει. Το καλό με αυτά είναι ότι δεν πεινάνε και δεν διψάνε ποτέ.
Αυτή η κουβέντα με την πείνα, έρχεται και ξανάρχεται στο σπίτι τους. – Και ο Γιαννάκος μου στην Αθήνα, τι να τρώει άραγες, θα βρίσκει τίποτα;
Ο μπαρμπα Κώστας ξαναμπαίνει λίγο αργότερα στο σπίτι. Στο βλέμμα του (τον κοιτάζει κατάματα η γέρω Παγώνα να δει αν βγήκε να κλάψει), έχει έναν φόβο και μια απορία.
-Μην μιλάς δυνατά. Έλα εδώ κοντά. Στον αχυρώνα μέσα κοιμόταν ένας Ιταλός. Είναι χτυπημένος και οι άλλοι τον παράτησαν χθες εκεί στη Μεγάλη Ράχη* και έφυγαν. Σύρθηκε έως εδώ και τρύπωσε μέσα στις μπάλες με τ’ άχυρο. Έβαλε τα κλάματα σαν με είδε.
-Φρατέλο, αμίκο* καλό άνθρωπος. Πονά πολύ και ντεν έχει φαγητό, αυτό λέει συνέχεια και τα μάτια του τρέχουν σαν τα αυλάκια της Αλεγούσας*. Έχει και μια εικονούλα πάνω του με την Παναγία, μου την δείχνει και κάτι λέει αλλά δεν καταλαβαίνω.
-Τόλεγα εγώ. Κάποιος θα βρισκόταν να του δώσω το πιάτο του Γιαννάκου μου, να φάω και εγώ ταχιά να με κολλήσει μια στάλα*.
Έτσι μάλλον εκείνη τη μέρα των Φώτων και η γέρω Παγώνα έφαγε με τον μπάρμπα Κώστα και την «κόλλησε» όπως έλεγε το φαί της, και ο φοβισμένος Ιταλός όχι μόνο γλύτωσε από τους φόβους του αλλά και από την πείνα του. Κάποια στιγμή γιατρεμένος, γλίστρησε ξανά μέσα στη νύχτα και χάθηκε στο διάσελο της Μεγάλης Ράχης από εκεί που είχε έρθει.
Κανένας ποτέ δεν έμαθε για τη φιλοξενία του Ιταλού στον αχυρώνα του γερο Κώστα, ένα μόνο του σημάδι είχε μείνει και θα μπορούσε να τον μαρτυρήσει αλλά ο συνετός γέρος τό έκρυψε καλά.
Στο κατώι του σπιτιού, σέ ένα ξύλινο μικρό κιβώτιο, εγγλέζικο το λέγανε, γιατί το χρησιμοποιούσαν οι Άγγλοι για πολεμοφόδια, εκεί μέσα ήταν βαλμένη η μικρή εικονούλα του Ιταλού, το παλλάδιον και η προστασία του.
Ο Γιάννης δεν γύρισε ποτέ πια στο χωριό, σκοτώθηκε το 1949 στην Αθήνα, η γέρω Παγώνα τον ακολούθησε αμέσως μετά, ο γέρο Κώστας κλείστηκε στον εαυτό του και δεν διάβηκε ποτέ τον φράκτη του σπιτιού του με τα πολλά οπωροφόρα δένδρα, που τα φύτευε και τα φρόντιζε για να τα ‘βρει ο γιός του.
Παραμονή των Φώτων του 1944. Στην άλλη άκρη του χωριού. Ο Παρνασσός απειλητικός πάνω από τα σπίτια. Ένα πεντάχρονο παιδί με άδειο στομάχι και πουντιασμένο* βλέπει στον ύπνο του ότι ο Παρνασσός γκρεμίζεται και έρχεται κατά πάνω στο σπίτι τους, να εκεί ανάμεσα στα δυο αχυρένια στρώματα στο πάτωμα, στο ένα κοιμόταν εκείνος με τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του, τον Θανάση και τον Γιάννη, στο άλλο η μάνα του και η αδερφή τους η Βασιλικούλα.
Ο ίσκιος του σπιτιού τους, ο πατέρας, στα 31 του χρόνια, παραμονή των Φώτων του 1944, έβαφε με το αίμα του το χιόνι έξω από το ιερό της Αγίας Τριάδας στην Κουκουβίστα (Καλοσκοπή), πεσμένος από τα μυδράλια της μονάδας του Βραδεμβούργου.
Τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωσαν και ο μικρός γιος παντρεύτηκε και θέλησε να νοικοκυρευτεί. Η απουσία του πατέρα τού είχε σημαδέψει τη ζωή, τον είχε κάνει ευαίσθητο και ευσυγκίνητο, τον είχε οπλίσει όμως και με ένα πείσμα ανείπωτο που γεννούσε μια πίστη ότι όλα στη ζωή κερδίζονται με εργατικότητα και τιμιότητα.
Η πρώτη θυγατέρα είχε έρθει, είχε βιαστεί μάλιστα να της δώσει το όνομα του αντάρτη καπετάνιου, του πατέρα του, λες και προαισθανόταν ότι στο σόι του σπόρος αγοριού δεν θα φύτρωνε, επομένως το χρέος έπρεπε να ξεπληρωθεί με την πρώτη. Ως ο μικρότερος δεν είχε κλήρο στο πατρικό σπίτι, έπρεπε να βρει αλλού να στεγάσει τη φαμελιά του και να ανοίξει τις πόρτες του σπιτιού σε χαρές, εκείνες που ποτέ δεν έζησε στο πατρικό του.
Οι κληρονόμοι του γερο Κώστα πουλούσαν το σπίτι του, εκείνο που έκλεισε με το θάνατο του παληκαριού. Αποφάσισε να το αγοράσει, σε όσους το είπε συγγενείς και φίλους κούνησαν το κεφάλι συγκαταβατικά, κανένας δεν τον ενθάρρυνε, λογικό βέβαια αφού χρήματα δεν είχαν κανένας τους, πώς θα γινόταν η αγορά;
Δούλεψε σαν σκλάβος, από την αρχή εκείνου του θέρου του 1965 έως το τέλος, με μια πατόζα* που χάλαγε κάθε δυό χιλιόμετρα, βρέθηκε από τη Σκάλα Λακωνίας στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, να φορτώνει και να ξεφορτώνει τσουβάλια στάρι. Έτσι, το φθινόπωρο της ίδιας κιόλας χρονιάς ξεπλήρωσε τα δανεικά, στον καλό εκείνον άνθρωπο, τον μπάρμπα Θανάση τον μεγαλέμπορα του χωριού, που τον εμπιστεύτηκε και του δάνεισε χωρίς εγγυήσεις και πολλές κουβέντες.
Η φαμελιά φώλιασε στο σπίτι του μπάρμπα Κώστα, αυτό που το λέγανε με περηφάνια «καλύβι» (και έτσι έχει μείνει στην οικογένεια έως σήμερα και όχι μόνο σε αντιδιαστολή με το καινούργιο που χτίστηκε κατόπιν), γιατί όντως ήταν ένα αφρόντιστο, άδειο και παρατημένο για είκοσι περίπου χρόνια σπίτι. Το μεροκάματο δύσκολο τον χειμώνα, η μικρή πεινούσε και μελάνιαζε από το κρύο, η οικοσκευή ανύπαρκτη. Στο κατώι μόνο του σε μια γωνιά πεταμένο το «εγγλέζικο» κιβώτιο, είχε μείνει μοναδικό κατάλοιπο από ένα επιπλωμένο άλλοτε σπίτι. Οι κληρονόμοι το θεώρησαν άχρηστο και το παράτησαν. Η νοικοκυρά το θεώρησε «λάφυρο», όπως έλεγε αργότερα στις καλές της γειτόνισσες, και σχεδόν αδερφές της, την Ασήμω και τη Χρυσούλα, και το πήρε για να βάζει μέσα τα ρουχαλάκια της μικρής, να μένουν καθαρά από όλα εκείνα που έπεφταν από την αταβάνωτη οροφή.
Το κιβώτιο έκρυβε μέσα του και την «εικονούλα με την Παναγίτσα», όπως λέγανε στο σπίτι οι νέοι ένοικοι. Μια χάρτινη φτηνή εικόνα με την παράσταση της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας ήταν τοποθετημένη μέσα σε ένα δερμάτινο πλαίσιο, διαστάσεων 75Χ55 εκ., προερχόμενο μάλλον από αλλού, στην μπροστινή όψη είχε ένα πλαστικό, δίκην γυαλιού κορνίζας, και στην πίσω προστατευόταν από το ίδιο δερμάτινο κάλυμμα του πλαισίου. Η εικόνα δέθηκε με μια κορδέλα, από εκείνη που είχε δέσει τα προικιά της πρόσφατα η νεαρή μάνα και κρεμάστηκε πάνω στην ξύλινη κούνια. Στην ίδια κούνια νανουρίστηκαν αργότερα άλλες δυο κόρες, μα ποτέ κανένας δεν πρόσεξε εκείνη τη μορφή της Παναγιάς με τη νεανική μορφή, τα μακριά ξανθά σγουρά ξέπλεκα μαλλιά που πέφτουν στους ώμους, την πορφυρή εσθήτα και τον γαλάζιο χιτώνα, που κρατά στο δεξί της χέρι σκήπτρο και στο αριστερό έναν κατάξανθο σγουρομάλλη Χριστούλη, με ανοικτά τα δυο χεράκια και το δεξί του πόδι σε κίνηση, με κορώνα με πετράδια σαν της Θεοτόκου, η οποία όμως φέρει επιπλέον ως φωτοστέφανο δώδεκα αστέρια.
Τί να προσέξουν άλλωστε μέσα στη δίνη της καθημερινότητας για την επιβίωση και της ευθύνης για την ανατροφή των παιδιών;
«Την κρέμασα εκεί και ξένοιασα», λέει σήμερα η μάνα, εννοώντας ότι η Παναγία που απεικονιζόταν είχε έκτοτε την έγνοια για τις θυγατέρες της.
Χρόνια πολλά αργότερα, η μεγαλύτερη κόρη, μεσήλικας πια, γυρνώντας στο πατρικό σπίτι και νοσταλγώντας τα παιδικά ανέμελα χρόνια μνημόνευσε και εκείνη την εικόνα, όπως την θυμόταν στο καινούργιο σπίτι, στην κούνια της μικρότερής της αδελφής, της Τζούλιας, όπως χαϊδευτικά φώναζαν την μικρή.
-Τί περίεργη εικόνα ήταν εκείνη, μητέρα, θυμάσαι;
Σε λίγο, μέσα από ένα χάρτινο κουτί οικογενειακών «ενθυμημάτων» έβγαινε η μικρή εικόνα, ταλαιπωρημένη από τον χρόνο και τα τραβήγματα των παιδικών χεριών. Το ράψιμο στο πλαίσιο είχε διαλυθεί και επέτρεπε την απόσπαση της χάρτινης φιγούρας. Η εικόνα είχε διπλωθεί στο κάτω μέρος για να χωρέσει στο πλαίσιο.
Σε αυτό το μέρος ήταν γραμμένο:
Maria Auxilium Christianorum. Ora Pro Nobis.
Καί στο πίσω μέρος:
Orazione a Maria
Dio vi salvi, Augustissima Regina di pace, Santissima Madre di Dio, per il Sacratisssimo Cuore del vostro Figlio Gesù. Principe della pace, fate che l’ ira di lui si plachi, e che Egli regni sopra di noi in pace. Ricordatevi, o piissima Vergine Maria, che non si e mai udito, che da voi sia abbandonato chi implora i vostri favori. Io animato da questa fiducia mi presento a Voi; non vogliate, o Madre del Verbo, disprezzare le mie preghiere, ma uditele favorevolmente ed esauditele, o clemente, o dolce Vergine Maria.
Indulgenza di 300 giorni ogni volta a Plenaria una volta al mese se si recita ogni giorno.
IMPRIMATUR
In Curia Arch. Mediolani die 1 Aprilis 1934
Sac. Mozzanica Petrus Vic. Gen.
Οι ικεσίες στο σπίτι τους, στο «καλύβι» του γερο Κώστα και αργότερα και στο καινούργιο, για την υγεία των παιδιών, γίνονταν σε μια στάμπα Μαντόνας Παναγιάς, τυπωμένης το 1934 στο Μιλάνο, που έφερε στην πίσω πλευρά ένα κείμενο ακατανόητο για τους νοικοκύρηδες.
Τί σημασία είχε; Το “santino” όπως λένε τις εικόνες του είδους οι Ιταλοί, πέρασε από τα χέρια του πληγωμένου Ιταλού στρατιώτη, του χαροκαμένου γέρου, των βιοπαλαιστών γονιών, στη θυγατέρα τους που γνωρίζει καλά γιατί τόμαθε στις σπουδές της ότι η λατρεία της Θεοτόκου ως «Βοηθείας, ausiliatrice» καθιερώθηκε στη Δύση μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, όταν οι ενωμένες δυτικές δυνάμεις νίκησαν τους Οθωμανούς.
*- ταχιά=αύριο
*- να σκάσω μούρχεται=δεν με ενδιαφέρει, ιδιωματική έκφραση του τόπου
*- τοπωνύμιο
*- fratello, amico= αδελφέ, φίλε
*- τοπωνύμιο σε ένα χωριό του Παρνασσού, όπου και οι πηξές του βοιωτικού κηφισσού, από το όνομα παράπλευρης εκκλησίας (Παναγιά, Αγία Ελεούσα)
*- να με κολλήσει= λέγεται για το φαγητό και σημαίνει να το ευχαριστηθώ, να ωφελήσει τον οργανισμό
*- πουντιάζω= παγώνω από το κρύο
*- πατόζα= αλωνιστική μηχανή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.